Σάββατο, 9 Νοέμβρη, 2024 - 06:25

Χρήστος Γιανναράς: Έτσι όπως τον γνώρισα

«Μην φοβάστε, κάτι υπάρχει μετά τον θάνατο…»

Μεγάλη η απώλεια του Χρήστου Γιανναρά. Ο Ελληνισμός και η πνευματική ζωή του τόπου έχασαν έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες διανοούμενους. Δυσαναπλήρωτο το κενό που αφήνει πίσω του ο μεγάλος διανοητής. Ο θάνατος του Χρήστου Γιανναρά ήταν και ένα πλήγμα για την Boulevard -η εφημερίδα έχασε έναν από τους πιο δυνατούς φίλους και υποστηρικτές της. Κι εγώ προσωπικά, έναν από τους πιο άξιους συζητητές μου. Κι όχι μόνο, αποστερήθηκα έναν πνευματικό άνθρωπο ο οποίος είχε σκύψει και αγαπήσει την δουλειά μου. Όταν τα λέγαμε από κοντά στο σπίτι του, στη Νέα Σμύρνη, είτε συχνότερα τηλεφωνικά, όχι μόνο χαιρόμουν την συζήτηση μαζί του, αλλά, και κάθε φορά, όλο και κάτι μάθαινα παραπάνω, όλο και περισσότερο άνοιγαν και εμβάθυναν οι πνευματικοί ορίζοντες μου. Και ο ίδιος χαίρονταν την κουβέντα μας, η οποία, ιδίως στο σπίτι του, κρατούσε κάτι ώρες.

Ενδιαφερόταν για την τρέχουσα επικαιρότητα όπως την παρακολουθούσε και την κατέγραφε η δημοσιογραφία. Του την μετέφερα και την σχολιάζαμε μαζί -με τα σχόλια μας να ήταν πότε σύμφωνα και πότε όχι. Φυσικά, όταν έχεις απέναντί σου έναν γίγαντα της διανόησης, δεν γινόταν η κουβέντα να μην πήγαινε σε άλλες σφαίρες -της θρησκείας, της Ιστορίας, του πολιτισμού, της ελληνικής ταυτότητας, της λογοτεχνίας, της ελληνικής γλώσσας. Και σ’ αυτές τις συζητήσεις ήταν έκδηλη η στεναχώρια και η ανησυχία του για τον κατήφορο της Ελλάδας. Σε μια από τις συζητήσεις μας αυτές είχαμε θίξει το θέμα του θανάτου. Για να είμαι ειλικρινής, εγώ το άνοιξα το θέμα αυτό καθώς βρισκόμουν σε μια περίοδο αγωνιωδών αναζητήσεων και απαντήσεων. Κατάλαβε αμέσως την αγωνία που με διακατείχε και μου έδωσε μια απάντηση, την οποία δεν ξέχασα ποτέ: «Μην φοβάστε, κάτι υπάρχει μετά τον θάνατο. Δεν χάνεται η ψυχή του ανθρώπου»…

«Σώσατε την τιμή της ελληνικής δημοσιογραφίας»

Ο Χρήστος Γιανναράς μού είχε κάνει την μεγάλη τιμή να με είχε ξεχωρίσει από πολλούς άλλους συναδέλφους μου. Δεν επεδίωκε σχέσεις με τους δημοσιογράφους, με ελάχιστους συνομιλούσε -άλλωστε δεν είχε και την καλύτερη άποψη για την ελληνική δημοσιογραφία και τα μέσα ενημέρωσης. Και η προτίμησή του απέναντι στο πρόσωπο μου εκδηλωνόταν με πολλούς τρόπους. Με αφορμή ένα editorial / άρθρο μου στην Boulevard, θυμάμαι ένα τηλεφώνημα του: «Συγχαρητήρια κύριε Παρασκευόπουλε, σώσατε την τιμή της ελληνικής δημοσιογραφίας», μου είπε. Με το άρθρο μου ασκούσα κριτική στην σημερινή Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Την Boulevard την λάμβανε ανελλιπώς κάθε μήνα ταχυδρομικώς -ή, του την έδινα εγώ όταν συναντιόμαστε στο σπίτι του. Σ’ ένα άλλο τηλεφώνημα του με συνεχάρη για το αφιέρωμα που είχα κάνει στην εφημερίδα για την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922: «Τολμήσατε να γράψετε ό,τι αποφεύγουν όλοι οι άλλοι. Καταδείξατε τους πραγματικούς υπεύθυνους της τραγωδίας του Ελληνισμού. Είναι ό,τι καλύτερο έχω διαβάσει μέχρι σήμερα», μου επισήμανε.

Μία άλλη απόδειξη της εκτίμησης και της εμπιστοσύνης που μου έδειχνε ήταν το γεγονός ό,τι με σύστησε στον κύκλο του. Εξ ονόματός του γνωρίστηκα με αρκετούς σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο σπουδαίος ζωγράφος Σωτήρης Σόρογκας -με τον οποίο διατηρώ άριστες προσωπικές σχέσεις μέχρι και σήμερα. Επίσης ενός υπέροχου ανθρώπου, σπανίου ήθους και ευγένειας. Η αποδοχή μου εκ μέρους του ήταν μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που στις συναντήσεις μας στο σπίτι του μου εκμυστηρευόταν διάφορα πολιτικά παρασκήνια. Σε δύο απ’ αυτά που μου αποκάλυψε, ήταν ο ίδιος το κεντρικό πρόσωπο. Οι πολιτικοί του είχαν υποσχεθεί κατά καιρούς ανώτατα αξιώματα, είτε του Προέδρου της Δημοκρατίας είτε του βουλευτή Επικρατείας. Ο Μιλτιάδης Έβερτ, ως αρχηγός της ΝΔ, τον είχε διαβεβαιώσει ότι θα τον συμπεριελάμβανε στις εκλογές, στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του κόμματος ως επικεφαλής. Σε μια δε «μυστική» συνάντηση μεταξύ του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, του ιδρυτή των εκδόσεων «Ίκαρος» Νίκου Καρύδη και του Αντώνη Σαμαρά, συμφωνήθηκε όπως ο τελευταίος, ως αρχηγός της «Πολιτικής Άνοιξης», να πρότεινε τον Χρήστο Γιανναρά για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα της χώρας.  Ωστόσο, οι πολιτικοί, ουδέποτε τήρησαν τις υποσχέσεις και τις συμφωνίες τους. Προφανώς, στο τέλος, αντιλαμβάνονταν ότι ένας διανοούμενος σαν τον Γιανναρά δεν συνταίριαζε στα κομματικά καλούπια τους και θα τους χαλούσε τις εξισώσεις των πολιτικών ισορροπιών και των κομματικών σκοπιμοτήτων τους. Ο αείμνηστος μού είχε εκμυστηρευτεί και πολλά ακόμη, αλλά δεν επιθυμώ να τα φανερώσω -εφόσον ο ίδιος για λόγους αξιοπρέπειας και σεμνότητας δεν θέλησε ποτέ να τα δημοσιοποιήσει. Μπορούν να το κάνουν, εάν το θελήσουν, οι συγγενείς του και οι άνθρωποι που βρέθηκαν πολύ κοντά του και για πολλά χρόνια.

