Γιατί να κάνεις δουλειές στην Ελλάδα;
Έξι χρόνια σκληρής λιτότητας, που συνοδεύτηκαν από μεγάλες αυξήσεις στους φόρους, περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις, αλλά στα «εύκολα» τα διαρθρωτικά οι Έλληνες πολιτικοί απέτυχαν.
Την 60ή θέση (από 189 χώρες) κατέλαβε η Ελλάδα στο Doing Business 2016, 2 θέσεις χαμηλότερα από πέρυσι, στον δείκτη του ΟΟΣΑ που μετρά παγκοσμίως πού είναι καλύτερο να κάνεις δουλειές και πού να το αποφεύγεις.
Ως προβληματικά πεδία αναφέρονται η λειτουργία της Δικαιοσύνης, οι συναλλαγές ακινήτων, η λήψη δανείων και η επίλυση χρεοκοπίας. Καταγράφεται ακόμα ισχυρή ρύθμιση της αγοράς από τον κρατικό έλεγχο, υψηλά εμπόδια σε επιχειρηματικότητα και αυστηρή ρύθμιση των χερσαίων μεταφορών και της αγοράς ενέργειας.
Τις χαμηλότερες βαθμολογίες συγκεντρώνουν και η ανάπτυξη αγοράς χρήματος, το μακροοικονομικό περιβάλλον, η καινοτομία, η αναποτελεσματική λειτουργία των αγορών και οι αδύναμοι θεσμοί. Στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα περιλαμβάνεται παραδόξως η υγεία και η πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ μέτριες επιδόσεις παρουσιάζουν οι υποδομές και η τεχνολογική ετοιμότητα.
Οι Έλληνες πολιτικοί απέτυχαν να φέρουν σε πέρας την αυτονόητη δουλειά τους, να σχεδιάσουν δηλαδή μέσω παρεμβάσεων που θα ανοίξουν την οικονομία και θα τονώσουν την ανάπτυξη, την ανακούφιση των Ελλήνων πολιτών από τις μάστιγες της υπερφορολόγησης και της ανεργίας.
Το ακόμα πιο παράδοξο είναι ότι οι κινήσεις σε αυτό το πεδίο χειροτερεύουν αντί να βελτιώνονται από τη σημερινή κυβέρνηση. Στη φετινή έρευνα του Doing Business αντιστρέφεται η τάση μιας έστω και μικρής βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, καθώς καταγράφεται υποχώρηση για πρώτη φορά στα μνημονιακά χρόνια.
Τι κι αν ο πρωθυπουργός καλούσε από το Νταβός τους επενδυτές να έρθουν για δουλειές στην Ελλάδα, οι υπουργοί του «χαμπάρι» δεν πήραν. Με τα δυσμενή δεδομένα όπως καταγράφονται στις επίσημες έρευνες, οι υπουργοί της σημερινής κυβέρνησης προσθέτουν καθημερινά λόγους σε έναν επενδυτή για να μην επενδύσει ούτε ευρώ στην ελληνική οικονομία.
Τι να πρωτοθυμηθούμε, τον υπουργό Σκουρλέτη και τη διαμάχη με την Ελ Ντοράντο η οποία έχει λάβει δικαστικές διαστάσεις, τον υπουργό Δρίτσα και την πολεμική που ασκεί στην αποκρατικοποίηση του ΟΛΠ ή τον αρμόδιο επί της Αναπτύξεως υπουργό Σταθάκη ο οποίος λάμπει διά της απουσίας του – όπως και η ανάπτυξη – καθώς έναν χρόνο υπουργός δεν έχει φέρει ούτε «μισό» σχέδιο για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Είναι προφανές ότι το αρχικό σχέδιό τους για μια κρατικοδίαιτη ανάπτυξη δεν μπορεί να προχωρήσει, καθώς λεφτά για ανάπτυξη δεν υπάρχουν. Μόνον σε ξένες επενδύσεις ή τα διαρθρωτικά κονδύλια της Ε.Ε. μπορεί να ελπίζει κάποιος. Όποιος νομίζει ότι είμαστε ένας μοναδικός προορισμός για το παγκόσμιο κεφάλαιο, το οποίο δεν έχει πουθενά αλλού να πάει, ζει σε μια γυάλα, εκτός πραγματικότητας.
Μόνη λύση είναι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Η προσπάθεια αυτή πρέπει να γίνει σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από οιονεί υφεσιακές προοπτικές. Και όλα αυτά όταν η σε εξέλιξη 4η βιομηχανική επανάσταση (τεχνολογίες που διαπερνούν τα όρια μεταξύ της φυσικής, της ψηφιακής και της βιολογικής σφαίρας) αφήνει πίσω τις χώρες που δεν παρακολουθούν τις τεχνολογικές εξελίξεις, προκαλώντας μεγαλύτερα αδιέξοδα στην απασχόληση χαμηλών εξειδικεύσεων. Η Ελλάδα παραμένει μια χώρα με λαμπρές προοπτικές ανάπτυξης. Η κυβέρνηση οφείλει να τις αξιοποιήσει και όχι να παραμένει καθηλωμένη στη διαχείριση της υφεσιακής μιζέριας και να προσβλέπει σε συνταγές ανάπτυξης μιας άλλης εποχής, που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
ΦΩΤΟ: ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