Το Σκοπιανό ως εθνικό, γεωπολιτικό και πολιτικό ζήτημα
Μια συμφωνία που θα ικανοποιεί, μέσα από τις αντίστοιχες γλωσσικές αλχημείες και τις δύο πλευρές, με σαφή απάλειψη αλυτρωτικών όρων και επιδιώξεων, φαντάζει ως η πραγματιστική οδός στην οποία κινείται το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων
Από τον Νικόλα Παπαναστασόπουλο*
Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν γραφεί τόσα πολλά και θα γραφούν ακόμα περισσότερα, γύρω από το πολυδιάστατο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων και την επίλυση του. Και από ό,τι φαίνεται μάλλον οδηγούμαστε είτε στο Republika NovaMakedonija (Δημοκρατία της Νέας Μακεδονίας) είτε στο Republika GornaMakedonija (Δημοκρατία της Άνω Μακεδονίας). Αυτή είναι η μία διάσταση: η νομιναλιστική, γύρω από το όνομα και τη γλωσσική του απόδοση, αν δηλαδή θα είναι στη «μακεδονική» και όχι στην αγγλική. Η άλλη διάσταση έχει να κάνει με τα ζητήματα αλυτρωτισμού και εθνικής ταυτότητας. Και ας μην γελιόμαστε από τη στιγμή που το γειτονικό κράτος έχει αναγνωριστεί με τη συνταγματική του ονομασία από κράτη (που είναι μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας) και από μια πλειάδα χωρών, αυτό σαφώς ενισχύει και τη ρητορεία του και τη διαπραγματευτική του ισχύ. Και πρέπει να σημειωθεί ότι στη διάσταση αυτή είναι αρκετά ακανθώδες κάποιος όχι μόνο να ανατροφοδοτήσει την ταυτότητα και την κουλτούρα του, αλλά να τις απαλλάξει από τα ιδεολογήματα που συνιστούν το «είναι» του.
Επομένως μια συμφωνία που θα ικανοποιεί, μέσα από τις αντίστοιχες γλωσσικές αλχημείες και τις δύο πλευρές, με σαφή απάλειψη αλυτρωτικών όρων και επιδιώξεων, φαντάζει ως η πραγματιστική οδός στην οποία κινείται το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων. Και εδώ ερχόμαστε σε μια άλλη διάσταση: την κυβερνητική επιλογή δημιουργίας ιδεολογικής διάρρηξης όχι μόνο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και αναδιάταξης της κοινοβουλευτικής ή και μετεκλογικής πολιτικής γεωγραφίας. Θα πει κάποιος ότι ακόμα και εθνικά θέματα μπορούν να τεθούν στον βωμό του κυβερνητικού στρατηγικού σχεδιασμού; Από τη στιγμή που στην πολιτική έχουμε αφήσει στην άκρη το αριστοτελικό και αποθεώνουμε το μακιαβελικό (ως πυξίδα σε κάθε έκφανση της δημόσιας σφαίρας), όλα επιτρέπονται και όλα μπορούν να γίνουν.
Ωστόσο, η έγερση του κόσμου από τους «περίφημους καναπέδες του», μάλλον χαλάει τη σούπα. Και εδώ βρίσκεται το οξύμωρο: ενώ στην πολιτική μπορούν όλα να επιτρέπονται, μέμφεται ο κυρίαρχος λαός ότι μέσα από τα συλλαλητήρια δεν προσφέρει στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής. Ίσα ίσα, ο όποιος «μακιαβελικός» σχεδιασμός που πάντα βάζει την πατρίδα, πάνω από όλα, μπορεί να αξιοποιήσει επί τα εθνικά βελτίω, αυτή την έκφραση του λαού. Αρκεί βέβαια ο γνώμονας να παραμένει εθνικός και να μην υποτάσσεται σε καιροσκοπικές και μικροπολιτικές λογικές. Κυρίως το καίριο ερώτημα αφορά το προς τι όλη αυτή η επίσπευση και η αναγκαιότητα επίλυσης από τη στιγμή που η γειτονική χώρα, εναγωνίως, επιζητά την ένταξη στους ευρωτλαντικούς θεσμούς; Και παρόλα αυτά δείχνει μια ανελαστικότητα και ακλόνητη επιμονή στην ταυτότητα και στη γλώσσα της;
