Τετάρτη, 27 Σεπτεμβρίου, 2023 - 02:09

Μαρία Φαραντούρη: Η ορθοδοξία είναι μέρος της παράδοσης μας

Γυναίκα – Θρύλος; Μάλλον ναι, εάν σκεφτείς ό,τι η καλλιτεχνική της παρουσία σφράγισε μια ολόκληρη εποχή. Από τις φωνές εκείνες, ανάμεσα στις ελάχιστες άλλες, που με το τραγούδι τους σημάδεψαν την μεταπολιτευτική Ελλάδα. Φωνή όχι μιας περιόδου ή μιας συγκυρίας, αλλά ανθεκτική και λαμπερή ίσαμε το σήμερα -σαν το φεγγάρι που φωτίζει τα αιώνια.

Η Μαρία Φαραντούρη, ωστόσο, πέραν της πετυχημένης καλλιτεχνικής της πορείας, κατόρθωσε να κερδίσει όλα αυτά τα χρόνια κάτι πολύ σπάνιο στις εποχές μας –που την ανυψώνει και πιο πάνω κι από την τέχνη της, ίσως σε «θεϊκές» διαστάσεις. Ποιο είναι αυτό; Κάτι το  πολύ απλό, το πολύ δύσκολο για τις πλειονότητες του παντός καιρού: Πέτυχε να είναι άνθρωπος!

Όποιος την γνωρίσει από κοντά πολύ εύκολα θα καταλάβει ότι έχει απέναντί του έναν ακέραιο, απλό και καλοσυνάτο χαρακτήρα. Έναν άνθρωπο που αν και πέρασε από πάνω του η ζωή, δεν την άφησε να τον ισοπεδώσει. Που παρέμεινε, κατά τον Ελύτη, «ανέγγιχτος από τις αναπνοές των ανθρώπων». Έναν άνθρωπο που αντικρύζει με χαμογελαστή γαλήνη τη ζωή και τον θάνατο.  Και θα διακρίνει ένα ακόμη προτέρημά της: να θρυμματίζει το μεγάλο της μέγεθος σε μικρά – μικρά ταπεινά κομματάκια και να τα μοιράζεται στα ίσα με τον συνομιλητή της.

Δεν χρειάζεται να ειπωθούν περισσότερα. Ο αψεγάδιαστος συλλογισμός της σαν το κελάρυσμα του νερού, τα λέει όλα. Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί αναγνώστες, η Μαρία Φαραντούρη στην Boulevard.

-Να ξεκινήσουμε, εάν μου επιτρέπετε, από το μείζον γεγονός των ημερών, τον πόλεμο στην Ουκρανία. Είστε από τους λίγους ανθρώπους που μέσα από την τέχνη σας έχετε επιδείξει τρομερές ευαισθησίες για τις ανθρώπινες αξίες, τα δημοκρατικά δικαιώματα, για τους πολιτικά διωκόμενους και για την ειρήνη των λαών. Τι λέτε, λοιπόν, για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία –που έχει αποφέρει χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, εκατομμύρια πρόσφυγες και ισοπεδωμένες πόλεις;

Ήμουν και είμαι πάντα υπέρ της Ειρήνης και υπέρ των λαών. Πάντα κατά των πολέμων, δεν δικαιολογώ καμιά πολεμική επίθεση ή εισβολή μιας χώρας εναντίον μιας άλλης. Από την εποχή του Βιετνάμ μέχρι την εισβολή στη Κύπρο κι όπου αλλού μέχρι τις μέρες μας. Υπάρχει ο διάλογος κι η διπλωματία. Η βία κι η δύναμη δια των όπλων ήταν κι είναι εγκληματική κι απάνθρωπη όσες δικαιολογίες κι αν προβάλλονται. Γι’ αυτό και σήμερα είμαι εναντίον της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ένας πόλεμος φέρνει πάντα καταστροφές, χιλιάδες θύματα και προσφυγές, ανοίγει πληγές που δεν επουλώνονται. Η θέση μου σαν καλλιτέχνης είναι πάντα αλληλέγγυα με τους λαούς και τα θύματα κι εναντίον των εξουσιών που παίζουν τα παιχνίδια τους στην πλάτη των αθώων.  Δεν χωράνε εκπτώσεις σε αυτά.

-Τελικά, οι πόλεμοι είναι που αλλάζουν τον κόσμο και τις ζωές των ανθρώπων –προς το χειρότερο; Η τέχνη δεν έχει κανέναν ρόλο; Είναι τελείως ανήμπορη ή, εν πάση περιπτώσει, οι δυνάμεις της είναι λίγες και δεν επαρκούν για να αλλάξουν τον κόσμο –προς το καλύτερο;

Η τέχνη και το τραγούδι δεν σταματά πολέμους, μακάρι να μπορούσε, ευαισθητοποιεί τους ανθρώπους τους κάνει καλύτερους. Η κάθε τέχνη και η μουσική, το τραγούδι είναι η φωτεινή πλευρά του ανθρώπου. Είναι κατά της βίας, κατά του ρατσισμού, υπέρ της ισότιμης συνύπαρξης, ξυπνά το συναίσθημα και τη λογική, μιλά για ένα κόσμο πιο ανθρώπινο. Η αληθινή τέχνη δεν έχει σύνορα, έχει κοινή γλώσσα, κοινές αξίες για όλους, μας κάνει να θυμόμαστε κι όχι να ξεχνάμε τις ανθρώπινες αξίες. Είναι παρηγοριά κι έμπνευση για τη ζωή μας.

-Κι όμως εσείς, με λίγους ακόμη ομότεχνους σας στο χώρο της μουσικής, στα δύσκολα χρόνια, στα χρόνια της δικτατορίας, είτε στο εξωτερικό είτε στο εσωτερικό, ενώσατε τον λαό σ’ ένα μέτωπο εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών –κι αυτό συνέβαλε τα μέγιστα ώστε να απαξιωθεί στη κοινή γνώμη και τελικά, μετά και από δικά του εγκληματικά λάθη, να πέσει.

Τότε γυρίσαμε όλο τον κόσμο δείχνοντας όσο μπορούσαμε ότι υπάρχει μια άλλη Ελλάδα που αγαπάει την τέχνη, τη δημιουργία, αγαπάει την ελευθερία, τη Δημοκρατία, δεν ήταν η Ελλάδα της δικτατορίας, των βασανιστηρίων και των φυλακών κι η φωνή μας, είναι αλήθεια, σιγά σιγά ακουγόταν όλο και περισσότερο και δημιούργησε ένα μεγάλο κύμα συμπαράστασης και καταδίκης της Δικτατορίας.

Πρέπει να πω όμως ότι αυτό συνέβη γιατί προβάλαμε το τραγούδι μας που αναγνωρίστηκε ως ένα τραγούδι  μουσικά ποιοτικό με εξαίρετη σύγχρονη ποίηση, ο Θεοδωράκης ήταν ξεχωριστός, δεν υπήρχε σε καμιά άλλη χώρα ανάλογο φαινόμενο, δηλαδή κάποιος που να είναι ταυτόχρονα αγωνιστής ο ίδιος και ξεχωριστός συνθέτης με ένα πρωτότυπο ελληνικό έργο που έκανε εντύπωση κι αγαπήθηκε από τους ξένους, από την Ευρώπη μέχρι τη Λατινική Αμερική έως τη μακρινή Αυστραλία και τις ΗΠΑ.

-Πείτε μου για τα δύσκολα χρόνια της αυτοεξορίας σας στο Παρίσι, σε νεαρότατη ηλικία, νομίζω μόλις 20 ετών.