Στοχασμοί μακρινών αποστάσεων

Τον Χρήστο Γιανναρά άρχισα να τον παρακολουθώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, από τις επιφυλλίδες του στις εφημερίδες και από τα βιβλία του. Διαβάζοντας τον, προϊόντος του χρόνου, μπήκα σ’ έναν βαθμό στο πνεύμα του. Με είχε συγκλονίσει η σκέψη του, η γραφή του με το πλούσιο λεξιλόγιο, τα νοήματα που εξέπεμπε -και κυρίως η φλόγα της αγάπης που τον έκαιγε για την Ελλάδα. Οι δε πολιτικές επισημάνσεις του, δεν έκριναν (με αυστηρότητα) και δεν περιορίζονταν απλώς την επικρατούσα κατάσταση -αλλά εκκινούσαν από το παρελθόν για να καταλήξουν πολύ πιο μπροστά από την τρέχουσα εποχή, προβλέποντας τα μελλούμενα. Κυρίως τα δεινά που θα έρχονταν. Και σχεδόν σ’ ό,τι πρόβλεψε, δυστυχώς δικαιώθηκε. Οι στοχασμοί του ήταν των μακρινών, των δύσκολων και των αθέατων αποστάσεων, αποφεύγοντας να αναλώσει το μυαλό του στα όρια μιας μικρής, κοινότοπης και εύκολης πραγματικότητας. Το ίδιο ήταν και η αφετηρία του διαλογισμού του, δεν ξεκινούσε από τα ρηχά νερά της Ιστορίας, αλλά από τα βαθιά νάματα του Ελληνισμού, τον οικουμενικό ελληνοχριστιανικό πολιτισμό (Βυζάντιο). Και όλα αυτά, με συγκολλητική πρώτη ύλη την Ορθοδοξία, τα αρμολογούσε στα κείμενα του, με αυθεντία πνευματικού μάστορα, με την φιλοσοφία, την ποίηση, την λογοτεχνία, την ζωγραφική, την ελληνική φύση.

Αγαπημένοι του ήταν ο Παπαδιαμάντης και ο Ελύτης. Και είχε την πνευματική μαστοριά να παντρεύει το έργο των δύο αυτών μεγάλων λογοτεχνών με τις δικές του φιλοσοφικές και θεολογικές θεωρήσεις, και να πλάθει το μοντέλο εκείνο με το οποίο ο Ελληνισμός ως πανανθρώπινη πολιτιστική αξία θα κατάφερνε να επιβιώσει μέχρι τις ημέρες μας. Ο Χρήστος Γιανναράς θεολογούσε, φιλοσοφούσε, πεζογραφούσε,  πολιτικολογούσε –όλα μαζί. Και τα «μοντέλα» που πρότεινε, πολλοί τα άκουγαν -αλλά κανείς δεν τα εφάρμοζε, ακόμη κι εκείνοι που τα επικροτούσαν. Κι όσο η σκέψη του κατέγραφε μια διαρκή απομάκρυνση από τις προαιώνιες παραδοσιακές αξίες, ένα συνεχή εκφυλισμό του Ελληνισμού -η καρδιά του μάτωνε κι άδειαζε καημό. Τον καημό της Ρωμιοσύνης…

Αυτόν τον άνθρωπο, από τότε που άρχισα να τον καταλαβαίνω, θέλησα να τον γνωρίσω. Έγινε η μεγάλη επιθυμία μου -το άπιαστο όνειρο μου. Ποιος δημοσιογράφος δεν θα ήθελε να γνωρίσει έναν τέτοιον διανοούμενο, έναν τέτοιο φιλόσοφο; Δεν το αποτόλμησα όταν το πρωτοσκέφτηκα. Ποιος ήμουν, άλλωστε, εγώ; Ένας απλός δημοσιογράφος ήμουν των καθημερινών ρεπορτάζ. Τι θα μπορούσα να συζητήσω εγώ μ’ έναν στοχαστή, που πρωταγωνιστούσε και πρωτοπορούσε στην πνευματική ζωή του τόπου; Έτσι έκανα πίσω, μένοντας στα δικά μου -στο αστυνομικό ρεπορτάζ…

Η πρώτη συνάντηση

Παρά ταύτα, η άπιαστη ιδέα να τον συναντήσω δεν έφυγε -είχε στρατοπεδεύσει υπνωμένη στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Και συνέχιζα να τον παρακολουθώ στα κείμενά του -και γενικά να διαβάζω βιβλία ιστορίας κάτι ατέλειωτες ώρες. Πέρασαν έτσι κάπου δέκα χρόνια, με την επιθυμία όλον αυτόν τον μακρύ καιρό να καίει τα σωθικά μου. Ώσπου, το 2011, στο αίμα μου ξύπνησε η επιθυμία να τον συναντήσω. Είχα αισθανθεί έτοιμος για μια τέτοια συνάντηση; Είχα αισθανθεί εδραιωμένος στο επάγγελμα μου καθώς είχα βραβευτεί για το ρεπορτάζ μου από το Ίδρυμα Προαγωγής Δημοσιογραφίας «Αθανάσιου Μπότση»; Είχαν πάρει τα μυαλά μου αέρα επειδή στο μεταξύ, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε εκπαιδευτικό διαδικτυακό κύκλο σπουδών του, είχα φοιτήσει στην Ιστορία και Πολιτισμό; Είχα καβαλήσει το καλάμι επειδή είχα κάνει τα πρώτα μου βήματα στο χώρο των Γραμμάτων, έχοντας εκδοθεί ένα λεύκωμα μου (μαζί με τον φωτογράφο Γιάννη Μάνο) και ένα μυθιστόρημα μου; Δεν ξέρω τι από όλα κυριάρχησε. Εν πάση περιπτώσει, με τα φυλλοκάρδια μου να τρέμουν, σχημάτισα τον τηλεφωνικό του αριθμό -μονολογώντας από μέσα μου, «θα δεις που θα φας ΄΄πόρτα΄΄, ούτε που θα σε ξέρει και ευγενικά θα σε αποφύγει».

-Καλησπέρα κύριε Γιανναρά και συγνώμη για την ενόχληση. Δεν με ξέρετε, είμαι ο Στέλιος Παρασκευόπουλος από τον ΄΄Ελεύθερο Τύπο΄΄, τι κάνετε;

-Καλησπέρα κύριε Παρασκευόπουλε, χαίρομαι που σας ακούω. Ποιος σας είπε ότι δεν σας ξέρω; Έχω διαβάσει ρεπορτάζ σας κι έχω σχηματίσει πολύ καλή εντύπωση για το γράψιμό σας. Παλιά πρέπει να ήσασταν και στην τηλεόραση…

Αιφνιδιάστηκα από την απρόσμενη απάντησή του -το πως δεν μου έφυγε το ακουστικό από το χέρι, ένας Θεός το ξέρει! Μην τα πολυλογώ, με πολλή χαρά δέχτηκε να τα πούμε από κοντά, την επόμενη εβδομάδα στο σπίτι του! Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο, πλημμύρισε η καρδιά μου με τόση χαρά που εάν είχα φτερά θα πέταγα εκείνη την στιγμή στους ουρανούς. Τέτοια αγαλλίαση δεν θα είχα ούτε κι αν ακόμη ο πρόεδρος της Αμερικής ή της Ρωσίας δέχονταν να με συναντήσουν και να μου έδιναν αποκλειστική συνέντευξη…!

