Δημοκρατία α λα καρτ

Ο «αντιφασισμός» ήταν και είναι για την δογματική Αριστερά ένα πάρα πολύ καλό και γρήγορο όχημα για να την πάει στις δημοκρατικές κοινωνίες, και μια φαντεζί μαρκίζα στη πρόσοψη του ΚΚΕ για να περάσει το ίδιο από τον χώρο της ήττας (ιστορικής, πολιτικής, κοινωνικής, στρατιωτικής) στη θέση του νικητή.
Η Δημοκρατία, κι αυτή την φορά, με όπλα τους θεσμούς και τον νόμο, νίκησε. Κατανίκησε τον νεοναζισμό της «Χρυσής Αυγής», χαρακτηρίζοντας το συγκεκριμένο μόρφωμα ως εγκληματική οργάνωση και καταδικάζοντας τους πρωτεργάτες της για τις δολοφονικές τους πράξεις. Πριν από την Δικαιοσύνη είχε προηγηθεί μία άλλη καταδίκη, εξίσου ηχηρή και λαμπρή, αυτή του ελληνικού λαού –ο οποίος με την ψήφο του έθεσε στο περιθώριο και εκτός Βουλής το νεοναζιστικό σχηματισμό.
Αυτή είναι η μία πλευρά του φεγγαριού, η πιο φωτεινή -που στη λάμψη του σκόρπισε χαμόγελα ανακουφίσεως στη κοινή γνώμη, και, βεβαίως, το αίσθημα της δικαιώσεως σε μια χαροκαμένη μάνα, την κυρία Μάγδα Φύσσα. Η τελευταία, μετά την απόφαση του Δικαστηρίου, δικαίως φώναξε «Γιε μου τα κατάφερες». Ο κάθε άνθρωπος, που η ζωή τον πότισε με φαρμάκι και άδικο θάνατο –πόσο μάλλον όταν στερήθηκε το παιδί του από φονικό μαχαίρι στα χέρια μισαλλόδοξων υπανθρώπων- έχει το δικαίωμα να εξωτερικεύσει την οργή ή την λύτρωση του με όποιον τρόπο νομίζει πως τον εκφράζει καλύτερα –κάνοντας ακόμη τα πικρά δάκρυα και τα συναισθήματά του υψωμένη γροθιά, διαδήλωση, πορεία. Δεν υπάρχει πιο χειρότερη και τραγική στιγμή για μία μάνα, να της χτυπούν την πόρτα την νύχτα και να της αναγγέλλουν την απρόκλητη δολοφονία του παιδιού της –και την επομένη να το συνοδεύει σε φέρετρο στο νεκροταφείο. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν κλείνει απλώς ένα σπίτι, σβήνει μια ολόκληρη ζωή και μια ολόκληρη οικογένεια αργοπεθαίνει βασανιστικά στον πόνο μέχρι το φυσικό της τέλος. Για αυτές τις οικογένειες, για αυτές τις μανάδες, η ζωή είναι καταραμένη, είναι κατεστραμμένηˑ δεν είναι λίγες οι φορές που αναφωνούν «Θεέ μου καλύτερα να μην είχα γεννηθεί για να ζήσω τέτοιες στιγμές». Σας τα λέω όλα αυτά μετά λόγου γνώσεως και εμπειρίας. Σχεδόν επί τρεις δεκαετίες, σε ημερήσιες εφημερίδες, ραδιόφωνο και τηλεόραση, κάλυπτα το αστυνομικό ρεπορτάζ και αντιλαμβάνεστε ότι τα μάτια μου είδαν πολλά και βίωσα πολύ περισσότερα –που ποτέ δεν έσβησαν από το μυαλό μου. Θες δε θες, όσο επαγγελματίας κι αν είσαι, όσο ψυχρά κι αν κάνεις την δουλειά σου, όσο κι αν σε ενδιαφέρει να βγάλεις μόνο τον μισθό σου, είναι στιγμές που θα βουρκώσεις και σύ μπροστά στους σπαραγμούς μιας μάνας που κηδεύει το παιδί της, που θα θυμώσεις και σύ μπροστά στο ξέσπασμα ενός πατέρα που πληροφορείται την δολοφονία του γιού του, που θα αισθανθείς αδύναμος μπροστά στα απορημένα μάτια ενός παιδιού που ακόμη δεν έχει καταλάβει τι κακό έχει βρει τον αγαπημένο του αδελφό και είναι φορές που θα απαιτήσεις κι εσύ την ώρα της ετυμηγορίας να αποδοθεί δικαιοσύνη…
Ανθρώπινα όλα αυτά. Κι ακόμα πιο ανθρώπινα τα όσα διαδραματίστηκαν στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας για την δολοφονία του Παύλου Φύσσα, με δράστες τον υπόκοσμο της εγκληματικής «Χρυσής Αυγής»ˑ μια διαδικασία που κράτησε επί πεντέμισι χρόνια (!), που μέρα με τη μέρα, όλα αυτά τα χρόνια, η κυρία Μάγδα Φύσσα ανέμενε αγωνιωδώς την κατάληξη της δίκης –στην ουσία ζούσε για δεύτερη φορά την δολοφονία του γιου της.
Από την ταινία «Η λίστα του Σίντλερ», του Στίβεν Σπίλμπεργκ
Η σπέκουλα της Αριστεράς
Όμως, στην άλλη πλευρά του φεγγαριού, τη σκιώδη, αντιφέγγισε η κομματική εκμετάλλευση του αποτρόπαιου γεγονότος. Η δογματική Αριστερά, κυρίως, για μία ακόμη φορά αγκιστρωμένη στις ψυχώσεις τής «λαοκρατίας» και των «λαϊκών δικαστηρίων», και τα υπόλοιπα κόμματα, δευτερευόντως, πιστά στις αρχές του «λαϊκισμού», δημιούργησαν ένα λαϊκό μέτωπο με σύνθημα «Δεν είναι αθώοι, οι ναζί στη φυλακή». Δεν ξέρω εάν οι δικαστές που δίκασαν την υπόθεση επηρεάστηκαν από το «αντιναζιστικό μέτωπο» που ήταν κατά χιλιάδες συγκεντρωμένο έξω από το Δικαστήριο, το πιθανότερο είναι να αποφάνθηκαν σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν για δολοφονικές πράξεις και σύμφωνα με την συνείδησή τους, αλλά, αυτό που καταλαβαίνω (αν δεν κάνω λάθος) είναι ότι η ευαισθησία των συγκεντρωμένων για την καταδίκη των δραστών υπολειπόταν του σκοπού τους –της κομματικής σπέκουλας. Εάν όλο αυτό το πλήθος το κατηύθυνε η δημοκρατική του ευαισθησία, γιατί απουσίασε έξω από τις Δικαστικές Φυλακές του Κορυδαλλού, όταν δικάζονταν η 17 Ν; Εάν δεν κάνω λάθος, δολοφόνοι δικάζονταν και τότε, όχι για μία αλλά για δεκάδες δολοφονίες. Μανάδες και πατεράδες είχαν και εκείνα τα θύματα. Σπίτια έκλεισαν και τότε. Μάνα δεν είχε μόνο ο αείμνηστος Παύλος Φύσσας, μάνα είχε και ο αείμνηστος Θάνος Αξαρλιάν, αλλά για αυτή την χαροκαμένη γυναίκα από κανένα «δημοκρατικό μέτωπο» δεν ακούστηκε το σύνθημα «είσαι η μάνα μας» -που ακούστηκε κατά κόρον προς την κυρία Μάγδα Φύσσα. Η δημοκρατία όταν εκδηλώνεται α λα καρτ, είναι μια μελαγχολική, μια ελλιπής δημοκρατία. Ζούμε στη χώρα των δύο μέτρων και των δύο σταθμών. Και το 1949, νίκησε και τότε η Δημοκρατία εάν δεν κάνω λάθος. Μόνο, που εάν οι νικητές κάνουν στον Γράμμο μια εκδήλωση για τα θύματά τους, είναι για την κομμουνιστική Αριστερά «γιορτές μίσους». Εάν όμως πραγματοποιήσει εκδήλωση στο Γράμμο για τα δικά του θύματα το ΚΚΕ, είναι «γιορτή μνήμης».
Αυτό, το «είσαι η μάνα μας», που ακούστηκε έξω από τον Άρειο Πάγο, ήταν μπολσεβίκικης εμπνεύσεως, χαρισματικό από την ρωσική λογοτεχνία. Όποιος έχει διαβάσει το έργο του Ρώσσου συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι, η «Μάνα», καταλαβαίνει τι εννοώ. Ο Γκόρκι, επιστήθιος φίλος του Λένιν, με το βιβλίο του (γραμμένο το 1906) καλλιέργησε στο χώρο του πνεύματος και της διανοήσεως την επανάσταση του 1917 που προαλειφόταν. Η ήρωας του έργου του, η Πελαγία Νίλοβνα, συστρατεύεται στον αγώνα του γιου της, του Πάβελ (Παύλος), για την μεγάλη επανάσταση των μπολσεβίκων. Το επαναστατικό προλεταριάτο την αγκαλιάζει, την τιμά και την σέβεται. Στα μάτια των συντρόφων του Πάβελ είναι η δική τους μάνα. Έτσι την φωνάζουν, «Μάνα». Γίνεται η «μανούλα» μιας ολόκληρης ιδεολογίας εναντίον της βίας και της εκμεταλλεύσεως του αυταρχικού τσαρικού καθεστώτος. Η συνέχεια στην πραγματική ζωή του μεγάλου Ρώσσου συγγραφέα θα απογοητεύσει τον ίδιο και θα διαψεύσει την μυθοπλασία του. Το 1921 έρχεται σε ρήξη με τον Λένιν καθώς διαπιστώνει ότι οι μαρξιστές καταπολεμούν την θρησκεία. Ο Γκόρκι πίστευε ότι η θρησκεία είναι μια κοινωνική δύναμη που για τον ψυχισμό του λαού παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο. Σε σημείωμα του θα γράψει: «Ο Λένιν και ο Τρότσκι δεν έχουν οιαδήποτε ιδέα για την ελευθερία ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλοτριώνονται ήδη από το βρωμερό δηλητήριο της εξουσίας. Αυτό είναι ορατό από την επαίσχυντη ασέβεια στην ελευθερία του λόγου αλλά κι όλων των αστικών ελευθεριών για τις οποίες η δημοκρατία πάλεψε». Ο Λένιν, ο «προσωπικός φίλος», τού απάντησε: «Σε συμβουλεύω άλλαξε το περιβάλλον σου, τις απόψεις σου, τη δράση, αλλιώς η ζωή μπορεί να φύγει μακριά σου». Το επόμενο διάστημα οι μπολσεβίκοι εκτελούν έναν φίλο του Γκόρκι με την κατηγορία των «φιλομοναρχικών τάσεων», και ο ίδιος εγκαταλείπει την Ρωσία. Μεταναστεύει στην Ιταλία (Κάπρι). Επιστρέφει το 1929, επί Στάλιν. Απολαμβάνει τιμών από τον νέο ηγέτη της χώρας. Πεθαίνει κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες το 1936. Οι φήμες έφεραν τον Στάλιν να του έχει αποστείλει σοκολατάκια με δηλητήριο. Στη κηδεία του, το φέρετρο το έφεραν στους ώμους τους ο Στάλιν και ο Μολότοφ.