Οφείλω πολλά στη Γαλλία. Το 1967 σε ηλικία 20 ετών βρέθηκα στο Παρίσι πολιτικός πρόσφυγας λόγω της χούντας. Ένιωσα αμέσως την ζεστή αγκαλιά της Ελευθέριας και της Δημοκρατίας καθώς και τη διευκόλυνση που παρείχαν οι αρχές ώστε η ορχήστρα να μπορέσει να ανασυνταχτεί και να κάνει συναυλίες σε όλη τη Γαλλία μεταφέροντας το μήνυμα της αντίστασης κατά της χούντας. Η τύχη το έφερε να γνωρίσω τον Francois Mitterrand που ερχόταν στις συναυλίες μας  ήταν βουλευτής και  δήμαρχος της Satu-Sinon. Θυμάμαι που με κάλεσε στην πόλη του μαζί με τη Δαλιδά σε μια επετειακή συναυλία. Έγινε φίλος και θαυμαστής των τραγουδιών του Μίκη και της φωνής μου. Ο Mitterrand δεν ξέχασε ποτέ αυτές τις στιγμές και μετα από χρόνια πρόεδρος πλέον της Γαλλικής Δημοκρατίας με καλούσε επανειλημμένως στις εκδηλώσεις για την τέχνη και τη Δημοκρατία στο Μέγαρο των Ηλυσίων. Η απλότητα κι η μεγαλοσύνη του, η αγάπη του για την Ελλάδα και τις τέχνες μου μένει αξέχαστη. Ταυτόχρονα όλα αυτά τα χρόνια μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω πολλούς Γάλλους διανοουμένους και καλλιτέχνες, αλλά και προσωπικότητες πολιτικών προσφύγων από Ισπανία, Πορτογαλία, που ζούσαν και δημιουργούσαν στο Παρίσι εξόριστοι. Έδωσα συναυλίες μόνη μου μετα και με το Μίκη στα μεγαλύτερα θέατρα του Παρισιού, στο Olympia, Salle Pleyel, Mutualite,Chatelet, συμμετείχα σε συναυλίες σε πολλές εκδηλώσεις όπως στα 90 χρόνια του Πικάσο και γνώρισα όλη τη Γαλλία. Βεβαίως συναντιόμουν με τη Μελίνα, τον Βασιλικό, τον Τίτο Πατρίκιο, τον Δημήτρη Μαυρίκιο.

Μια μέρα το Δεκέμβρη του ’67 μας κάλεσαν στη Ρώμη και τραγουδήσαμε στο γνωστό θέατρο ‘’Sistina’’, ήταν μια κανονική συναυλία, έγραψαν κι οι εφημερίδες. Εκεί γνώρισα και τον Τηλέμαχο που ήταν φοιτητής στη Φλωρεντία και μας κάλεσε να πάμε την Άνοιξη εκεί. Τραγουδήσαμε στη μεγάλη αίθουσα του Palazzo Vecchio υπό την αιγίδα του δημάρχου προς τιμή της Δημοκρατίας που γεννήθηκε στην Ελλάδα, ήταν κατάμεστο κι είχε πολύ επιτυχία. Ο Τηλέμαχος μας κάλεσε το καλοκαίρι που είχε οργανώσει αρκετές συναυλίες σε όλη την Τοσκάνη. Το 1968 στη Στοκχόλμη με κάλεσε ο Ουλοφ Παλμε και τραγούδησα το ‘’Γελαστό παιδί’’ στο Κοινοβούλιο προς τιμή της Δημοκρατικής Ελλάδας, στη Γερμάνια με τους πολλούς Έλληνες και τους Γερμανούς που μένουν πιστοί μέχρι σήμερα στα τραγούδια μας, μετα  στην Αγγλία όπου έγιναν μεγάλες συναυλίες στο Λονδίνο με τη συμμετοχή και Άγγλων μεγάλων ηθοποιών που διάβαζαν από σκηνής αποσπάσματα από αρχαίες τραγωδίες, ήταν η Βανεσσα Ρεγκραιηβ, ο Τζον Γκιλγουντ, ο Άλλαν Μπειτς, σκηνοθέτησε την παράσταση ο Μινως Βολανάκης. Τότε γνώρισα και τους Μπητλς , στο στούντιο τους. Εν τω μεταξύ ο Μίκης κρυφά μου έστειλε από τη Ζατουνα που ήταν εξόριστος με έναν Άγγλο δημοσιογράφο την ‘‘Κατάσταση Πολιορκίας’’ που έγραψε στις φυλακές Αβέρωφ την οποία ενορχήστρωσε ο Μαρκόπουλος που ήταν τότε εκεί και την παρουσιάσαμε στο Αλμπερτ Χολ. Τα χρήματα τα στέλναμε στην Ελλάδα στις οικογένειες των φυλακισμένων. Μετά έκανα περιοδεία με τη Μελίνα Μερκούρη με επιτυχία, ήταν πολύ γνωστή η Μελίνα κι αγωνίστρια. Αρχίσαν να βγαίνουν και κάποιοι δίσκοι πχ ένας που αγαπώ πολύ με τον περίφημο κλασσικό κιθαρίστα Τζων Γουίλιαμς με Επιτάφιο και Λόρκα, ώσπου το 1970 ήρθε κι ο Μίκης και γυρίσαμε όλο τον κόσμο με μια βαλίτσα στο χέρι μέχρι το ’74 που έπεσε η Δικτατορία.