Έτσι, μετά από μια εβδομάδα, μεσημέρι προς απόγευμα Σαββάτου ήταν, βρέθηκα στο διαμέρισμα του, στον πέμπτο όροφο πολυκατοικίας επί της οδού Ιωσηφόγλου στη Νέα Σμύρνη. Χαιρετηθήκαμε εγκάρδια και με πέρασε στο σαλόνι, φέρνοντας και το τρατάρισμά μου -σοκολατάκια κι ένα ποτήρι δροσερό νερό. «Επιτέλους σας συναντώ, να ξέρατε πόσο καιρό το σκεφτόμουν», του είπα -για να μου πει χαμογελαστός «καιρός ήταν». Στη συνέχεια με ρώτησε πως τα πάω στην εφημερίδα -και κάπως έτσι χαλαρά ξεκίνησε η κουβέντα μας. Στα πρώτα λεπτά, αν και χαρούμενος, ήμουν κάπως «σφιγμένος». Είχα επίγνωση ποιον είχα απέναντι μου και ποιες πλανητικές αποστάσεις μας χώριζαν. Εκείνος, ήταν το αντίθετο. Παρά την καθηγητική σοβαρότητα που εξέπεμπε το όλο του στυλ, που σου απέτρεπε να προχωρήσεις σε τίποτα τυχόν οικειότητες, οι μειλίχιες (ενίοτε φιλόστοργες) κουβέντες του και η πράα χροιά της φωνής του, σου διέχεαν απέναντί σου ένα κλίμα φιλικότητας και καλοσύνης -σε τέτοιο βαθμό που παραμέριζαν στην άκρη τις όποιες δυσαναλογίες μεγεθών υπήρχαν. Για τον Γιανναρά ο επισκέπτης του, ο κάθε καλεσμένος του, δεν ήταν ο υποδεέστερος, αλλά ο ισάξιος συνομιλητής του. Μετά δε τα πρώτα λεπτά της κάπως χαλαρής, η κουβέντα μας έγινε πιο ζεστή και πιο νοσταλγική.

Αμέτρητα βιβλία κι ένας Ντοστογιέφσκι

Όσο κουβεντιάζαμε η ματιά μου περιεργαζόταν το σπιτικό του. Σε μια γωνιά, μπροστά σε εικόνες αγίων, πάνω σ’ ένα τραπεζάκι έπαιζε η χρυσοκίτρινη φλόγα ενός καντηλιού. Μια μπερζέρα μπροστά στο τζάκι, με στοίβες στα πόδια της εφημερίδες και βιβλία, υποδήλωνε πως στο σημείο εκείνο ο σπιτονοικοκύρης καθόταν και διάβαζε. Στα έπιπλα βαριά ήταν αποτυπωμένη η πατίνα του χρόνου. Αν και παλιά, δεν ντρέπονταν για τα χρόνια τους -η κομψότητα τους παρέμενε ακόμη στέρεα, σπιθοβολώντας την καταγωγή τους. Τις εποχές των αριστοκρατών, των ευγενών αστών. Τότε, που το «κοινό αίσθημα συνέπιπτε με εκείνο των αρίστων». Ο ίδιος κοσμοπολιτισμός ολόγυρα στους τοίχους, με τους δεκάδες πίνακες ζωγραφικής. Παραδίπλα της τραπεζαρίας, ο χώρος που ο καθηγητής απελευθέρωνε τη σκέψη και την γραφίδα του. Το γραφείο του, που σίγουρα εκεί θα πέρναγε τις περισσότερες ώρες της ημέρας του. Τα βιβλία, στον χώρο αυτόν, ήταν αμέτρητα στις βιβλιοθήκες, οι οποίες έφταναν μέχρι το ταβάνι. Αριστερά του γραφείου στον εφαπτόμενο τοίχο, εν είδει φύλακα – αγγέλου, υπήρχε κρεμασμένο σε κάδρο το πορτρέτο ενός παγκόσμιου συγγραφέα -του Ντοστογιέφσκι.

Κουβεντιάσαμε κάπου δυο ώρες. Η συζήτηση δεν κύλησε σε «βαριά» θέματα -ούτε, φυσικά, αποτόλμησα κι εγώ ν’ ανοιχτώ σε τίποτα βαθιές θάλασσες, γιατί ήταν βέβαιο ότι θα με σκέπαζαν τα γιγάντια κύματα της σκέψης του Γιανναρά και θα πνιγόμουν μέσα σε αυτά. Ούτε, βέβαια, ριψοκινδύνεψα να του ζήταγα μια συνέντευξη για την εφημερίδα όπου εργαζόμουν. Ωστόσο, η κουβέντα μας έκανε ένα γαλήνιο ταξίδι στο παρελθόν και απ’ ότι φάνηκε το ευχαριστηθήκαμε και οι δύο μας. Ταξιδέψαμε στην παλιά μας γειτονιά -κι αυτός κι εγώ, ήμασταν παλιοί κάτοικοι της πλατείας Αμερικής. Την «πρωτεύουσα των αστών», στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όπως συνηθίζω να αποκαλώ εγώ την συγκεκριμένη πλατεία, που βρισκόταν στο «πόδι» της Κυψέλης και της Φωκίωνος Νέγρη -όπου κι αυτές ήταν περιοχές – «κυψέλες» των ευπρεπών και καλλιεργημένων αστών της τότε εποχής. Τότε, που εκεί κυριαρχούσαν τα δεκάδες ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια, θέατρα και κινηματογράφοι -με το cine «Άττικα» να δεσπόζει επί της πλατείας Αμερικής (ή πλατείας Αγάμων όπως την αποκαλούσαν οι παλαιότεροι κάτοικοί της).

Παραμένοντας στο παρελθόν, αφιερωθήκαμε στην κουβέντα μας και στον κοινό έρωτά μας, στο «χαρτί». Στις εφημερίδες. Όχι βέβαια σε αυτές του καιρού μας, αλλά σε εκείνες της τελευταίας 20ετίας του 20ού αιώνα. Αναπολήσαμε τα μεγάλα ονόματα της δημοσιογραφίας και τους ανυπέρβλητους σε πνεύμα και ήθος διευθυντές των εφημερίδων. Ρούσος, Καραπαναγιώτης, Καρκαγιάννης και λοιπούς. Ο Γιανναράς, τότε, ήταν καταξιωμένος αρθρογράφος στο «Βήμα» της οδού Χρήστου Λαδά. Εγώ, τότε, ήμουν «νεοσσός» στο επάγγελμα, στην «Βραδυνή» της οδού Πειραιώς. Και συγκρίνοντας την τότε εποχή με την παρούσα, καταλήξαμε στη κοινή διαπίστωση -στο πόσο μικρά μεγέθη είναι οι περισσότεροι από όλους αυτούς που διευθύνουν σήμερα τις εφημερίδες. Στην έπαρση και τον εγωισμό των ημιμαθών δημοσιογράφων…