Η ιδεολογική ηγεμονία
Μια και ο λόγος για μητέρες, γνήσιες ή της μυθοπλασίας, η κομμουνιστική Αριστερά είναι «μανούλα» στη σπέκουλα. Έχει τους τρόπους να εκμεταλλεύεται καλύτερα από οποιοδήποτε άλλον τις καταστάσεις και τα γεγονότα. Να μετατρέπει το «μαύρο» σε «άσπρο» προκειμένου να προωθήσει την ιδεολογία και τους σκοπούς της. Το ότι ουδέποτε έκανε την αυτοκριτική της, το ότι ουδέποτε αναρωτήθηκε γιατί από ένα σημείο και μετά της Ιστορίας δεν συγκινεί η προπαγάνδα της τα πλήθη, και γιατί οι αρχές που πρεσβεύει δεν έχουν πλέον ιδιαίτερη απήχηση, είναι μιας άλλης τάξεως συζήτηση –και βέβαια είναι κάτι που ενδιαφέρει προσωπικά την ίδια. Σε κάθε περίπτωση, με μεθόδους σπέκουλας καταφέρνει συνεχώς να ηγεμονεύει ιδεολογικά στη πολιτική σκηνή της χώρας –σε βαθμό πολύ πολλαπλάσιο της εκλογικής της δυνάμεως, συμπαρασύροντας σε σκέψη, νοοτροπία, συμπεριφορά ολόκληρο το κομματικό φάσμα. Ιδιαίτερα τους πρώτους χρόνους της Μεταπολιτεύσεως η επιρροή της στην ελληνική κοινωνία ήταν ολοκληρωτική. Προφανώς κάνει την δουλειά της, και την κάνει πάρα πολύ καλά. Ο «αντιφασισμός» ήταν και είναι για την δογματική Αριστερά ένα πάρα πολύ καλό και γρήγορο όχημα για να την πάει στις δημοκρατικές κοινωνίες, και μια φαντεζί μαρκίζα στη πρόσοψη του ΚΚΕ για να περάσει το ίδιο από τον χώρο της ήττας (ιστορικής, πολιτικής, κοινωνικής, στρατιωτικής) στη θέση του νικητή. Κι αν ο Λένιν έλεγε για να καυτηριάσει την απληστία των πλουσίων ότι «οι αστοί θα μας πουλήσουν ακόμη και το σχοινί για να τους κρεμάσουμε», άμυαλοι ψευτοπατριώτες εθνικόφρονες (και μαύροι δικτάτορες) ήταν αυτοί που έδωσαν την πολιτική πάσα στην κομμουνιστική Αριστερά για να πάρει την ιδεολογική της ρεβάνς το 1974. «Μάνα εξ ουρανού» ήταν για το παράνομο ΚΚΕ τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στην ηρωική εξέγερση των φοιτητών εναντίον της στρατιωτικής δικτατορίας το 1973. Σιγά μην και δεν «καπέλωνε» το αντιστασιακό γεγονός στις συγκεντρώσεις και τις μεγαλειώδεις πορείες που ακολούθησαν στην Μεταπολίτευση –γεγονός από το οποίο ήταν απών στην πρώτη του φάση. Ο υπόκοσμος των ψευτοπατριωτών της Χρυσής Αυγής ήταν αυτός που άπλωσε βούτυρο στο ψωμί της Αριστεράς ώστε αυτή σε δημοκρατικά πλαίσια να συγκροτεί «αντιφασιστικά» και «αντιναζιστικά» μέτωπα, προς χάριν διαιωνίσεως του ιδεολογικού ηγεμονισμού της –σπεκουλάροντας προς ίδιον κομματικό όφελος τη συγκέντρωση έξω από το Δικαστήριο που δίκαζε την οργάνωση των φονιάδων του Παύλου Φύσσα.
Ειπώθηκε ήδη. Η Αριστερά κάνει καλά την δουλειά της. Είναι συνεπέστατη στις αρχές της –από τα πιο συνεπή κόμματα του ελληνικού Κοινοβουλίου. Το εάν έχει μείνει πολύ πίσω στον χρόνο και δεν έχει ερμηνεύσει την νίκη του καπιταλισμού και του λεγόμενου δυτικού κόσμου (με τα καλά και τα κακά τους) –και χωρίς να έχει η ίδια αναγνωρίσει τα λάθη της –με τα οποία πήρε στο λαιμό της χιλιάδες αγνούς Έλληνες και πατριώτες, είναι καθαρά δικό της πρόβλημα. Άλλωστε η Ιστορία έχει αποφανθεί τελεσίδικα.
