Σάββατο, 25 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, 2025 - 05:37

Η κρίση και ο αμερικανικός παράγοντας

Η Αμερική ασκεί συχνά διακριτική πίεση στους Ευρωπαίους συμμάχους, να αποφεύγουν την επιθετική ακαμψία και τη ρήξη με την Ελλάδα

Από τον Μιχάλη Έρνεστ*

Μέχρι πρόσφατα ο αμερικανικός παράγων αντιμετώπιζε το ελληνικό ζήτημα με σχετική αποστασιοποίηση, ακολουθώντας τη γραμμή της «ησυχίας». Αυτό άλλαξε από τη συνδιάσκεψη της Δρέσδης, όπου ο Αμερικανός Υπ.Οικ. Τζακ Λιου, δημόσια και σε όλους τους τόνους, έδειξε την ενόχλησή του για το ότι δεν προχωρούν οι διαπραγματεύσεις και συγχρόνως έστειλε μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις χαρακτηρίζοντας επικίνδυνο το παιγνίδι της μικροπολιτικής που παιζόταν ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Η περιοδεία της καγκελαρίου Μέρκελ στα Βαλκάνια, περιοχή που οι ΗΠΑ θεωρούν ως απολύτου ελέγχου τους, και οι υποσχέσεις της περί της εισδοχής χωρών στην Ε.Ε., ενίσχυσαν την υπόνοια για μονομερή (γερμανική) υπεροχή. Όπως έχει αναλυθεί σε προγενέστερο χρόνο, η στρατηγική των ΗΠΑ κινείται σε περισσότερα από ένα επίπεδα και εναλλακτικές λύσεις. Μόνιμο χαρακτηριστικό όλων αυτών είναι η αποδυνάμωση των περιφερειακών ηγετικών δυνάμεων και στο προκείμενο, της γερμανικής παντοδυναμίας στην Ευρώπη.

Η ενεργητικότερη στάση της Γαλλίας, η αιφνίδια μεταστροφή του Σαρκοζί (στο κόμμα του οποίου ανήκει και η διευθύντρια του ΔΝΤ) και η ταύτισή του με την πολιτική του προέδρου Ολάντ, στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ερμηνευτούν και καταδεικνύουν την τελική πολιτική απόφαση της διατήρησης της Ελλάδας στην Eυρωζώνη. Η Αμερική ασκούσε συχνά διακριτική πίεση στους Ευρωπαίους συμμάχους, να αποφύγουν την επιθετική ακαμψία και τη ρήξη με την Ελλάδα. Η ανησυχία των ΗΠΑ είναι υπαρκτή και δεν έχει να κάνει τόσο με τη στρατιωτική αξία της χώρας μας (σε σχέση με τις ευρύτερες επιχειρησιακές απαιτήσεις του ΝΑΤΟ), αλλά περισσότερο με τον ευρύτερο φόβο αμυντικού παροπλισμού. Το όποιο ρήγμα στο «ανάχωμα» θα προκαλέσει ζημία, ιδιαίτερα όταν οι ισλαμιστές μαχητές στη Λιβύη βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από την Ευρώπη.

Επιπλέον η επιστροφή της Ρωσίας στον μιλιταρισμό στην ανατολική Ευρώπη φαίνεται να επιφέρει μια σταδιακή μετατόπιση στη γερμανική εξωτερική πολιτική. Αν και η γερμανική διπλωματία παραμένει πρόθυμη να μιλά με το Κρεμλίνο (αξίζει να θυμηθούμε τη συμφωνία της Siemens με τη ρωσική Rosatom για την κατασκευή δεκάδων σταθμών πυρηνικής ενέργειας, την αρχική συμφωνία του ομίλου ΕΟΝ με το ρωσικό όμιλο Gazprom – στον οποίο συμμετέχει ως διευθυντικό στέλεχος ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, Σρέντερ -, τη σημαντική αύξηση του όγκου των γερμανορωσικών εμπορικών συναλλαγών, τη συμμετοχή του ρωσικού χρηματοπιστωτικού ομίλου Sberbank στο μετοχικό κεφάλαιο της Opel), η δέσμευσή της προς τη Δυτική ενότητα παραμένει ακλόνητη.