Πριν αναχωρήσω, έχοντας σηκωθεί όρθιος από τον καναπέ για να τον αποχαιρετήσω, τράβηξε τις κουρτίνες στην άκρη και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Ο όμορφος ανοιξιάτικος καιρός εισέβαλε απρόσκλητος στο διαμέρισμα, διασκορπίζοντας μέσα την δροσιά και την θελκτική ευωδιά του. Περάσαμε στη βεράντα, με τα αγιοκλήματα στις γλάστρες να χαμογελούν το ταπεινό άρωμά τους. Όμοια η συμπεριφορά και των υπόλοιπων λουλουδιών -που κι αυτά σκορπούσαν αφειδώς την μοσκοβολιά τους. «Ογδόντα οκτώ γλάστρες μου άφησε κληρονομιά η γυναίκα μου και τις προσέχω μία – μία», γύρισε και μου είπε ο Γιανναράς -με τη θλίψη περασμένη στα λόγια του για την απώλεια τής αγαπημένης συζύγου του. Από τον πέμπτο όροφο η θέαση ήταν ανεμπόδιστη, με το αξόδευτο γαλάζιο του ουρανού να χορταίνει με το παραπάνω τα μάτια μου. Στο μάκρος της ματιάς μου, ξεπρόβαλε η ανοιξιάτικη φυλλωσιά της θάλασσας -ο Φαληρικός όρμος. Και κάπου εκεί χωμένη, ξεπεταγόταν σαν παιγνιδιάρα πεταλούδα η Καστέλα.

Με αυτές τις εξαίσιες εικόνες της ανεπανάληπτης ελληνικής φύσης, εκεί στη Νέα Σμύρνη, ολοκληρώθηκε η επίσκεψη μου στο διαμέρισμα της οδού Ιωσηφόγλου. Ασπαστήκαμε ο ένας τον άλλον, με την υπόσχεση ότι «θα τα ξαναπούμε και θα ξαναϊδωθούμε». Όπως δεν πήγα στην επίσκεψη με άδεια τα χέρια, προσφέροντας στον οικοδεσπότη σύμφωνα με τους κανόνες της ευγένειας ένα κουτί με γλυκά, το ίδιο με γεμάτα τα χέρια έφυγα! Ο Χρήστος Γιανναράς μου έδωσε κάποια από τα βιβλία του με ιδιόχειρη αφιέρωση…

Ένα ανόητο λάθος

Την υπόσχεση δεν την τήρησα! Πέραν από κάποια σκόρπια τηλεφωνήματά μου σε εορταστικές περιόδους, απέφευγα να τον ξαναδώ. Δεν ξέρω τι είδους ανόητο σύμπλεγμα κατωτερότητας με είχε καταλάβει, που μ’ έκανε να αναρωτιέμαι μέσα μου «τι δουλειά τελικά έχεις εσύ μ’ έναν Γιανναρά, έναν διανοούμενο με δύο διδακτορικά στο ενεργητικό του, που έχει διδάξει σε χιλιάδες φοιτητές στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, που έχει συγγράψει δεκάδες βιβλία και που οι διαλέξεις του κάνουν τον κόσμο να συρρέει να τον ακούσει; Τι έχεις εσύ να του πεις για να σε προσέξει;». Κακώς, κάκιστα βέβαια, που συλλογίστηκα έτσι, καθώς ο άνθρωπος στη συνάντηση που είχα στο σπίτι του άλλα δείγματα μου είχε δώσει -μόνο καταδεκτικός, γλυκομίλητος και καλοσυνάτος ήταν απέναντί μου. Ένας άνθρωπος, που παρά την αυστηρότητα και την σοβαρότητα του, δεν ήταν απρόσιτος για κανέναν -και που μοίραζε τους καλούς τρόπους του και την αγαθότητα τού εαυτού του με όλους. Γενικά, πάντως, είχα βυθιστεί τότε σε μια κατάσταση (που κράτησε επί πολύ) γενικής και έντονης εσωστρέφειας -που ο απέξω κόσμος από εμένα με είχε απογοητεύσει, που δεν είχε σχεδόν απολύτως τίποτε να μου πει. Ήμουν απελπισμένος από την χρεοκοπία της χώρας, από την κοινωνία που εν πολλοίς είχε χάσει τον λόγο και την τιμή της, την λεπτότητά της, την αρχοντιά της -μ’ έναν κόσμο που χαιρόταν με αυτά που θα έπρεπε να ντρεπόταν και που θαύμαζε τα ασήμαντα και τα τιποτένια. Έτσι, το μόνο ασφαλές καταφύγιο - άμυνα απετέλεσε ο εαυτός μου, το σπίτι μου, τα διαβάσματά μου και η αφοσιωμένη σ’ εμένα γάτα μου. Απέφευγα κάθε είδους κοινωνικοποίηση, πέραν φυσικά των επαγγελματικών δημοσιογραφικών υποχρεώσεων και συναναστροφών μου (χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό).

Ο χρόνος κύλησε και τα εσωστρεφή πράγματα για μένα άρχισαν κάπως να αλλάζουν το 2015. Τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, μετά από μια επαγγελματική αστοχία, είχα την φαεινή ιδέα αναγκαζόμενος εκ των πραγμάτων να εκδώσω μια δική μου εφημερίδα (με συνεκδότη τον καλό συνάδελφο μου Κώστα Σαρρηκώστα και με άμεσο συμπαραστάτη τον επίσης καλό δημοσιογράφο Αλέξανδρο Καλαφάτη). Την Boulevard, μια Free Press μηνιαία εφημερίδα. Αισθανόμουν δημοσιογραφικά και πνευματικά αρκετά ώριμος για το εκδοτικό εγχείρημα. Στο μεταξύ, είχα κάνει και τα παραπάνω βήματά μου με τις μικρές τους προόδους. Στο διάστημα της εσωστρέφειας μου είχα γράψει και είχαν εκδοθεί δύο ακόμη βιβλία μου. Δύο πολιτικά δοκίμια, το ένα πάνω στην χρεοκοπία της Ελλάδας και το δεύτερο πάνω στην ελληνική επανάσταση του 1821 και τον Ιωάννη Καποδίστρια.

Στην Boulevard έδωσα (καθ’ ομολογία τρίτων) ποιοτική διάσταση, με τις σελίδες της να φιλοξενούν έρευνες, ιστορικά θέματα, προβληματισμούς γύρω από τον ελληνικό πολιτισμό, ζωγραφική, ποίηση κ.ο.κ. Κι ενώ η εφημερίδα έβρισκε τον δρόμο της με επιτυχία, σκέφθηκα ότι δεν μπορούσε από την ύλη της να απουσιάζουν οι άνθρωποι του πνεύματος, με αποκλειστικές συνεντεύξεις τους. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία προς την κατεύθυνση αυτή, ήταν η συνέντευξη που μου έδωσε η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ.