Εισβολή ρωσικών τανκς στην Πράγα (1968)
Ναζισμός και κομμουνισμός
Ειπώθηκε ήδη κι αυτό: Ζούμε σε δημοκρατία δύο μέτρων και δύο σταθμών. Αλλιώς ζυγίζονται τα εγκλήματα του φασισμού / ναζισμού, διαφορετικά τα εγκλήματα του κομμουνισμού. Ίσως τα τελευταία να μην ζυγίζονται και καθόλου. Και επειδή το τελευταίο διάστημα, με αφορμή την δίκη των νεοναζιστών της Χρυσής Αυγής, ξεχείλισε η υποκρισία και η πλειοδοσία αντιφασισμού, δεν βλάπτει να επισημαίνεται ότι, ο ναζισμός και ο κομμουνισμός υπήρξαν δίδυμα αδέλφια. Φασίστες και κομμουνιστές δείχνουν την ίδια περιφρόνηση για τον καπιταλισμό. Αν διαβάσει κανείς τα μανιφέστα της Αριστεράς και τα συγκρίνει με το δοκίμιο του Μουσολίνι «Το δόγμα του φασισμού», θα διαπιστώσει πολλές ομοιότητες. Φασισμός, ναζισμός, κομμουνισμός, είναι δημιουργήματα της ίδιας «μήτρας», εκείνης που εχθρεύεται την Δημοκρατία. Της «μήτρας» εκείνης που γεννάει μίσος και θάνατο. Δολοφονικές «ιδεολογίες» όλες τους, με διαφορετικό αφήγημα η κάθε μία.
Όσο δολοφόνος ήταν ο Χίτλερ, άλλο τόσο κοινός δολοφόνος ήταν και ο Στάλιν. Όσο κτηνωδία ήταν το ολοκαύτωμα των Εβραίων από τους ναζί, με 6.000.000 νεκρούς, άλλη τόση κτηνωδία ήταν η εξολόθρευση από τους μπολσεβίκους (1932 – 33) του Ουκρανικού λαού, με 10.000.000 νεκρούς από πείνα (κατά άλλες πηγές ο λιμός που επέβαλε ο Στάλιν στον Ουκρανικό λαό στοίχισε τη ζωή σε 3.000.000 ανθρώπους). Όπως η εξάλειψη μιας φυλής συνιστά γενοκτονία και έγκλημα κατά της ανθρωπότητος, ακριβώς το ίδιο συνιστά και η εξάλειψη μιας κοινωνικής τάξεως.
Οι ναζιστές του Χίτλερ απροσχημάτιστα και κυνικά διακήρυτταν ότι η «ιδεολογία» τους είναι χτισμένη γύρω από την ιδέα ότι μια ομάδα ανθρώπων είναι ανώτερη από κάποια άλλη. Φυλετική κάθαρση επιχείρησε ο Χίτλερ, θέλοντας να εξαφανίσει από την Ευρώπη τους Εβραίους και τους Σλάβους. Ο Λενινισμός και ο Σταλινισμός δεν είχαν τέτοιου είδους μισανθρωπία, αντίθετα διακήρυτταν την ισότητα των ανθρώπων σε ένα δίκαιο κόσμο. Παρά την φαινομενική ανομοιότητα των «ιδεολογιών», και οι δύο πλευρές, βέβαια, για να επιτύχουν τους σκοπούς τους εξολόθρευσαν μαζικά, κατά εκατομμύρια, ανθρώπους. Λέω «φαινομενική ανομοιότητα» γιατί δεν νομίζω να υπάρχει ουσιώδης απόσταση από το «ο φυλετικά κατώτερος δεν έχει θέση στο ναζιστικό κράτος» στο «ο ταξικός εχθρός δεν έχει θέση στο κομμουνιστικό κράτος». Εδώ ακριβώς, ωστόσο, στην ανομοιότητα των μαζικών δολοφονιών -όχι στο εύρος τους που πάνω – κάτω ήταν το ίδιο, είναι η μεγάλη διαφορά μεταξύ ναζισμού και κομμουνισμού. Η κτηνωδία του κομμουνισμού ήταν επικινδυνότερη του ναζισμού καθώς ήταν καμουφλαρισμένη με ευγενείς και αγνές προθέσεις, ενώ του ναζισμού ήταν απροκάλυπτη και κυνική. Ο «γερόλυκος» της Αριστεράς, ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, κάτι φαίνεται ήξερε όταν πριν από δύο χρόνια, σε συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος για την ονομασία των Σκοπίων, ως κεντρικός ομιλητής είπε: «η πιο επικίνδυνη μορφή φασισμού είναι η αριστερόστροφη» -και βέβαια (θιγμένη) τού επιτέθηκε η δογματική υποκουλτούρα του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, αγκαζέ με την αμαθή και ημιμαθή δημοσιογραφία.