-Γίνατε τότε σύμβολο αντίστασης. Ο δημοκρατικός κόσμος είχε κάπου ν’ ακουμπήσει. Από εσάς, την Μερκούρη, τον Παναγούλη, την Φλέμινγκ κ.ά. Από κάπου ήλπιζε. Ονειρευόταν. Κι αν η μεταπολίτευση σφραγίστηκε πολιτικά από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου, καλλιτεχνικά στο χώρο του τραγουδιού σημαδεύτηκε από την δική σας φωνή και μερικών άλλων, όπως για παράδειγμα του Ξυλούρη, του Νταλάρα, του Καλογιάννη –και φυσικά μέσω του Θεοδωράκη, Μαρκόπουλου και λίγων ακόμη άλλων. Σήμερα, με όλα αυτά που έχουν συμβεί και που συμβαίνουν (χρεοκοπίες, μνημόνια, πανδημία, ακρίβεια, πόλεμοι), με την μόνη βεβαιότητα στις μέρες μας την αβεβαιότητα, από πού μπορεί να στηριχτεί ο κόσμος; Ποια είναι τα «σύμβολα» του λαού στις δημοκρατίες; Οι πολιτικοί, τα κόμματα, οι καλλιτέχνες, το σχολείο, η οικογένεια, η εκκλησία, οι δημοσιογράφοι, οι συγγραφείς, οι ποιητές, η τηλεόραση, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ίντερνετ, οι ενιαίες αγορές, οι smart συσκευές; Μήπως όλα αυτά βρίσκονται είτε σε παρακμή είτε σε τοξική υπερδοσολογία –κατ’ επέκταση και οι δημοκρατίες να βρίσκονται σε κρίση;

Έχω μάθει ότι η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας που δεν τελειώνει ποτέ, μέσα εκεί βρίσκονται οι ωραίες στιγμές και οι δύσκολες, μπορεί να προχωράει η τεχνολογία, οι επιστήμες, αλλά συνοδεύονται από οικονομικές ανισότητες, διεύρυνση της φτώχιας, ανεργία, δύσκολες προοπτικές των νέων που ξενιτεύονται. Ο άνθρωπος πάντα πρέπει να παλεύει για τη ζωή του. Η μια οικονομική κρίση φέρνει μια άλλη; Γιατί αλήθεια; Μας λένε ότι φταίνε οι κοινωνίες που ξοδεύουν πολλά! Αλήθεια; Δεν μας λένε όμως ότι 100 μεγιστάνες έχουν πάνω από το μισό του πλούτου της γης. Τώρα ήρθε κι ο πόλεμος και κανείς δε μας λέει πως θα τελειώσει  και γιατί τον αφήσανε να γίνει. Οι απλοί άνθρωποι πληρώνουν πάντα κι η νεολαία δεν έχει δυστυχώς σωστά παραδείγματα. Δεν θέλω να γκρινιάζω κι είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, αλλά αυτός ο ανταγωνισμός δύναμης κι η πλεονεξία με τρομάζει, δείτε τους πρόσφυγες που φεύγουν από τις πατρίδες τους για να μπορέσουν να ζήσουν, γιατί να συμβαίνει αυτό; Ποιος θα μας το εξηγήσει; Κι εμείς τα βάζουμε με τους πρόσφυγες κι όχι με αυτούς που τους δημιουργούν. Η πλήρης σύγχυση.

Η Μαρία Φαραντούρη με τον Στέφανο/ Φωτογραφία Ν. Τυπάλδου

Πιστεύω ότι ο καθένας μας πρέπει να πιστεύει στον εαυτό του και να κινείται θετικά. Ο καθένας να ναι ο καλύτερος εαυτός του, ώστε να συμβάλει κι αυτός στο σύνολο, να προσθέτει κάτι, αν περιμένουμε παθητικά, αν είμαστε αρνητικοί δεν θα ’ρθει ποτέ κανένας σωτήρας να μας σώσει και τα φωτεινά μυαλά θα τα βάλλουν στο περιθώριο κι αυτά. Πάντα φοβάμαι τη μεγάλη μετριότητα, είναι η πιο επικίνδυνη γιατί δεν το ξέρει. Αυτά τα λέω προς τους νέους γιατί πιστεύω σε αυτούς, αυτοί πρέπει να μας απασχολούν σήμερα σε όλους τους τομείς και στη μουσική. Υπάρχουν πολύ καλοί και εξαιρετικά ταλέντα, οφείλουμε να είμαστε δίπλα τους.