Επόμενος …στόχος μου ήταν ο Χρήστος Γιανναράς. Πως όμως θα του του πρότεινα μια συνέντευξη, με τις σχέσεις μου μαζί του να έχουν χαλαρώσει -μέχρι ατονήσει; Ντράπηκα να του τηλεφωνήσω. Αλλά δεν γινόταν ένα πνεύμα σαν του Γιανναρά ν’ απουσιάζει από την Boulevard! «Θα του στείλω ένα μέιλ, κι ό,τι γίνει», σκέφτηκα. Παράλληλα του ταχυδρόμησα και φύλλα της εφημερίδας. Δεν περίμενα, για να είμαι ειλικρινής, ότι θα ανταποκρινόταν θετικά για μία συνέντευξη. Δεν απέκλεια, ακόμη, να μην μου απαντούσε καθόλου…

«Τιμητική για μένα η πρόσκλησή σας»

Η πρώτη συνεργασία

Τελικά, στη ζωή τα πράγματα έρχονται από κει που δεν το περιμένεις! Στις 24 Απριλίου 2018 ήρθε στον υπολογιστή μου το μήνυμά του. Το αντιγράφω επί λέξει: «Αγαπητέ Κύριε Παρασκευόπουλε, ευχαριστώ για την επιστολή σας, τα τεύχη του Boulevard και την τιμητική για μένα πρόσκλησή σας να κάνουμε μαζί μια ΄΄συνέντευξη΄΄. Θα περιμένω τις ερωτήσεις σας, τις οποίες στη συνέχεια (και προτού τις απαντήσω) αν θέλετε να τις συζητήσουμε και προφορικά. Το μόνο που θα παρακαλέσω, και πιστεύω να συμφωνήσετε, οι ερωτήσεις να είναι πολύ – πολύ συγκεκριμένες -να αποφύγουμε τις γενικότητες. Εγκάρδια Χρήστος Γιανναράς».

Έπεσα από τα σύννεφα. Ανασήκωσα πανηγυρικά τα χέρια, αναφωνώντας «Yes»!!! Δεν ήταν μόνο ότι ο μεγάλος στοχαστής ανταποκρίθηκε θετικά στην παραχώρηση συνέντευξής του (σίγουρα θα έπαιξε ρόλο και η ποιοτική δημοσιογραφική δουλειά που θα διαπίστωσε ότι γίνεται στη εφημερίδα -κάτι που μου το είπε μετέπειτα), αλλά και το γεγονός ότι αντέστρεψε τους όρους και τις ανομοιότητες -επιδείχνοντας την ύψιστη ευγένεια και ανωτερότητα που τον διέκριναν. Με εξαίρεσε από τη θέση από την οποία εγώ θα έπρεπε να αισθάνομαι τιμητικά για την αποδοχή (και αυτό είναι το σωστό σε κάθε περίπτωση) -και σ’ αυτή την θέση μπήκε εκείνος, αισθανόμενος ο ίδιος τιμητικά για την πρόσκληση που του έκανα…

Την άφατη χαρά μου διαδέχθηκε η αγωνία. Ο Γιανναράς στην απάντησή του, ζήταγε, πολύ ευγενικά, να τεστάρει τις γνώσεις μου. Αυτό, σαφέστατα, υποδήλωνε η επιθυμία του, να συζητήσουμε προφορικά τις ερωτήσεις, πριν τις υποβάλλω γραπτώς. «Άντε, τώρα, να δώσω και να περάσω εξετάσεις από τον Γιανναρά. Θα κοπώ στα πρώτα πέντε λεπτά», μονολόγησα.

Ωστόσο, είχα μια μικρή αυτοπεποίθηση. Πήγα στο σπίτι του για…τις προφορικές εξετάσεις, όπως θα πήγαιναν οι φοιτητές του στο Πανεπιστήμιο. Ξαναβρέθηκα, λοιπόν, στο διαμέρισμα της οδού Ιωσηφόγλου μετά από επτά χρόνια. Μόλις με αντίκρυσε μου είπε με παράπονο, «μα, γιατί χαθήκατε τόσο καιρό;». Του ψέλλισα κάποιες αληθοφανείς δικαιολογίες. Περάσαμε στο γνώριμό μου σαλόνι, κι αρχίσαμε την συζήτηση. Γενικόλογη στην αρχή, εξειδικευμένη στη συνέχεια -στη σφαίρα εκείνη των θεμάτων στα οποία θα ήθελα να στραφεί η συνέντευξή μας. Με άκουγε με προσοχή, διακόπτοντάς με τρεις με τέσσερις φορές για κάποιον αντίλογό του. Τελικά, στη μια ώρα που κράτησε η συνάντησή μας, είχα πολλά πράγματα να του πω, κι εκείνος, εννοείται, απείρως περισσότερα…

«Κύριε Παρασκευόπουλε, έχετε μια αξιοσημείωτη παιδεία και ξεχωρίζω ακόμη και την ευγένειά σας. Δεν σας κρύβω, ότι τα διαπίστωσα στα κείμενά σας, στην εφημερίδα που εκδίδετε. Η αισθητική της είναι ανεπανάληπτη. Μπορούμε να συνεργαστούμε. Θα περιμένω γραπτώς τις ερωτήσεις σας», μου είπε ο φιλόσοφος. Τόσο πολύ ενθουσιάστηκα από τα λόγια του, που σηκώθηκα από τον καναπέ και του έσφιξα το χέρι. Ελαφρώς συγκινημένος κι αυτός, κατευθύνθηκε στην βιβλιοθήκη, τράβηξε ένα βιβλίο, έγραψε μια αφιέρωση και μου το δώρισε. Ήταν το βιβλίο του «FINIS GRAECIAE». Το συγκεκριμένο βιβλίο του Γιανναρά το είχα διαβάσει και το είχα κι εγώ στην βιβλιοθήκη μου, αλλά ανυπόγραφο από τον συγγραφέα του. Μόλις βγήκα στον δρόμο, άνοιξα το βιβλίο να διαβάσω την αφιέρωση: «Στον Στέλιο Παρασκευόπουλο με τη χαρά της πρώτης μας συνεργασίας και από καρδιάς ευχαριστίες. Χρήστος Γιανναράς -2018».

Στο σπίτι μου μόλις πήγα, με κατέλαβε το δεύτερο κύμα της αγωνίας. Μετά τις…προφορικές εξετάσεις, έπρεπε τώρα τα περάσω και τις…γραπτές. Να συντάξω τις ερωτήσεις. Κατέβασα από τα ράφια της βιβλιοθήκης μου όλα τα βιβλία του Γιανναρά που είχα, και στρώθηκα στο διάβασμα -να θυμηθώ ό,τι είχα διαβάσει κι ό,τι είχα μάθει από την σκέψη του. Διάβαζα και σημείωνα επί τρία συνεχόμενα μερόνυχτα, πίνοντας άπειρους καφέδες και καπνίζοντας αρειμανίως…

«Οι ερωτήσεις σας μου άρεσαν, με παρέσυραν…»

Μετά φόβου Θεού τού απέστειλα τις ερωτήσεις μου. Στις 3 Μαΐου 2018, ήρθε στον υπολογιστή μου το μέιλ του: «Αγαπητέ Κύριε Παρασκευόπουλε, οι ερωτήσεις σας μου άρεσαν, με παρέσυραν και έγραψα ίσως υπερβολικά εκτενείς απαντήσεις. Θα ήθελα ένα δικό σας φαξ, για να σας τις στείλω -γράφω ακόμα στο χέρι. Περιττό να πω ότι έχετε το ελεύθερο να ανακατατάξετε όχι μόνο τις ερωτήσεις σας, αλλά και τις απαντήσεις μου. Το μόνο που πολύ παρακαλώ είναι, να κάνω μια (τυπογραφική) διόρθωση, όταν οι απαντήσεις μου χτυπηθούν από σας στον υπολογιστή. Φεύγω αύριο για τη Θεσσαλονίκη, ως την Κυριακή το απόγευμα. Εγκάρδια Χρήστος Γιανναράς».