Ποιο είναι το εύρος των μαζικών δολοφονιών του ναζισμού και του κομμουνισμού; Η πιο τελευταία και αρκετά αξιόπιστη έρευνα είναι αυτή του Αμερικανού καθηγητή της Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Yale, Τίμοθι Σνάιντερ. Άνθρωπος πολύγλωσσος (ομιλεί 11 ξένες γλώσσες), ο οποίος μετά από πολύχρονες μελέτες σε πρωτότυπες αρχειακές πηγές, κυρίως σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την περίοδο 1933 - 1945 εξοντώθηκαν 16.000.000 άνθρωποι. Εξ αυτών, τα 2/3 ήταν θύματα του ναζισμού και το 1/3 του σταλινισμού. Στον αριθμό των νεκρών δεν προσμέτρησε τους στρατιώτες που σκοτώθηκαν στα πεδία των μαχών (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) ούτε τους αμάχους που έχασαν τη ζωή τους σε βομβαρδισμούς. (Αξίζει να διαβάσει κανείς την έρευνα και τα λεγόμενα του Τίμοθυ Σνάιντερ, στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2017 από τις εκδόσεις ‘Παπαδόπουλος’, με τον τίτλο «Αιματοβαμμένες χώρες: Η Ευρώπη μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν»).
Πριν τον Αμερικανό καθηγητή στο Yale, υπήρξαν και άλλες αξιόλογες μελέτες ιστορικών, οι οποίες, ιδιαίτερα στη Σοβιετική Ένωση, αναβίβασαν τις δολοφονίες «εν καιρώ ειρήνης» σε 16.000.000 ανθρώπους, είτε ήταν μαζικές εξοντώσεις μέσω εκτελέσεων, είτε μέσω μεθοδευμένου λιμού (περίπτωση Ουκρανίας) είτε μέσω κακουχιών σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας (Γκουλάκ). Ο νομπελίστας συγγραφέας Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, συγγραφέας του «Αρχιπέλαγος Γκουλάκ» έχει υπολογίσει τα θύματα του σταλινισμού σε 60.000.000, που ισοδυναμεί στα 30 χρόνια εξουσίας του Στάλιν σε 2 εκατομμύρια νεκρούς κάθε χρόνο, ή σε 40.000 κάθε εβδομάδα. Άλλωστε, να σημειωθεί, η έρευνα του Σνάιντερ σταματά με την πτώση του ναζισμού και την καταδίκη του στη δίκη της Νυρεμβέργης, ενώ ο υπαρκτός σοσιαλισμός συνέχισε να καταδυναστεύει τους πολίτες του μέχρι το 1990.
Στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας αντιφρονούντων (Γκουλάκ) στην πρώην ΕΣΣΔ
Η άνοδος της Χρυσής Αυγής και οι ενοχές του πολιτικού κόσμου
Η παρουσία πολιτικού κόσμου έξω από το κτίριο της δίκης της Χρυσής Αυγής, τι εξυπηρετούσε; Σύμφωνοι, ήταν μια κρίσιμη - ιστορική δίκη -όχι βέβαια εφάμιλλη της δίκης της Νυρεμβέργης, όπως παρουσιάστηκε από την σπέκουλα της Αριστεράς –η οποία Νυρεμβέργη ως γνωστό δίκασε ναζί για εγκλήματα σε βάρος εκατομμυρίων αθώων πολιτών στην Ευρώπη. Ιστορική δίκη, πολύ πιο ιστορική από την δίκη των Χρυσαυγιτών, ήταν η δίκη των πρωταιτίων της απριλιανής χούντας του ’67. Σε εκείνη τη ιστορική δίκη, στις ειδικά διαμορφωμένες αίθουσες των φυλακών Κορυδαλλού (καλοκαίρι του 1975), εξ όσων θυμάμαι από τα δημοσιεύματα της εποχής, δεν υπήρξε καμία παρουσία πολιτικών σε κάποια αθρόα συγκέντρωση πολιτών έξω από το κτίριο –κι ας είχαν κάθε λόγο και δικαίωμα εμφανίσεως. Ίσως, τότε, η Πολιτεία να λειτουργούσε θεσμικά, ίσως τότε να ήταν ακόμη πρώιμη η περίοδος για «λαϊκά δικαστήρια» και «λαοκρατίες»…
