Το φάντασμα του...κάποτε
"Τι το ωραίο μπορούσαν να μας μεταδώσουν εκείνα τα τέρατα, που ασκούσαν εξουσία πάνω στα παιδιά μόνο και μόνο για να ανακουφίζουν κάπως την άθλια ύπαρξή τους;".
San. Gamboa, Νυχτερινές ικεσίες, εκδ. Πόλις, μτφρ.: Βασ. Κνήτου
Υπάρχει μια περίεργη αλλά τόσο συνηθισμένη βλάβη που παθαίνουν τα διπλά τζάμια. Με τον καιρό ή για κάποιους άλλους λόγους χαλάει κάποιο υλικό στο εσωτερικό τους και το μεταξύ τους κενό γίνεται ευάλωτο στην υγρασία. Έτσι το τζάμι αντί να αφήνει το πεδίο ελεύθερο στην όραση και στην όποια θέα, μαζεύει υδάτινες μουντζούρες που με τον καιρό μονιμοποιούνται. Αποτέλεσμα; Τη θέση της όρασης καταλαμβάνει η αίσθηση της μερικής τύφλωσης που σιγά σιγά μετατρέπει τη θολούρα σε μέρος της καθημερινής κανονικότητας αφού το πρώτο που κάνει είναι να πείθει δια της συνήθειας ότι μπορεί κάποιος να ζει με αυτήν… . Σας θυμίζει κάτι;
Προσωπικώς με πάει πολλά χρόνια πίσω, όταν οι πρώτες κατσαρόλες είχαν κάνει την εμφάνισή τους για πρώτη φορά σε λαϊκές συγκεντρώσεις, στο κέντρο της Αθήνας. Πρέπει να έχουν περάσει περίπου είκοσι χρόνια από τότε. Μια κυρία, γύρω στα 50 τότε, σε μια συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ κρατούσε πλαστικό σημαιάκι με τον πράσινο ήλιο, μια κατσαρόλα και μια ξύλινη κουτάλα. Ο συγχωρεμένος ο Σεραφείμ Φυντανίδης με είχε φωνάξει στο γραφείο του, μου είχε δείξει φωτογραφίες που είχαν “μοιράσει” τα πρακτορεία των φωτορεπόρτερ. “Θέλω να την βρεις και να της κάνεις συνέντευξη”.
Δύο ημέρες μετά καθόμασταν σε ένα στενό μπαλκόνι. κάπου στον Νέο Κόσμο και η κυρία με την κατσαρόλα άρχισε να ξεδιπλώνει την ιστορία της. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, είναι αλήθεια, αλλά είχα την αίσθηση ότι ήταν η ιστορία της μισής Ελλάδας. Διορισμός στο Δημόσιο, το όνειρο του εφάπαξ και της σύνταξης, κάπου στα μισά της παραγωγικής ηλικίας, η αίσθηση ότι όλος ο κόσμος κάτι χρωστάει σε αυτήν τη γωνιά του πλανήτη που έβγαλε έναν Μεγαλέξανδρο, ένα επίδομα -από τα πάμπολλα τότε- που κινδύνευε να κοπεί, κάτι με κάποιες αυξήσεις στις συντάξεις που τις είχαν υποσχεθεί και δεν τις είχαν δώσει ακόμα και τέτοια, φυσιολογικά για την εποχή όπου η πραγματικότητα είχε ενσωματώσει τη μαζική παραμυθία μιας κοινωνίας που νανουριζόταν στην αγκαλιά των πρώτων μεγάλων δανεικών πακέτων. Ουδείς ασχολείτο, τότε, με τη στιγμή της εξόφλησης που θα ερχόταν κάποτε.
Το κάποτε ήρθε, εδώ και περίπου εννιά χρόνια στην Ελλάδα. Μοιάζουμε με κάποιον ψωροπερήφανο και επαναστατημένο επαίτη που κρύβει την ανημπόρια του κάτω από την προβιά του ανιστόρητου κουτσαβακισμού του. Μαζί με την κορύφωση της αβεβαιότητας για το μέλλον κερδίζει και μια θέση στο βάθρο της γελοιότητας. Ανεξάρτητα από τον ρόλο των ξένων, των ακριβών δανείων, την εκμετάλλευση της ευάλωτης κατάστασης της Ελλάδας από τα ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η εικόνα της αλήθειας σε αυτήν τη χώρα, είχε πάντοτε πρόβλημα. Σαν τα διπλά τζάμια και τη βλάβη που παθαίνουν από την πολυκαιρία και τις καιρικές συνθήκες. Στη μελέτη της ιστορίας -όταν κάποιος προσπαθεί να προσεγγίσει τις αιτίες του κακού- ισχύουν πολλά παράδοξα. Στην περίπτωση της Ελλάδας και στη μελέτη της νεώτερης πολιτικής της ιστορίας, θεωρείται βέβαιον ότι ισχύει αυτό που έχει γράψει ο Marc Ferro στο “Τύφλωση” (εκδ. Μεταίχμιο): “Στη φάση της Ιστορίας όπου ένα γραμμάριο φαιάς ουσίας θα μετράει περισσότερο από μια χούφτα δολάρια ή ένα βαρέλι πετρέλαιο, θα σημαίνει το τέλος του αυτοαποικισμού ο οποίος καταστρέφει το πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιο που μας κληροδότησε η Δημοκρατία. Και ας μην ξεχνάμε, για άλλη μια φορά, ας μην ξεχνάμε ότι η Δημοκρατία γεννήθηκε στην Ελλάδα”. Και αν μπορούμε να συνεισφέρουμε στον συλλογισμό, καλό θα είναι, όχι μόνο να μην ξεχνάμε ότι η Δημοκρατία γεννήθηκε στην Ελλάδα αλλά και ποια παράγωγά της, πεθαίνουν στην ίδια χώρα, μέρα με τη μέρα…
*Φωτό: Ανδρέας Αθανασόπουλος