Στο νούμερο του φαξ που του έδωσα, έλαβα αργότερα τις χειρόγραφες απαντήσεις του. Δέκα τέσσερις ολόκληρες σελίδες. Αυτά τα χειρόγραφα ήταν σκέτο έργο τέχνης, με μια απίστευτη όμορφη καλλιγραφία -και με τις λέξεις, φυσικά, με όλα τους τα στολίδια, τους «κυματοειδείς αμπελώνες» που έλεγε ο Ελύτης, τους τόνους και τα πνεύματα. Λες και κάποιος ζωγράφος, όχι κάποιος γραφιάς, είχε πάρει το πενάκι του και πάνω στο χαρτί είχε ζωγραφίσει λέξεις, συνθέτοντας έναν πίνακα κειμένου…

Περνώντας το κείμενο των χειρόγραφων στον υπολογιστή μου, κοντοστάθηκα και συγκινήθηκα στην όγδοη απάντηση του Γιανναρά (στην αντίστοιχη ερώτησή μου), η οποία ξεκινούσε ως εξής: «Είχα πολλά χρόνια να αντιμετωπίσω σε συνέντευξη τόσο γόνιμα ερωτήματα, κύριε Παρασκευόπουλε, και σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δώσατε…». Αυτή η κουβέντα από έναν άνθρωπο αθώρητου πνευματικού ύψους, ίσως και να είναι ο μεγαλύτερος τίτλος τιμής που μου απονεμήθηκε στα περίπου σαράντα χρόνια της δημοσιογραφίας μου…

Αφού έγινε η φωτογράφηση του στο σπίτι του από τον κορυφαίο φωτογράφο Γιάννη Μάνο, συνεργάτη της Boulevard, τον ενημέρωσα, πριν τυπωθεί το φύλλο, ότι θα είναι πορτρέτο στο εξώφυλλο -δηλαδή η φωτογραφία του θα καταλαμβάνει ολόκληρη την πρώτη σελίδα. Μου το αρνήθηκε. «Μα δεν είναι υπερβολικό, κύριε Παρασκευόπουλε;» μου επισήμανε. «Καθόλου», του είπα εγώ, «ένας είναι ο Γιανναράς, δεν υπάρχει δεύτερος». Επέμενε να μην γίνει εξώφυλλο -μόνο που εγώ επέμενα περισσότερο και τελικά πέρασε το δικό μου! H συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο φύλλο Μαΐου της Boulevard και έκανε πάταγο. (η συνέντευξη επαναδημοσιεύεται στις επόμενες σελίδες)

Χάρις στη συνέντευξη του Γιανναρά, η εφημερίδα, αν και μικρή σε κυκλοφορία, και μηνιαία, καθιερώθηκε σ’ ένα αναγνωστικό κοινό κάποιου ανώτερου πνευματικού επιπέδου. Κατέστη μια ποιοτική εφημερίδα και οι αναγνώστες της την αναζητούσαν αγωνιωδώς από τα βιβλιοπωλεία όπου κυρίως διατίθετο δωρεάν. Και από τον Γιανναρά, ήρθαν στην Boulevard με συνεντεύξεις τους μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες. Ο Γιανναράς μου σύστησε τον ζωγράφο τον Σωτήρη Σόρογκα, ο Σόρογκας μου σύστησε τους μεγάλους ποιητές Τίτο Πατρίκιο και Αντώνη Φωστιέρη -γενικά, ενθουσιασμένοι όλοι τους από την ποιότητα, ο ένας έφερνε τον άλλον, με αποτέλεσμα μέχρι σήμερα η εφημερίδα να έχει φιλοξενήσει κάπου τριάντα συνεντεύξεις με την αφρόκρεμα του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου της Ελλάδος. (πρώτα ο Θεός, ίσως κάποια στιγμή εκδοθούν και σ’ ένα βιβλίο).

Από τον Μάιο του 2018 και μετά, συμπορευτήκαμε με τον Γιανναρά. Αδιάκοπα. Αχώριστα. Μέχρι τέλους. Έγινε ο καλύτερος φίλος της εφημερίδας, και εγώ ένας δικός του άνθρωπος. Όπως αγωνιούσα εγώ για την εφημερίδα, το ίδιο αγωνιούσε κι αυτός. Όπως την αγαπούσα εγώ (ήταν άλλωστε και η δουλειά μου), το ίδιο, ίσως και περισσότερο, την αγαπούσε κι εκείνος και την διάβαζε ανελλιπώς. Την εφημερίδα, όσες φορές δεν του την έδινα εγώ πηγαίνοντας στο σπίτι του, την ελάμβανε ανελλιπώς με το ταχυδρομείο. Και κάθε φορά που ελάμβανε την εφημερίδα, μου τηλεφωνούσε ή μου έστελνε μέιλ για να μου πει την γνώμη του, για να κάνει τις επισημάνσεις του, τις παρατηρήσεις του, τις εποικοδομητικές προτάσεις του.

«Το άρθρο σου καίριο και με εξαιρετική ώριμη γραφή»

Οι ΄΄μετοχές΄΄ της Boulevard ανεβαίνουν!

Σε μέιλ του, στις 21 Ιουνίου 2018, θα μου πει: «Αγαπητέ Στέλιο, πολύ καλό το Νο 33: Γνώμη λέω, για να κοινωνήσω τη χαρά μου. Το άρθρο σου καίριο και με εξαιρετική ώριμη γραφή. Το αφιέρωμα στον Χάρρυ Κλυνν, εύρημα εκπληκτικό. Βρήκα σημαντικό το άρθρο του Ηλία Δημητρέλλου. Το σαλόνι, εξαιρετική δήλωση ταυτότητας, εντυπωσιάζει. Θα έλεγα (αλλά μη με παίρνεις στα σοβαρά, σίγουρα η πείρα σου ξέρει καλύτερα): Λείπουν σύντομα σχόλια, αλλά καίρια, ευφυή, καυστικά. Στη θέση της αναδημοσίευσης για τον Ροθ, μια τηλεγραφική παρουσίαση -προβολή τριών τεσσάρων πολύ, μα πολύ καλών μυθιστορημάτων που κυκλοφόρησαν εφέτος: Στόουνερ, του Τζων Γουίλιαμς, Κέϋνα, Δύο αναμνήσεις, Η Κάρη μας, του Ντρέϊζερ, Μαχί Μπινεμπίν, Τα αστέρια του Σίντι Μούμεν -νομίζω πως δεν υπάρχει πια ελληνικό έντυπο με σελίδα βιβλιοκρισίας. Είναι κάτι που λείπει. Και πάλι σε ευχαριστώ, Χρήστος Γιανναράς».