Η παρουσία πολιτικού κόσμου στη συγκέντρωση έξω από το κτίριο του Αρείου Πάγου, το πιθανότερο –πέραν της σπέκουλας ορισμένων- να απέβλεπε στον εξαγνισμό τους στην κολυμβήθρα του «αντιναζιστικού μετώπου». Η Χρυσή Αυγή δεν αναδύθηκε μέσα από ήρεμα πολιτικά νερά. Ξαφνικά, ένα απόκομμα του 0,3% δεν εκτινάσσεται στο 7%, δεν ψηφίζεται από 400.000 πολίτες, δεν εκπροσωπείται στη βουλή με 17 βουλευτές και δεν αποτελεί την τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Εάν αυτό συνέβη, συνέβη επειδή το πολιτικό σύστημα είχε χρεοκοπήσει και μαζί με αυτό η Ελλάδα. Ο κόσμος, με κακό σύμβουλο την οργή (ασυγκράτητη εν πολλοίς) στράφηκε προς εκδίκηση σε ακραίες επιλογές, σε αυτήν του νεοναζιστικού μορφώματος, τιμωρώντας με τον τρόπο αυτόν τα έως τότε παραδοσιακά κόμματα εξουσίας. Το ΠΑΣΟΚ σχεδόν εξαερώθηκε και η ΝΔ υπέστη καθίζηση της τάξεως του 18%, όταν και τα δυο κόμματα συγκέντρωναν μαζί σε άλλες εποχές το 85% των ψήφων των πολιτών. Για τους ίδιους λόγους, μαζικά -φυσικά με δημοκρατικό προσανατολισμό, το εκλογικό σώμα στράφηκε και προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα της προοδευτικής Αριστεράς, που στο παρελθόν κυμαινόταν στο 4%, στα χρόνια της μεγάλης οργής εκτινάχτηκε στο ασύλληπτο για το μέγεθος του 36% και κατέστη κυβέρνηση. Αναμφίβολα, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Χρυσή Αυγή υπήρξαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετα κόμματα, και πολέμια μεταξύ τους ιδεολογικά, εν τούτοις, και τα δύο είχαν από κοινού την ίδια αφετηρία απ’ όπου εκτόξευσαν τις δυνάμεις τους -και της αναρρήσεως του ενός στην εξουσία: την αποτυχία του πολιτικού προσωπικού της χώρας και της πτωχεύσεως της Ελλάδος. Επομένως ως γενεσιουργός αιτία του νεοναζισμού στη Ελλάδα, την δεκαετία 2009 – 2019, υπήρξε αναμφίβολα η παρακμή στα μάτια των πολιτών του πολιτικού κόσμου και η αποτυχία του να αποτρέψει την χρεοκοπία της χώρας –που επέφερε μνημόνια και ανατροπές στην καθημερινότητα του λαού. Και μπορεί σε μεγάλο βαθμό, ιδίως μετά τις τελευταίες εκλογές, το άλλοτε ένοχο πολιτικό σύστημα να βρήκε πάλι τον σωστό δρόμο του, να διόρθωσε πολλά από τα λάθη τού παρελθόντος του, με σημαντική βέβαια ανακατάταξη στο χώρο της μείζονος αξιωματικής αντιπολιτεύσεως–αφού χρειάστηκε να παρέλθει μια 10ετία και αφού στο μεταξύ κυβέρνησε ο ΣΥΡΙΖΑ- παρά ταύτα, οι ηθικές ενοχές στην αυτουργία γενέσεως του νεοναζισμού παρέμεινανˑ ενοχές που έπρεπε να ξεπλυθούν με την πρώτη ευκαιρία. Ο δημοκρατικός χώρος και οι δημοκρατικές πλειοδοσίες ανέκαθεν ήταν το καλύτερο «πλυντήριο» κάποιων αργυρώνητων –των όποιων αργυρώνητων του δημόσιου βίου. Το «αντιναζιστικό μέτωπο» στη δίκη των δολοφόνων της Χρυσής Αυγής, πέραν των δημοκρατικών πεποιθήσεων και προθέσεων που περιείχε σ’ ένα τμήμα του –αν και συγκροτήθηκε εκ του ασφαλούς, με τους νεοναζί πλέον σκέτα πτώματα- ήταν ένα «κοινωνικό καθαριστήριο» για αρκετούς άπλυτους, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία προαγωγής του πολιτικού μας συστήματος από μία περίοδο λαθών, ευθυνών και ενοχών σε μία νέα αναμάρτητη φάση χωρίς «βαρίδια» και ανομήματα. Έτσι κρίθηκε, κατά τη γνώμη μου, η σύσσωμη παρουσία του πολιτικού συστήματος στο «αντιναζιστικό μέτωπο».
