Η «μεγάλη αποικία» του Καβάφη
Ας κάνουμε, έτσι ξαφνικά μια βουτιά στον χρόνο. Στο 1928. Είναι η χρονιά που αρχίζει να λειτουργεί η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Που ξεσπά στην Κρήτη τεράστια εξέγερση εναντίον της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης Ζαΐμη. Και βέβαια είναι η χρονιά κατά την οποία ο Ελευθέριος Βενιζέλος επανέρχεται στην πολιτική κι αναλαμβάνει εκ νέου την αρχηγία του κόμματος των Φιλελευθέρων για να οδηγηθεί στον εκλογικό θρίαμβο της 19ης Αυγούστου και ως πρωθυπουργός να παρουσιάσει ένα ιδιαίτερα αισιόδοξο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ώστε να μπει η Ελλάδα σε αναπτυξιακή τροχιά και να θεραπεύσει τις πληγές της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο εκτεταμένος δανεισμός καλύπτεται κυρίως από Άγγλους κεφαλαιούχους, ενώ η χώρα απλά απέχει μόλις 4 χρόνια από τη χρεοκοπία.
Από τη Ναταλί Χατζηαντωνίου
Στην Αίγυπτο όπου οι Άγγλοι έχουν ήδη από το 1922 αναγνωρίσει τη χώρα ως ανεξάρτητο κράτος, χωρίς ωστόσο να έχουν συμπεριφερθεί έκτοτε αναλόγως, το 1928 είναι η χρονιά που συστήνονται οι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι», που γεννιέται ο Χόσνι Μουμπάρακ, που ιδρύεται η Μπενάκειος Βιβλιοθήκη, που ο Στρατής Τσίρκας πιάνει δουλειά στην Εθνική Τράπεζα. Είναι επίσης η χρονιά που ο Κωνσταντίνος Καβάφης γράφει το ποίημα «Εν μεγάλη ελληνική αποικία το 200 π.Χ.», τοποθετώντας την ποιητική του δράση στην εποχή της παρακμής των ελληνιστικών βασιλείων και στην απαρχή των ρυθμιστικών παρεμβάσεων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Ο Γ. Π. Σαββίδης, ο εγκυρότερος εκδότης των καβαφικών ποιημάτων, είχε επισημάνει μάλιστα πως σ’ αυτό το ποίημα «ο Καβάφης δεν εντοπίζει την αποικία παρά μόνο χρονικά: το 200 π.Χ. δηλώνει την καμπή της ελληνιστικής εποχής – την εμφάνιση των Ρωμαίων ως διαιτητών του Ελληνισμού...».
Δύο περίοδοι κρίσιμες για την ελληνική ιστορία εμπλέκονταν εκ των πραγμάτων στη μικρο-ιστορία αυτού του αριστουργηματικού ποιήματος: Τόσο ο ποιητικός όσο και ο ρεαλιστικός χρόνος αντανακλούσαν την παρακμή και υπαινίσσονταν την κατάρρευση.
Από αυτή την άποψη ήταν κάπως μοιραίο σε μία περίοδο σαν κι αυτήν που ζούμε τώρα το ποίημα αυτό όπως κι άλλα ανάλογα από τα «πολιτικά» του Καβάφη να συνδεθούν και μ’ έναν τρίτο ιστορικό χρόνο, τον παρόντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι σταμάτησε κάποτε η μελέτη του Αλεξανδρινού. Ούτε ότι η ποίησή του αποσυνδέθηκε από το «τώρα». Άλλωστε όπως διαβάζουμε ήδη από το 1932 ο Νικόλαος Κάλας επεσήμαινε ότι «σκίζοντας το πέπλο της ιστορίας στο έργο του Καβάφη, έχουμε μία εικόνα της σύγχρονης ζωής».