-Μήπως παρήλθε ανεπιστρεπτί η περίοδος του ρομαντισμού; Μήπως ο κόσμος συνειδητοποίησε ότι με επαναστάσεις και κινήματα κυνηγούσε χίμαιρες και έγινε πιο «ορθολογιστής»; Ότι το σύστημα έτσι κι αλλιώς θα παραμείνει σύστημα, ανεξαρτήτου ταμπέλας και χρώματος; Εν τέλει μήπως το ζητούμενο πρέπει να είναι άλλο, ότι αφού δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα τουλάχιστον να αγωνιστώ να μην με αλλάξει αυτό; Να μπορούμε να παραμείνουμε άνθρωποι με τρυφερότητα; Μην χάσουμε στο τέλος και την ψυχή μας. Δεν είναι λίγο πράγμα αυτό. Συμφωνείτε;   

Συμφωνώ σε μεγάλο βαθμό, όμως η ουτοπία, το όραμα πάντα θα υπάρχει είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη φύση, γι’ αυτό υπάρχουν τα γράμματα και οι τέχνες άλλωστε και το τραγούδι και η μουσική, γιατί θρέφουν το όνειρο μας, μας καλούν να ζήσουμε μια καλύτερη ζωή. Αυτό δε σημαίνει αφέλεια και ρομαντισμός, σημαίνει ακριβώς αυτό που λες, να παραμείνουμε άνθρωποι με ευθύνη, τρυφερότητα κι αισθήματα. Αλλιώς θα είμαστε χύμα κι ούτε βέβαια ορθολογιστές.

-Πάμε λίγο στη Ν. Ιωνία, στα δύσκολα παιδικά σας χρόνια. Στα πρώτα μουσικά σας βήματα. Παιδί ταλέντο; Με φωνή «δώρο των θεών του Ολύμπου», όπως έγραψε ο Guardian; Ο Θεοδωράκης μόλις σας άκουσε είπε « εσύ γεννήθηκες για να τραγουδάς τα   τραγούδια μου». Μιλήστε μου για εκείνη την εποχή, που μόλις –κατά παράφραση του Λειβαδίτη -αρχίσατε να παίρνετε τους δρόμους τ’ ουρανού και να κυνηγάτε τα σύννεφα.

Είναι περίεργο, αλλά ένιωθα μια σιγουριά για τον εαυτό μου, ότι θα γινώ τραγουδίστρια. Κι αυτό μέσα σε μια δύσκολη παιδική ηλικία με περιπέτειες υγείας πολύ σοβαρές. Δεν σκεφτόμουνα αρνητικά, τραγουδούσα μόνη μου, ότι άκουα στο ραδιόφωνο. Γι’ αυτό κι όταν μαθήτρια Γυμνασίου πήγα στο Σύλλογο Ελληνικής Μουσικής ο Λοίζος που είδα εκεί, κάθισε στο πιάνο και μου λέει πες ποιο τραγούδι ξέρεις να σε ακούσουμε, του λέω ξέρω ένα ισπανικό, τα έχασε, μάθε τον ‘’Καημό’’ του Θεοδωράκη κι έλα αύριο. Έτσι άρχισαν όλα, μετα στη συναυλία του ΣΦΕΜ με άκουσε ο Μίκης κι είχαμε το γνωστό διάλογο. Η εποχή ήταν φορτισμένη θετικά. Έπαιζα με τα παιδιά στη γειτονιά και ξέραμε το σπίτι του Καζαντζίδη και πιο κάτω της Γιώτα Λύδια που μου άρεσε να την ακούω. Στο ΣΦΕΜ γνώρισα εκτός από τον Λοίζο, τον Λεοντή, τον Μαυρουδή, μετά ήρθε κι ο Σαββόπουλος από τη Θεσσαλονίκη. Το έσκαγα από το σχολείο, το 8ο Γυμνάσιο στην Πατησίων και πήγαινα για πρόβα στο ΣΦΕΜ στην οδό Σόλωνος. Μια μέρα με τιμώρησε ο καθηγητής των μαθηματικών γιατί το έσκασα από το μάθημα. Μετά από πολλά χρόνια όταν γύρισα μετά τη δικτατορία σε μια συναυλία ήρθε ένας γέρος να με βρει και πολύ συγκινημένος μου είπε ‘’Είμαι ο καθηγητής σου που σε τιμώρησε κι ήρθα να σου ζητήσω συγνώμη’’. Ανθρώπινες ιστορίες. Κάναμε συναυλίες στις γειτονιές με μια κιθάρα. Άλλες εποχές πιο ανθρώπινες και πιο αθώες.