Σε άλλο μέιλ του, στις 24 Νοεμβρίου 2018, θα μου γράψει: «Το άρθρο σας καίριο και εξαιρετικά πολύτιμο. Το αφιέρωμα στην απώλεια της Κύπρου γόνιμο εφόδιο για κάθε μελλοντικό προβληματισμό σχετικό. Νομίζω, τα δύο αυτά κομμάτια ανεβάζουν σημαντικά τις ΄΄μετοχές΄΄ του Boulevard». Σε εκείνο το φύλλο του Νοεμβρίου, το Νο 37, είχα γράψει ένα αφιέρωμα 16 σελίδων για την εισβολή της Τουρκίας το 1974 στην Κύπρο, με πολλά αποκαλυπτικά στοιχεία τα οποία είχα αντλήσει από τον «φάκελο της Κύπρου», που είχε κατατεθεί στη Βουλή από την Επιτροπή που είχε εξετάσει τα τραγικά γεγονότα εκείνης της περιόδου. Στο δε άρθρο μου (Editorial), με τίτλο «Μοναρχία κομμάτων», σχολίαζα την λειτουργία των ελληνικών κομμάτων και εξέφραζα την άποψη ότι η χώρα χρειάζεται πολιτειακή και θεσμική ανασυγκρότηση και σύνταξη νέου Συντάγματος.

Κι ενώ οι ΄΄μετοχές΄΄ της Boulevard ανέβαιναν μήνα με τον μήνα, όσες φορές πήγαινα στο σπίτι του Γιανναρά, μου έλεγε σχεδόν πάντα: «Αυτή η εφημερίδα δεν έχει την θέση που αξίζει. Αξίζει και πρέπει να διαβάζεται από πολύ περισσότερους, να μπαίνει σε κάθε ελληνικό σπίτι». Μου υπογράμμιζε ακόμη, ότι πρέπει συνεχώς να εμπλουτίζει την ύλη της και κυρίως να έχει σελίδα αφιερωμένη στην κριτική βιβλίων. Του εξηγούσα πως όλα αυτά τα σωστά που έλεγε, απαιτούσαν παραπάνω χρήματα τα οποία η εφημερίδα δεν είχε. Ότι προϋπέθεταν αύξηση εσόδων (διαφημίσεων). «Όλο κι όλο τρεις άνθρωποι βγάζουν την εφημερίδα», του εξηγούσα -λέγοντας του ότι είναι και φορές που μόνος μου γράφω την μισή εφημερίδα. Με κατανοούσε απόλυτα και σκεφτόμασταν και οι δύο μας διάφορους τρόπους για την περαιτέρω κυκλοφοριακή άνοδο της εφημερίδας. Όμως, καμιά σκέψη μας δεν καρποφορούσε, και τον έβλεπα να στεναχωριέται…

«Πολύ μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία»

Για το φύλλο της Boulevard Νο 39, τον Φεβρουάριο του 2019, είχα πάρει συνέντευξη από τον πρέσβη επί τιμή Αλέξανδρο Μαλλιά, ο οποίος είχε υπηρετήσει στα Βαλκάνια και στην Ουάσιγκτον -και είχα δημοσιεύσει μια σπάνια ΄΄ανοικτή επιστολή΄΄ την οποία είχα βρει στο αρχείο μου. Η επιστολή αυτή είχε αποσταλεί τον Μάρτιο του 1992 στους δώδεκα υπουργούς Εξωτερικών των χωρών της τότε ΕΟΚ, με την οποία οι υπογράφοντες τους καλούσαν να μην αναγνωρίσουν τα Σκόπια με την ονομασία «Μακεδονία». Η ΄΄ανοικτή επιστολή΄΄ υπογράφονταν από σπουδαίες προσωπικότητες της Ελλάδας, τον Οδυσσέα Ελύτη, την Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, τον Αριστόβουλο Μάνεση, την Μελίνα Μερκούρη και τον Δημήτρη Τσάτσο.

Την εφημερίδα την ταχυδρόμησα στον Γιανναρά. Μόλις την έλαβε και την διάβασε, μου απάντησε αμέσως. Θα μου πει στο μέιλ του, με ημερομηνία 21/2/2019: «…ήθελα να σας πω τον ενθουσιασμό μου: Ο κ. Μαλλιάς πολύτιμο εύρημα και το οπισθόφυλλο (σ.σ. όπου είχε δημοσιευτεί η ΄΄ανοικτή επιστολή΄΄) ανεκτίμητο -πολύ μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία. Αυτό το τεύχος θα έπρεπε να δημιουργήσει μεγάλο θόρυβο, αλλά που; στο απόλυτο κενό; Σκεπτόμουν: αγνοούσε αυτό το κείμενο ο Μητσοτάκης, η Καθημερινή, ή σκόπιμα το αποσιώπησαν; Καλή δύναμη, καλή συνέχεια. Και πάλι ευχαριστώ».

Στα τέλη Αυγούστου του 2019 ο Γιανναράς τιμήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο με το Οφφίκιο του Άρχοντος Μεγάλου Ρήτορος. Δεν μου είχε πει τίποτα -άλλωστε δεν είχαμε ιδωθεί λόγω των θερινών διακοπών. Φρόντισα, ωστόσο, να του κάνω μια έκπληξη. Πληροφορήθηκα τα σχετικά, πήρα από το Πατριαρχείο φωτογραφίες από την τιμητική εκδήλωση, και στο φύλλο του Οκτωβρίου δημοσίευσα ένα δισέλιδο αφιέρωμα -με τις ομιλίες, κατά την τελετή, του Βαρθολομαίου και του Γιανναρά. Του ταχυδρόμησα την εφημερίδα. Μόλις την ξεφύλλισε και είδε το αφιέρωμα, με πήρε αμέσως τηλέφωνο. Αφού με ευχαρίστησε, έγινε μεταξύ μας ο εξής διάλογος:

-Γιατί θέλετε να κάνετε κακό στην εφημερίδα σας;

-Γιατί το λέτε αυτό κ. Γιανναρά, δεν καταλαβαίνω…

-Κύριε Παρασκευόπουλε έχω πολλούς εχθρούς. Όσο με προβάλλετε στην εφημερίδα, κάνετε κι εσείς εχθρούς. Θα εχθρεύονται και την εφημερίδα…

-Δεν ξέρω κ. Γιανναρά εάν έχετε εχθρούς, αλλά ξέρω ότι έχετε και φίλους. Και η Boulevard σας αγαπά.

Οι «εχθροί» του

Είχε ο μεγάλος στοχαστής «εχθρούς»; Είχε και παραείχε! Μου είχε πει κάποια πράγματα για συναδέλφους του καθηγητές και για κάποιους άλλους διανοητές …της μόδας και της πιάτσας. Ακόμη και στην «Καθημερινή» που έγραφε την επιφυλλίδα του, από ενυπόγραφο άρθρο δημοσιογράφου της ίδιας εφημερίδας είχε δεχθεί εμπαθή κριτική. Δεν ανταπαντούσε, κατάπινε μόνος του την πίκρα και δεν κρατούσε κακίες. Ήξερε πολύ καλά, σαν μελετητής του Ντοστογιέφσκι, ότι ο πόνος και η ταλαιπωρία είναι πάντα αναπόφευκτα για κάποιον με μεγάλη νοημοσύνη και με βαθιά καρδιά. Ότι ο πραγματικός σπουδαίος άνθρωπος πρέπει να έχει μεγάλη θλίψη στη γη. Και όσες φορές συζητάγαμε αυτά τα θέματα, μου έλεγε «μη δίνεις σημασία».