Η ΝΔ, το κατ’ εξοχήν αστικό κόμμα της Ελλάδος, με δείγματα θεσμικής συμπεριφοράς στην ιστορία της, νομίζω πως διέπραξε λάθος να παραστεί δια αντιπροσωπείας της στο «πεζοδρομιακό δικαστήριο» που οργάνωσαν οι διάφορες κινήσεις «αντίφα» της Αριστεράς. Το πεδίο της «λαοκρατίας» και του «λαϊκισμού» έπρεπε να το αφήσει τελείως ελεύθερο σε αυτούς που ανήκει ιδιοκτησιακά. Δεν είχε η ΝΔ την ανάγκη καμίας πολιτικής εξιλεώσεως, κανενός είδους πιστοποιητικού δημοκρατικής νομιμότητος -παρά και τις δικές της ευθύνες στο παρελθόν, καθώς, πλέον, βάσει των τελευταίων εκλογών, διαθέτει την συντριπτική αποδοχή των ψηφοφόρων. Φάνηκε να σέρνεται καιροσκοπικά από την Αριστερά, ταυτόχρονα να νομιμοποιεί τις πρακτικές της, σε μία υπόθεση που η ίδια δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να απολογηθεί, που δεν είχε τίποτε να αποδείξει, καθώς υπήρξε το κυβερνητικό κόμμα που επί των ημερών του εξαρθρώθηκε το νεοναζιστικό μόρφωμα και συνελήφθησαν τα μέλη του. Και ως αστικό κόμμα, με αστούς ως επί το πλείστο ψηφοφόρους -που δεν αρέσκονται στο «πεζοδρόμιο», δεν έπρεπε να αναιρέσει τον εαυτό της. Ο αστικός πολιτικός κόσμος έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη και ευλαβική προσήλωση στην ανεξαρτησία και στο διακριτό ρόλο των εξουσιών. Δεν αποδέχεται –άλλωστε ίδιον γνώρισμα της Δημοκρατίας- την ανάμειξη των εξουσιών, πολύ δε περισσότερο την υποκατάσταση του Δικαστικού Σώματος (δικαστές) με αυτό του Νομοθετικού (βουλευτές). Αλήθεια, εάν η απόφαση του Δικαστηρίου για τους κατηγορούμενους της Χρυσής Αυγής ήταν διαφορετική, μη αρεστή στο «αντιναζιστικό μέτωπο», τι θα γινόταν; Το συγκεντρωμένο απ’ έξω πλήθος θα επιχειρούσε να εισβάλει στο κτίριο και με βίαιο τρόπο θα απαιτούσε την αλλαγή της ετυμηγορίας; Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, με την παρουσία της στους συγκεντρωμένους, η ΝΔ θα νομιμοποιούσε ή δεν θα νομιμοποιούσε ένα γεγονός οχλοκρατίας αριστερής θεωρήσεως; Μάλλον το πρώτο, άθελά της…
Εν κατακλείδι: τιμή στον Παύλο Φύσσα. Η άνανδρη δολοφονία του αφύπνισε το πολιτικό σύστημα της εποχής, το οποίο κινήθηκε αποφασιστικά εναντίον της δράσεως της Χρυσής Αυγής. Ίδια τιμή και σεβασμό στην χαροκαμένη μητέρα του, την κυρία Μάγδα Φύσσα, η οποία σήκωσε όλο το βάρος της δικαστικής διαμάχης με τους νεοναζιστές δολοφόνους. Η 7η Οκτωβρίου 2020, καταγράφεται ως η ημερομηνία – «ταφόπλακα» ενός νεοναζιστικού μορφώματος, που είχε επιβάλει την βία στην πολιτική σκηνή του τόπου επί μια 10ετία, μετά από μια ιστορική δίκη.