-Και από την Νέα Ιωνία στα μεγαλύτερα στάδια και σκηνές, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, με χιλιάδες κόσμου να σας αποθεώνει. Πείτε μου δύο λόγια για αυτές τις αλησμόνητες (ίσως και ανεπανάληπτες) συναυλίες, από το στάδιο Καραϊσκάκη του Φαλήρου μέχρι την Σοβιετική Ένωση και την Κούβα.

Σε κάθε χώρα κάναμε πολύ μεγάλες συναυλίες, απορούσα πάντα με τον ενθουσιασμό του κοινού ενώ δεν γνώριζε τη γλώσσα. Στη Κούβα έγινε στη κεντρική πλατεία της Αβάνας μπροστά στον καθεδρικό ναό και στην αρχή του Καντο Χενεραλ ήρθε ο Φιντέλ Κάστρο, έμεινε μέχρι το τέλος και το βράδυ μας επισκέφτηκε στον κήπο του σπιτιού που μέναμε κι κάθισε  μέχρι το πρωί συζητώντας με κέφι. Είχε μια έντονη προσωπικότητα που σε συνέπαιρνε, λαϊκός ηγέτης άλλης εποχής, αλλά γνήσιος όχι imitation, πραγματικός επαναστάτης, ίσως ο τελευταίος του καιρού μας.

Στην Κούβα μας έκανε εντύπωση ποσό πασίγνωστο ήταν το τραγούδι ‘‘Αν θυμηθείς το όνειρο μου’’ του Μίκη, το είχαν μεταφράσει κι είχε μεγάλη επιτυχία, μας το ζητούσαν παντού.

-Έχω μια απορία, μεταξύ αστείου και σοβαρού. Ποιος γέννησε ποιον; Εσείς γεννηθήκατε για τον Θεοδωράκη ή ο Θεοδωράκης γεννήθηκε για εσάς; Πιστεύω, πως εάν ο Θεοδωράκης ανέδειξε τους μεγάλους μας ποιητές, εσείς με την ιδιαίτερη φωνή σας αναδείξατε το συνθετικό του έργο. Για να γίνω πιο μετριόφρων, να προσθέσω στο «κάδρο» και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Ο Μίκης ήξερε πολύ καλά τι φωνή ήθελε για τα τραγούδια του και την βρήκε στο Μπιθικώτση και σε μένα. Τα περισσότερα έργα του τα έγραφε πάνω στη φωνή μας. Κι ο Χατζιδάκις από την αρχή με ήθελε αλλά απέφευγε διακριτικά να το ζητά από τον φίλο του τον Μίκη, φοβόταν μη δημιουργήσει πρόβλημα. Όταν ξεκίνησα στα 17 μου τραγούδησα ένα άγνωστο τραγούδι του από τον ‘‘Καπετάν Μιχάλη’’  για να μη παρεξηγηθεί όμως δεν το έβαλε στο δίσκο, είναι ανέκδοτο και πολύ ωραίο. Εγώ τους έλεγα ότι είναι πατέρες μου κι οι δυο, ο ένας άνοιγε ορθάνοιχτο το παράθυρο κι ο άλλος κατέβαζε  τις γρίλιες για ημίφως.

-Πέραν από το φωνητικό και μουσικό ταλέντο σας, νομίζω πως είστε και τυχερή. Βρεθήκατε να ζείτε σε μια μακρά εποχή πνευματικής έγερσης της Ελλάδας, που ξεκίνησε με την γενιά του ’30 καικατέληξε κάπου στη δεκαετία του ’70. Αυτό το χρονικά εύφορο πνευματικά πεδίο, νομίζω, σας βοήθησε να καλλιεργήσετε τις δεξιότητες σας. Τι λέτε;

Χωρίς καμιά αμφιβολία νιώθω τυχερή που έζησα καλλιτεχνικά μια τόσο δημιουργική εποχή. Πράγματι υπήρχε μεγάλη ανάταση, πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία που διαπότισε όλους μας, όλοι έχουμε μέσα μας επομένως και στη διαμόρφωση μας μουσικές και τραγούδια του Μίκη, του Μάνου και των άλλων αργότερα, του Ξαρχάκου, του Σαββόπουλου, του Λοίζου, όλοι έχουμε μέσα μας κομμάτια ποίησης των Σεφέρη, Ρίτσου, Ελύτη, κι όλων των άλλων σπουδαίων ποιητών μας του Γκάτσου, του Λειβαδίτη, του Αναγνωστάκη .