Προφανώς και με την σκέψη του δεν θα μπορούσε να συμφωνήσουν οι πάντες. Προφανώς και θα υπήρχαν αντιδράσεις -μερικές μάλιστα να ήταν και τεκμηριωμένες σ’ έναν βαθμό. Οι «εχθροί» του δεν του συγχωρούσαν την πνευματική εμμονή του στον πολιτισμό της Ανατολής και της Ορθοδοξίας -τον έντονο θεολογικό / ιστορικό / πολιτιστικό / πολιτικό αντιδυτικισμό του, την αδιαπραγμάτευτη άρνησή του να προσαρμοστεί στα νέα και τα τρέχοντα ιδεολογικά ρεύματα της Ευρώπης. Όλοι αυτοί, είτε είχαν άδικο είτε όχι, ένα ήταν (και είναι) σίγουρο: ότι εάν αποφλοίωνες τον καρπό της σκέψης του Γιανναρά, βαθιά μέσα στον πυρήνα του θα έβρισκες τον καημό και τον έρωτά του. Τον έρωτά του για την πατρίδα, για την Ρωμιοσσύνη, για τον Ελληνισμό ολόκληρο. Και μπορεί ο φιλομαθής λόγος του να ήταν σταθερός και αναλλοίωτος για δεκαετίες ολόκληρες -οπισθοδρομικός για κάποιους- ήταν, ωστόσο, ένας λόγος που, περιέργως πως, προηγούνταν όλων των εποχών. Που προέβλεπε τα επακολουθήσαντα. Η σκέψη του προπορεύτηκε κατά πολύ του άλλου μεγάλου διανοούμενου, του Παναγιώτη Κονδύλη, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του ’90 έκανε λόγο για «φθίνον Έθνος». Προηγήθηκε, ακόμη και του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος το 1990 στο δοκίμιο του «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά» προειδοποίησε για τον αναπόφευκτο εκτροχιασμό του ελληνισμού.

Ο Χρήστος Γιανναράς είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου προ πολλού, από το 1986, με την επιφυλλίδα του στην εφημερίδα «Το Βήμα», με τίτλο ΄΄Finis Graeciae΄΄. Μια επιφυλλίδα, στην ουσία ένα ευθύ προμήνυμα ιστορικού τέλους. Από τότε φώναξε «Η Ελλάδα πέθανε και τη σκοτώσαμε εμείς -δεν είναι ρητορικό σχήμα». Τον άκουσε κανείς; Και η Ελλάδα χρεοκόπησε πανηγυρικά το 2010…

Το συγκινητικό τέλος του

Τον τελευταίο χρόνο ο μεγάλος στοχαστής είχε διαισθανθεί το τέλος του. Τον είχα δει στο διαμέρισμα της Ιωσηφόγλου πέρυσι τον Οκτώβριο. Ήταν καταστεναχωρημένος που τα προβλήματα της υγείας του δεν του είχαν επιτρέψει το καλοκαίρι να πάει στο ησυχαστήριό του, στο σπίτι του στα Αρωνιάδικα, στα Κύθηρα. Ήταν η τελευταία συνάντησή μου μαζί του. Έκτοτε δεν το ξαναείδα. Τα λέγαμε τηλεφωνικά -δηλαδή τα είπαμε τέσσερις φορές όλες κι όλες. Κάθε φορά, μόλις με άκουγε στο τηλέφωνο, έκανε σαν μικρό παιδί από την χαρά του. Ποτέ άλλοτε, όταν τηλεφωνιόμαστε, δεν ήταν τόσο χαρούμενος. Και κάθε φορά μου έλεγε για την μοναξιά που αισθανόταν. «Πως να πάω Στέλιο, μοναξιά». Κατάλαβα καθαρά ότι κάποιοι, ίσως και αρκετοί, πως τον είχαν ξεχάσει. Είναι φαίνεται στην κακοφτιαγμένη φύση μας, να ξεκόβουμε από τους ανθρώπους μας όταν αυτοί αποσύρονται από το προσκήνιο -να τους παραλείπουμε όταν παύει να έχουμε απ’ αυτούς κάποιο όφελος. Ήδη, τους τελευταίους μήνες, είχε σταματήσει να αρθρογραφεί στην «Καθημερινή», να έχει την κυριακάτικη επικοινωνία με το κοινό του -τους φίλους του και τους «εχθρούς» του. «Δεν έχω δυνάμεις να γράψω», μου έλεγε με την καταβεβλημένη φωνή του. Δεν επεδίωξα να συναντηθούμε γιατί αντιλήφθηκα ότι όλη αυτή την κατάσταση ήθελε να την διαχειριστεί μόνος του. Ίσως, μόνο μαζί με τον Θεό. Είχε απομονωθεί στον εαυτό του. Ακόμη και σε επιστήθιους φίλους του, που τον καλούσαν για φαγητό, αρνιόταν συνάντηση…

«Έφυγε» ήρεμα και ταυτόχρονα συγκλονιστικά, στις 24 Αυγούστου. Μόλις αισθάνθηκε ότι δεν είναι καλά, φώναξε έναν φίλο του ιερέα και γιατρό, ο οποίος διέγνωσε πνευμονικό οίδημα. «Πεθαίνω» είπε, και προέτρεψε τον φίλο του να αρχίσει αμέσως να ψάλει τα νεκρικά τροπάρια. Στο επόμενο λεπτό, σήκωσε το χέρι του κι έκανε το σημείο του σταυρού. Αμέσως μετά έκλεισε για πάντα τα μάτια του. «Έφυγε» ήρεμα και χριστιανικά για να ανταμώσει τον Θεό. Όπως το ήθελε…

Σε ό,τι με αφορά, τι παραπάνω να πω; Δεν ήμουν ο επιστήθιος φίλος του. Δεν ήμουν ο άνθρωπος τού κύκλου του, της ακαδημαϊκής του ομάδας, της καθημερινής του ζωής. Η δυνατή γνωριμία μας μόλις έξι χρόνια μέτρησε. Ήμουν, απλώς, ο άνθρωπος που όταν με γνώρισε με εμπιστεύτηκε. Και για μένα ήταν ο πνευματικός άνθρωπος που έσκυψε και αγάπησε την δουλειά μου. Όσο απλά κι αν ακούγονται όλα αυτά, άλλο τόσο μεγαλειώδη είναι. Δεν υπάρχει πιο εξαίσιο δώρο στη ζωή από την φιλία, την γνωριμία, την συναναστροφή, με ευγενείς ανθρώπους υψηλών ποιοτήτων και γνωρισμάτων. Και δεν το κρύβω, η βραχύβια γνωριμία μαζί του ήταν για μένα ένα είδος απόδρασης. Μια λυτρωτικής απόδρασης από τα μικρά μεγέθη που πνίγουν την κοινωνία και τη ζωή μας…

Τρεις με τέσσερις το πολύ θα είναι οι δυνατές στιγμές που θα ομορφύνουν την ζωή μας. Στιγμές που θα μείνουν στον χρόνο. Για εμένα, μία απ’ αυτές τις στιγμές ήταν ο Χρήστος Γιανναράς. Αιώνια η μνήμη του.