Κανονικότητα
Η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ ένα ευνομούμενο σύγχρονο δυτικό κράτος, αλλά μάλλον ένα συνονθύλευμα από τσιφλίκια και φέουδα, μεγάλα και μικρά.
Του Ηλία Δημητρέλλου
Μετά την δεκαετή περιπέτεια, η χώρα φαίνεται ότι συνέρχεται και προσπαθεί, δειλά – δειλά είναι αλήθεια, να σταθεί και πάλι στα πόδια της. Κάτι ο αέρας της κυβερνητικής αλλαγής, κάτι η πεποίθηση ότι δεν πάει παρακάτω, κάτι τα μαθήματα που διδαχθήκαμε (ουχί φυσικά όλοι, αρκετοί πάντως) αυτήν την δύσκολη περίοδο, έχουν δημιουργήσει μία αίσθηση αισιοδοξίας ότι τα χειρότερα περάσανε και επιτέλους έχει ξεκινήσει η άνοδος.
Ουδείς περιμένει φυσικά κάποια εντυπωσιακή βελτίωση άμεσα, αλλά ακόμη και η βελτίωση των βασικών φαντάζει αυτή τη στιγμή θελκτική. Και στην παρούσα φάση βασικά είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη οικονομική ελάφρυνση όλων μας, καθώς και η εμπέδωση ενός αισθήματος ασφάλειας στους πολίτες. Ενδεχομένως δε το δεύτερο, είναι σε αυτή την φάση πιο σημαντικό, καθώς τα τελευταία χρόνια η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε όριο. Αυτή λοιπόν η βελτίωση των βασικών απαιτήσεων για να επαναλειτουργήσει ευρύθμως κατ’ αρχάς το κράτος, και κατά δεύτερον η κοινωνία, είναι η αποκαλούμενη επιστροφή στην κανονικότητα.
Αλλά σε ποια κανονικότητα; Διότι κανονικότητα δεν μπορεί να είναι όσα έλαβαν χώρα από το 2010. Ούτε φυσικά όσα έλαβαν χώρα πριν το 2010 την εποχή του Χρηματιστηρίου, της αστακομακαρονάδας και των πούρων Αβάνας, τα οποία μας οδήγησαν στο Καστελόριζο. Εννοείται φυσικά ότι κανονικότητα δεν ήταν οι εποχές του Ανδρέα και του πρώτου ΠΑΣΟΚ της δανεικής ευμάρειας, παρά το φολκλορικό κύμα αναπόλησης εκείνης της περιόδου χάριν αστεϊσμού.
Οπότε για ποια κανονικότητα ομιλούμε, όταν σε τούτη την χώρα ουδέποτε υπήρξε περίοδος χωρίς στρεβλώσεις και αλλόκοτη ανάπτυξη. Ουδέποτε υπήρξε περίοδος κατά την οποία οι νόμοι εφαρμόσθηκαν ως αποτέλεσμα βαθύτερης πίστης των πολιτών ότι ορθώς τους εφαρμόζουν. Δεν θα ήταν μακράν της αλήθειας η διαπίστωση ότι η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ ένα ευνομούμενο σύγχρονο δυτικό κράτος, αλλά μάλλον ένα συνονθύλευμα από τσιφλίκια και φέουδα, μεγάλα και μικρά. Για το λόγο αυτό δεν κατορθώσαμε να φτιάξουμε συγκροτημένη δημόσια διοίκηση, από δική μας και μόνο επιλογή, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση θα εμποδιζόταν η ικανοποίηση των συμφερόντων μας.
Οπότε δεν θα ήταν υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι από τη σύσταση του ελληνικού κράτους επικράτησε μία οργανωμένη αναρχία, που εξυπηρετούσε όλους και που φυσικά δεν επέτρεψε στο Έθνος να προοδεύσει, παρά τις αναλαμπές, και να ακολουθήσει την ανάπτυξη των άλλων δυτικών κρατών, καίτοι ήταν τυχερό καθώς στο κρίσιμο μεταπολεμικό σταυροδρόμι διάλεξε το σωστό στρατόπεδο και δεν έμπλεξε με ακόμη καταστροφικότερες περιπέτειες. Συνεπώς αποτέλεσε συνειδητή επιλογή μας η μη επιβολή του Νόμου.
Άρα, δεν υπήρξε ποτέ κανονικότητα για να επικαλούμαστε την επιστροφή μας σε αυτήν. Καλύτερα να ομιλούμε περί δημιουργίας μιας νέας κανονικότητας, από την αρχή. Παντού. Στην δημόσια διοίκηση, στην Υγεία, στην Εκπαίδευση, την Οικονομία, στην Δημόσια και Εθνική Ασφάλεια. Σήμερα πρέπει να τεθούν οι κανόνες για την δημιουργίας της. Κυρίως όμως οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να τηρηθούν από όλους και για μακρύ χρονικό διάστημα. Διότι το πρόβλημα δεν είναι οι κανόνες, το διαχρονικό πρόβλημα ήταν η επιλογή όλων μας να μην τηρήσουμε τους κανόνες και φυσικά η συναλλαγή με την εκάστοτε εξουσία για την αποφυγή οιασδήποτε ποινής για τη μη τήρηση των κανόνων.
Δεν είναι άλλωστε δύσκολο να ορισθούν αυτοί οι κανόνες, καθώς είναι σχεδόν πάντα αυτονόητοι. Το δύσκολο δεν είναι η πρόβλεψη της απαγόρευσης φερ΄ ειπείν στάθμευσης πάνω σε πεζοδρόμια και διαβάσεις, ούτε της κύρωσης. Το δύσκολο είναι σε πρώτη φάση να επιβληθούν οι κυρώσεις που προβλέπονται, κυρίως όμως είναι η κατανόηση της αντικοινωνικής αυτής συμπεριφοράς (τουλάχιστον από τους πολύ περισσότερους, καθώς πάντοτε θα υπάρχουν οι ηλίθιοι).
Έτσι, στα δικά μου τα μάτια το εγχείρημα της κανονικότητας φαντάζει ότι πολύ δύσκολα θα επιτευχθεί. Κυρίως γιατί «παλιός γάιδαρος δε μαθαίνει νέα περπατησιά» (ή άλλως «you can't teach an old dog new tricks», όπως λέμε και στο χωριό μου). Θα βελτιωθεί ίσως η κατάσταση, αλλά ως εκεί. Οι γενιές μας είναι μάλλον χαμένες, μια και έχουν μπολιαστεί προβληματικώς. Μόνο μέσω της Παιδείας που θα παρέχουμε στις νέες γενιές είναι δυνατή η ανάταξη της χώρας. Με λόγια και όχι με έργα.