Από πλευράς εξωτερικής πολιτικής, οι ΗΠΑ δεν βλέπουν ανταγωνιστικά τη Γερμανία. Η γερμανική εξωτερική πολιτική μόλις ενηλικιώνεται, όπως σημείωσε χαρακτηριστικά ο Γιόσκα Φίσερ, και σε κάθε περίπτωση δεν βρίσκεται σε σημείο να φοβίζει τους Αμερικανούς. Η διστακτικότητα που ακολούθησε το Βερολίνο στον πόλεμο στη Λιβύη, στη Συρία, η παντελής απουσία από τα γεγονότα που οδήγησαν στην αραβική άνοιξη αλλά και στην Ουκρανία, δείχνει έλλειψη άποψης και πολιτικής. Ακόμη και η συμμετοχή του στρατού (Βundeswehr) σε στρατιωτικές επιχειρήσεις πέραν της Γερμανίας (Αφγανιστάν) είχε πολύ χαμηλές επιδόσεις. Έτσι λοιπόν η de facto οικονομική ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη δεν ερμηνεύεται από την Ουάσιγκτον ως πιθανή να παρασύρει την υπόλοιπη Ευρώπη σε κοινή –γερμανικής εμπνεύσεως- εξωτερική πολιτική και πάντως όχι διαφορετική από εκείνη των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ σε διάφορες θερμές περιοχές του πλανήτη (Ουκρανία, περιοχές της Ευρασίας, περικύκλωση Ρωσίας, Ισλαμικό Κράτος/ISIS).

Οι ΗΠΑ γνωρίζουν ακόμη τα περί ενεργειακής εξάρτησης του Βερολίνου από τη Ρωσία, καθώς και για τις «ειδικές τους σχέσεις» (αγορά ή έλεγχος ρωσικών πρώτων υλών που η γερμανική οικονομία έχει ανάγκη από τη μεγάλη της γείτονα). Οι εξαρτήσεις αυτές θεωρούνται ότι αποτελούν μέρος του οικονομικού ανταγωνισμού στον οποίο οι ίδιες οι ΗΠΑ είναι τόσο συνηθισμένες. Το πρόβλημα που διαβλέπουν οι Αμερικανοί με τη Γερμανία είναι αποκλειστικά η δύναμη που αποκτά το ευρώ σε σχέση με το δολάριο και το ενδεχόμενο σε επόμενο βήμα η Γερμανία να προσπαθήσει να υποκαταστήσει τη ρήτρα του δολαρίου με εκείνη του ευρώ, του οποίου ο έλεγχος περνά κυρίως από το Βερολίνο. Η Ευρώπη δεν έχει λόγο να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση, εάν δεν το κινήσει η ίδια η Γερμανία. Η τελευταία είναι η μόνη που στηρίζει το 50% του εθνικού της εισοδήματος στις εξαγωγές. Αυτός ο αριθμός λέει πολλά. Η Κίνα οφείλει το 33% του ΑΕΠ της στις εξαγωγές της, όταν οι ΗΠΑ μόνο το 5% (που σημαίνει πως εάν οι ΗΠΑ παράγουν 100 μονάδες, μόνο το 5% αυτών εξάγεται και το υπόλοιπο καταναλώνεται εσωτερικά).

Η Γερμανία θέλει να σώσει τη ζώνη ελεύθερου εμπορίου, αλλά χωρίς να απορροφά τις επισφάλειες της Ευρώπης. Χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης βρίσκονται σε σύνθετη θέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι ακόμη και γι’ αυτές που ανήκουν στην Ευρωζώνη, το ζήτημα της ασφάλειας και οι προθέσεις της Ρωσίας είναι σημαντικότερα από την Ελληνική κρίση. Για τα ανατολικά υπάρχει η επίγνωση ότι η Ευρώπη ποτέ δεν έκανε πρόοδο προς μια κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική και ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς το ΝΑΤΟ και την αμερικανική συμμετοχή, δεν μπορεί να τους υπερασπιστεί έναντι της Ρωσίας. Έτσι, στο βαθμό που οι χώρες αυτές έχουν μια προστασία, αυτή δεν προέρχεται από την Ευρώπη, αλλά από τις ΗΠΑ.

Η καθαρή πολιτική εκτίμηση για την Ευρώπη είναι ότι η βασική γεωπολιτική σταθερά παραμένει ακλόνητη και η Ρωσία εξακολουθεί να κατέχει την ασθενέστερη θέση. Ωστόσο η σχετική ισχύς της έχει αυξηθεί με την ανάδειξη των αποκλινόντων συμφερόντων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η κρίση στην Ε.Ε. θα καθορίσει την ευρύτερη πολιτική κατάσταση. H συζήτηση θα κινηθεί από τα χρέη και την αποπληρωμή τους στη δημιουργία μιας βιώσιμης Ε.Ε. στην οποία η Γερμανία δεν μπορεί να αντλεί μόνο τα οφέλη από τις εξαγωγές, αλλά θα πρέπει να αποδεχθεί όρια για την ευημερία της σε σχέση με τους εταίρους της. Αυτό οι ΗΠΑ δεν το παραγνωρίζουν. Και εκεί εστιάζουν την αντίθεσή τους στις γερμανικές πολιτικές με συνεχείς παρεμβάσεις στο Βερολίνο να αλλάξει την πολιτική του και να ακολουθήσει τη δική τους που ήταν το QE (quantitative easing = ποσοτική χαλάρωση).

*Ο Μιχάλης Έρνεστ είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών

Φωτό/Καϊάφας, Πελοπόννησος/Νίκος Καρτάλιας