-Είναι «καλλιεργήσιμη» η σημερινή εποχή; Αναπτύσσει διαχρονικές αξίες, «νέα θεμέλια» για τα επόμενα εκατό χρόνια; Μπορεί από το σημερινό περιβάλλον να ξεπηδήσει για παράδειγμα ένας νέος Θεοδωράκης, ένας Μαρκόπουλος, ένας Χατζιδάκις, ένας Ξαρχάκος, ένας Λοίζος; Να ξεπροβάλουν άνθρωποι «μακράς διαδρομής», τολμώ να πω «αθάνατοι», όπως οι προηγούμενοι που σας ανέφερα, ή,  απλώς παράγονται απαστράπτοντες «καρποί θερμοκηπίου» -δημιουργίες της μιας σεζόν;

Πιστεύω ότι σήμερα με την ανάπτυξη της τεχνικής, του ιντερνέτ, τα πράγματα τρέχουν πολύ γρήγορα και δεν κατασταλάζουν, καταναλώνονται. Αλλάζουν ταχύτατα κι ο καθένας συνηθίζει σε αυτό κυρίως οι νέοι. Το τραγούδι του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι απαιτεί χρόνο, διάθεση να το ακούσεις στη συναυλία, να το ξανακούσεις μόνος σου, να το βρεις και να σε βρει, να νιώσεις συγκίνηση και να επιδράσει μέσα σου με τη μελωδία, τον στίχο του, δεν είναι πέρασμα αλλά εγκατάσταση στον ψυχισμό σου. Φοβάμαι ότι η ταχύτητα δεν σου προσφέρει ούτε απόλαυση, ούτε γνώση, ούτε βάθος αλλά πασάλειμμα και άγχος. Μακάρι να κάνω λάθος αλλά όλα τείνουν ώστε νέοι δημιουργοί να είναι περαστικοί κι όχι μόνιμοι.

-Έχετε πει σε παλαιότερη συνέντευξή σας ότι, η πολιτική είναι γόνιμη αλλά όχι για έναν καλλιτέχνη. Ό,τι ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να είναι στρατευμένος κομματικά. Όμως υπήρξατε βουλευτής του ΠΑΣΟΚ. Δεν παραμείνατε βέβαια επί πολύ, αποχωρήσατε –ίσως απογοητευμένη από την πολιτική;

Δεν έμπλεκα την πολιτική με την τέχνη. Θέλω να πω ότι σεβόμουνα την τέχνη αυτή καθαυτή, την υπηρετούσα, κι ας ήταν η αφορμή σε κάποιες ιστορικές στιγμές για διαμαρτυρία. Καλώς ήταν. Τα τραγούδια του Μίκη, τουλάχιστον αυτά που τον κατέστησαν μεγάλο συνθέτη, ζουν πέρα του χρόνου τους, είναι διαχρονικά και το ‘‘Μαουτχαουζεν’’ και το ‘‘Άξιον Εστί’’ και το ‘’Καντο Χενεραλ’’ και τόσα αλλά. Η αφορμή που δημιουργήθηκαν ήταν αγνή, γνήσια, μεγάλης έμπνευσης, γι’ αυτό κι η ποιότητα τους υψηλή που νικά το χρόνο. Ναι, πράγματι, είμαστε όλοι άνθρωποι του καιρού μας, παίρνουμε θέση για ότι συμβαίνει, κι εγώ κι εσείς, κάτι ήθελα να πω όταν έγινα βουλευτής, το 1989 με αυτά που συν έβαιναν τότε, το είπα με τη στάση μου και γύρισα γρήγορα στην τέχνη μου στην οποία ανήκω για όλη μου τη ζωή.

-Ο Μίκης ήταν στρατευμένος;

Ο Μίκης συνέδεσε τη ζωή του από τα εφηβικά του χρόνια με τους δημοκρατικούς αγώνες και πλήρωσε γι’ αυτό με εξορίες φυλακίσεις, βασανιστήρια. Το ήξεραν όλοι στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ως μεγάλος καλλιτέχνης συνέδεσε το έργο του και την έμπνευση του με τους αγώνες αυτούς  και την αγάπη του για την Ελλάδα. Αποτελεί παγκοσμίως μοναδική περίπτωση αγωνιστή και μεγάλου μουσουργού.