Και πάμε στην άλλη διάσταση, τη γεωπολιτική: για την Ελλάδα το κλείσιμο των ανοιχτών μετώπων (μικρών ή μεγάλων), η σταθερότητα (status quo) στα Βαλκάνια και η εστίαση στη μόνιμη ‘εξ ανατολών απειλή’ συνιστά sine qua non συνθήκη για την εξωτερική μας πολιτική. Από την άλλη, το γεωπολιτικό παιχνίδι στη Βαλκανική σκακιέρα, μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας (και στο πίσω μέρος της Γερμανίας) δεν μπορεί παρά να αποτελεί «Λυδία λίθο» στην εθνική μας στρατηγική. Η επιλογή μεταξύ της μίας ή της άλλης πλευράς (σημειώνεται ότι και οι δύο έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια ως «Μακεδονία»), ομοιάζει με την μυθολογική επιλογή του Ηρακλή μεταξύ των δρόμων της «αρετής και της κακίας». Όθεν τίνα οδόν τράπηται η Ελλάς; Από τη στιγμή που ΗΠΑ και Ρωσία ασκούν φοβερές πιέσεις και έχουν επιδοθεί σε ενέργειες στην περιοχή και στη γειτονική χώρα, προκειμένου να προωθήσουν τα συμφέροντά τους;
Δεδομένου λοιπόν του στρατηγικού προσανατολισμού της χώρας προς τη Δύση (και δεχόμενοι ότι αυτός δεν αλλάζει, όπως φάνηκε και από το ταξίδι του Αλέξη Τσίπρα στη Ρωσία, την υπογραφή του μνημονίου και κυρίως την πρόσφατη συνάντησή του με τον Αμερικανό πρόεδρο Τραμπ), η στρατηγική οδός που έχει επιλέξει η χώρα είναι προς την εσπερία. Ωστόσο αυτή θα πρέπει να συναρτηθεί με ξεκάθαρα «δούναι και λαβείν», όχι μόνο στον οικονομικό τομέα, αλλά κυρίως στον διπλωματικό και στρατιωτικό, μέσα από την αντίστοιχη εξοπλιστική αναβάθμιση.
Όταν η Τουρκία κινείται στη ρωσική αγορά, η ελληνική πλευρά μπορεί (μετά τη δημοσιονομική της ανάσα) να κινηθεί στη δυτική, διασφαλίζοντας κεφάλαια διπλωματίας και αποτροπής. Πολλώ δε μάλλον που η χώρα μας συμμετέχει στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και εκεί διεξάγει -με την ιδιότητα του μέλους- όλο το ‘γεωπολιτικό bargaining’. Λόγου χάρη, η αξιοποίηση (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) του χαρτιού που λέγεται Σούδα, αντί του Ιντζιρλίκ, μπορεί να είναι μέρος αυτού του «δούναι και λαβείν», καθώς και η ενεργότερη συμμετοχή της χώρας (ως δύναμη σταθερότητας στην περιοχή) στη λειτουργία της αμερικανικής βάσης στο Κόσσοβο που είναι το αρχηγείο της KFOR και βρίσκεται μια ανάσα από τα σύνορα των Σκοπίων.
Για τη χώρα μας ο επιδέξιος χειρισμός των ενεργειακών επιλογών προς τους οποίους ωθούν οι ΗΠΑ, σε συνάρτηση με τις συνέργιες που έχουν ήδη δρομολογηθεί στην Ανατολική Μεσόγειο, ωθεί σε μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, όπου η άρνηση των όποιων ανταλλαγμάτων από τη μια ηγεμονική πλευρά μπορεί να ωθεί στη διερεύνηση της άλλης, με μόνο αυτοσκοπό την ικανοποίηση αποκλειστικά των εθνικών συμφερόντων. Κατά κύριο λόγο, η σταθερότητα στην περιοχή και οι ηγεμονικές αξιώσεις μιας χώρας μπορούν να περικλείουν και την ικανοποίηση των θελήσεων μιας μικρότερης χώρας που αντιμετωπίζει έναν δύστροπο και απειλητικό γείτονα. Αρκεί βέβαια η μικρή χώρα να ξέρει τι θέλει. Και κυρίως να βαδίζει ενωμένη προς αυτή την κατεύθυνση.
*Ο Παπαναστασόπουλος Νικόλαος είναι Μεταδιδακτορικός Ερευνητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το συγγραφικό του έργο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης