Παρασκευή, 26 Απρίλη, 2024 - 02:20

Τουρκία: Εν τη ρύμη του λόγου

Δυσκολεύτηκα να βρω  κατάλληλο τίτλο. Η Τουρκία και εμείς λοιπόν εν τη ρύμη του λόγου … Μπορεί ο αναγνώστης να θεωρήσει ότι το σημερινό άρθρο μου δεν έχει αρμούς. Ας είναι. Προσπάθησα εν τούτοις κατά τρόπο τηλεγραφικό-όπως συνηθίσαμε στο Υπουργείο Εξωτερικών- να παραθέσω τις εκτιμήσεις μου για δύο ερωτηματικά/θέματα  που εκτιμώ ότι χρήζουν κάποιας προσοχής:
 
Του Αλέξανδρου Π. Μαλλιά, πρέσβη επί τιμή
 
Α) Διερευνητικές  συνομιλίες:
 
Αποκλειστικός στόχος  των διερευνητικών συνομιλιών με την Άγκυρα είναι η εξέταση της δυνατότητας-της αδυναμίας  προεξοφλώ - να αναζητήσουμε διμερώς  κατά αρχήν κοινό τόπο για την  οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των εξωτερικών ορίων της Αποκλειστικής Κοινής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.  Αποκλείω να φτάσουμε  σε διμερή συμφωνία .Η Τουρκία δεν είναι χώρα που σέβεται το δίκαιο. Διακρίνεται διεθνώς για παραβιάσεις του. Αν εν τούτοις η Τουρκία ,όπως εις μάτην προπαγανδίζει ο Πρόεδρος Ερντογάν και οι περί αυτόν, θεωρεί ότι οι θέσεις της συνάδουν με το Διεθνές Δίκαιο τότε έχει μία δυνατότητα:  να ανταποκριθεί  θετικά στην σταθερή  πρόταση  όλων των κυβερνήσεων της Ελλάδος μετά 1975  και από κοινού να παραπέμψουμε το ζήτημα στο  Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
 
Μα θα συμβιβαστούμε ερωτούν καλόπιστα ;Η απάντηση είναι απλή : Για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας  και των ορίων της ΑΟΖ  η συνεννόηση και αν  απαιτείται ο συμβιβασμός είναι ο διεθνής  κανόνας. Όχι όμως στην βάση των λεγομένων «πολιτικών κριτηρίων» ή  της απειλής του πολέμου( casus belli)  και των όπλων  αλλά στην   βάση του Διεθνούς Δικαίου και με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (Χάγης) .Αυτός  λοιπόν είναι ο αποκλειστικός στόχος των χρήσιμων εκτιμώ  διερευνητικών συνομιλιών. Άλλωστε για τον λόγο αυτό τις υπονομεύει με μία αλλοπρόσαλλη και αντιφατική πολιτική η Τουρκία. 
 
Αντιδρούν επίσης και κάποιοι στην Ελλάδα. Ως γενικής μορφής παρατήρηση θεωρώ ότι : τόσο οι αρνητές των  διερευνητικών συνομιλιών με την  Τουρκία όσο και οι γνωστοί επώνυμοι θιασώτες του υπέρ όλων των θεμάτων που η  Άγκυρα θέτει διαλόγου, δείχνουν να έχουν την ίδια  αφετηρία. Φοβούνται διότι  θεωρούν την Ελλάδα αδύναμη .  Και όμως. Είμαστε μία ισχυρή χώρα. Έχουμε ζηλευτή δημοκρατία ,αποτελεσματική και παραγωγική διπλωματία, αρκετές νέες ,καθώς παραδοσιακές και δοκιμασμένες συνεργασίες & συμμαχίες .Κυρίως όμως ,όπως αποδείξαμε σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις και κατά το 2020 ( Έβρος, Αιγαίο), ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, πολιτική βούληση και υψηλό βαθμό πολιτικής συνεννόησης και συναίνεσης.
 
Ενόψει της προσεχούς συζήτησης στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών θεσμών της  συμπεριφοράς της Τουρκίας  ,θα ήταν χρήσιμο να επιδιώξουμε  τον συνδυασμό των Ευρω-τουρκικών σχέσεων ,πέραν  των άλλων, με την αποδοχή από την Άγκυρα των κανόνων  του διεθνούς δικαίου συμπεριλαμβανομένου ρητώς του Δικαίου  της Θαλάσσης. Η σημερινή ηγεσία της Τουρκίας κρίνεται από τις  πράξεις  και όχι από τα αντιφατικά της λόγια.
 
Β) “Αποστρατιωτικοποίηση” των νήσων :
 
Δεν αποτελεί έκπληξη η πρόταξη από την Τουρκία της –μερικής έστω-  «αποστρατιωτικοποίησης»  της Ελλάδος. Όταν η Τουρκία λέγει αποστρατιωτικοποίηση των νησιών μας εννοεί τον μερικό έστω αφοπλισμό μας. Η απάντηση της Ελλάδος είναι μία,  σταθερή και είναι διαχρονική: στο θέμα αυτό δεν υπάρχει πεδίο συζήτησης και ακόμη λιγότερο συμβιβασμού με την Τουρκία η οποία  με παράνομη στρατιωτική εισβολή σε δύο φάσεις ( Αττίλας 1 και Αττίλας 2) παράνομα κατέχει το  37% των εδαφών της Κύπρου και επίσημα έμπρακτα  ήδη από το 1974  απειλεί και την Ελλάδα  με εισβολή και πόλεμο .Διαθέτει επιθετική παράταξη των ενόπλων δυνάμεων της  απέναντι στα νησιά μας ρητά δε και επίσημα διεκδικεί ελληνικά εδάφη. Αμφισβητεί την βάσει  διεθνών συμφωνιών και συνθηκών εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδος ,την κυριαρχία και την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων σε τμήματα της Επικράτειας μας. Ουδεμία συνθήκη μπορεί να επιβάλλει την μονομερή αποστρατιωτικοποίηση/ αφοπλισμό. 
 
Όταν απειλείσαι με επίθεση και στρατιωτική εισβολή τότε κατισχύει  πάντοτε  το  Άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη  του ΟΗΕ που ρητά προβλέπει το δικαίωμα των κρατών –μελών του Διεθνούς Οργανισμού για ατομική και συλλογική αυτοάμυνα.