Παρ’ όλα αυτά η δημόσια «επικαιροποίησή» του συνδεόταν συχνά με την κοινωνικοπολιτική πραματικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο ποίημα από την κρίση και μετά, χρησιμοποιήθηκε συχνά σε δημόσιες παρεμβάσεις. Μια ακόμη «θορυβώδης» αφορμή για να επανέλθει στο προσκήνιο το ποίημα δόθηκε από την πρωτοβουλία του (κατόχου του Αρχείου Κ. Π. Καβάφη) Ιδρύματος Ωνάση, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την 150ή επέτειο από τη γέννηση και την 80ή από τον θάνατο του ποιητή να απομονώσει θραύσματα από ποιήματά του και με την εικαστική παρέμβαση των Beetroot να φτιάξει αφίσες που θα ταξίδευαν σε αθηναϊκά Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Η «βία» (με την καβαφική έννοια) του Ιδρύματος Ωνάση να φέρει σε πέρας την πρωτοβουλία της έκανε τους υπεύθυνους για την επιλογή των καβαφικών θραυσμάτων (υπό την εποπτεία του καθηγητή Ανδρέα Μεταξά) να δράσουν άστοχα στην καλύτερη περίπτωση: ο ακρωτηριασμός από το συγκεκριμένο ποίημα της φράσης «είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία» δεν άφηνε περιθώρια σε όποιον δεν γνώριζε το ποίημα να αναγνωρίσει τη «βιασύνη» στη λέξη «βία». Ο ποιητικός στίχος έγινε μοδάτο ιδεολογικό σύνθημα, η τραγικωμωδία που κάποτε αφορούσε τον Σολωμό («...που με βια μετράει τη γη») επαναλήφθηκε και μπροστά στη διαμαρτυρία και στις χιουμοριστικές επιθέσεις των διαδικτυακών «τρολς» το Ίδρυμα Ωνάση ανέκρουσε πρύμναν και συμπλήρωσε τον στίχο: «Να μη βιαζόμεθα• είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία».
Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για το ριψοκίνδυνο εγχείρημα της απομόνωσης στίχων από το ποιητικό τους περιβάλλον και δη στον Καβάφη για τον οποίο ο ίδιος ο Ελύτης φέρεται να είχε πει ότι «αποσπασμένοι οι στίχοι του, μοιάζουν κουβέντες του δρόμου». Απόδειξη το συγκεκριμένο εγχείρημα που «παραμόρφωσε» τον ποιητή στερώντας του «αρχετυπικά» του χαρακτηριστικά όπως την, κοινώς αποδεκτή από τους περισσότερους μελετητές του, περίφημη «καβαφική ειρωνεία». Η Μάργκεριτ Γιουρσενάρ ενέτασσε μάλιστα (1958) το συγκεκριμένο ποίημα σε όσα καβαφικά «συνοψίζουν σε μία σκηνή του δρόμου ή σε μία φλυαρία γραφειοκρατών την αναλλοίωτη κωμωδία του κράτους». Ο Στρατής Τσίρκας πρότεινε πάλι στην περίφημη μελέτη του για τον Καβάφη και την εποχή του (Κέδρος 1958) μια μεθοδολογία της ποιητικής του προσέγγισης μέσω τριών «κλειδιών»: α) της λόγιας πηγής, του ιστορικού γεγονότος, β) του σύγχρονου, πραγματικού γεγονότος, και γ) «χαμηλότερα βρίσκεται το τρίτο κλειδί, που μπορεί και το ακούει το εξασκημένο αυτί. Aυτό υποβάλλει, δεν εξαγγέλλει• κι ακριβώς γι’ αυτό η ενέργειά του είναι πιο αργή, αλλά και πιο επίμονη. Πηγή του: τα βιώματα του ποιητή, το ψυχικό γεγονός».
Ο ίδιος ο Καβάφης πάλι με άλλη αφορμή προέβλεπε σε ένα σημείωμά του το 1905: «Oι άθλιοι νόμοι της κοινωνίας ―μήτε της υγιεινής, μήτε της κρίσεως απόρροια―με μίκραιναν το έργον μου. Eδέσμευσαν την έκφρασί μου• μ’ εμπόδισαν να δώσω φως και συγκίνησιν εις όσους είναι σαν κ’ εμένα καμωμένοι (...) Tέλος, τι να κάμω; Πάω άδικα, αισθητικώς. Kαι θα μείνω αντικείμενον εικασίας• και θα με καταλαμβάνουν το πληρέστερον, απ’ τα όσα αρνήθηκα».