-Η σχέση σας με την θρησκεία / ορθοδοξία ποια είναι;

Είμαι υπέρ της παράδοσης κι εμπνέομαι από αυτήν κι η ορθοδοξία είναι μέρος της παράδοσης μας, αν αποκόψεις το κομμάτι αυτό δεν υπάρχει ή αλλοιώνεται και το υπόλοιπο όλο.

-Τι σας ενοχλεί στη σημερινή Ελλάδα;

 Η σύγχυση που επικρατεί, η ελαφρότητα, η έλλειψη σκοπού, παραδείγματος και προσωπικής ευθύνης, η γενικότερη τάση για ισοπέδωση των πάντων. Όλα αυτά με ενοχλούν, κάτι χειρότερο, με θλίβουν.

-Τι σας χαροποιεί στην Ελλάδα;

Ότι παρόλα τα αρνητικά υπάρχει μια ραχοκοκαλιά σοβαρών ανθρώπων και νέων με ανοιχτά μυαλά που μέσα στις δυσκολίες είναι δημιουργικοί κι εξωστρεφείς στο σύγχρονο κόσμο, με ελεύθερη σκέψη και χωρίς κόμπλεξ. Ελπίζω και πιστεύω ότι αυτοί θα γίνονται όλο και περισσότεροι ώστε η χώρα να πάει μπροστά

-Όταν αναπολείτε τα παλιά, μελαγχολείτε; Σας στεναχωρά που μεγαλώσατε;

Όχι, δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τη φύση μας. Σκέφτομαι τα περασμένα αλλά δε μένω καθόλου σε αυτά, με ενδιαφέρει το σήμερα και το μέλλον, όσο θα ζω. Δεν έχω πάψει να εξασκούμαι μουσικά, φωνητικά κάθε μέρα, να ενδιαφέρομαι για ότι καινούργιο συμβαίνει στο χώρο, να ανακαλύπτω μουσικές και τραγούδια που δεν είχα προσέξει. Θέλω να είμαι ζωντανή και δημιουργική όσο μπορώ κι όσο ζω και ήρεμη όταν φύγω.

-Τι μάθατε από την ζωή;

Να ζω, να δουλεύω, να δημιουργώ, να έχω πέρα από την οικογένεια μου αγαπημένους φίλους, να είμαι θετική κι αλληλεγγυη με τους αδύνατους κι όσους προσπαθούν κι αγωνίζονται.

-Τι θα συμβουλεύατε ένα παιδί, να διαβάζει βιβλία ή να μάθει καλό κομπιούτερ; Να βάλει στο παρόν του και κάτι λίγο από το παρελθόν –ας πούμε με Παπαδιαμάντη, Καζαντζάκη, Ελύτη, Σεφέρη, Ρίτσο- ή να κοιτάξει το μέλλον του με τις ταχύτητες και τις ασύλληπτες δυνατότητες της πληροφορικής;

Να έχει στόχο στη ζωή του και σταθερές αξίες που να ακολουθεί. Να μη ξεχνά ότι έχει μια πατρίδα πολύ πλούσια σε πνευματική ιστορία και παράδοση. Να τη μαθαίνει συνεχώς και σε βάθος, αυτή είναι η βάση του για να γνωρίσει όλο τον κόσμο και να είναι ένας σύγχρονος και θετικός άνθρωπος.

-Τι είναι για εσάς η έννοια Πατρίδα; Τι είναι η Ελλάδα;

 Η ταυτότητα μου, η βάση κάθε έμπνευσης μου. Τραγουδάω πάντα ελληνικά σε όλο τον κόσμο κι όταν συνεργάστηκα με ξένους μεγάλους καλλιτέχνες όπως ο Charles Lloyd ένα μέρος της συναυλίας και του CD Concert in Athens με ελληνικά τραγούδια ήταν, εννοείται σε τζαζ απόδοση. Η Ελλάδα έχει μεγάλη και θετική αποδοχή στον κόσμο, αρκεί να την υποστηρίζουμε όλοι μας όπως πρέπει. 

Σας ευχαριστώ θερμά από καρδιάς για την ωραία αυτή συζήτηση που είχαμε.            

Φωτογραφίες: Γιάννης Μάνος