Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου, 2024 - 13:51

H ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης

Η ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση και το άσυλο στηρίχθηκε κυρίως σε τρεις άξονες: α) Το πρόγραμμα της Χάγης, που έθεσε τις βάσεις για την υιοθέτηση ενός κοινού συστήματος ασύλου, β) Το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου (Κ.Ε.Σ.Α.), το οποίο επικεντρώνεται στη συγκρότηση της ΕΕ ως ενιαίου χώρου ασύλου, μέσα από Οδηγίες και προδιαγραφές (Κανονισμός Δουβλίνο Ι, ΙΙ, ΙΙΙ), γ) Το πρόγραμμα της Στοκχόλμης, που ολοκληρώθηκε το 2014 και το οποίο επικεντρώθηκε κυρίως στην αντιμετώπιση της παράτυπης μετανάστευσης και στη συνεργασία με τρίτες χώρες.

Από τον Μιχάλη Έρνεστ*

Η ευρωπαϊκή πολιτική αποσκοπεί πρωτίστως στη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων, που θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την εξασφάλιση της εσωτερικής ασφάλειας της Ένωσης και της ελεύθερης συνοριακής ζώνης Σένγκεν. Βασικό στοιχείο είναι η περιφρούρηση των (εξωτερικών) συνόρων σε συνεργασία με τον FRONTEX και η αξιοποίηση τεχνολογικών μέσων ελέγχου (VIS, UAV, Eurodac, Eurosur). Συγχρόνως, η ευρωπαϊκή πολιτική αποπειράται της εξισορρόπησης της αποτροπής και επιστροφής των παράτυπων μεταναστών με την απρόσκοπτη πρόσβαση στο σύστημα ασύλου, δικαίωμα ενσωματωμένο (άρ. 18) στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και κατ’ επέκταση στη Συνθήκη της Λισαβόνας.

Τον Μάιο του 2015, εν μέσω του όγκου των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών στα θαλάσσια σύνορα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την Ατζέντα για τη Μετανάστευση, που θα αποτελούσε και τον βασικό άξονα δράσης της Επιτροπής στο θέμα διαχείρισης της μετανάστευσης και του ασύλου για την επόμενη πενταετία. Επαναδιατυπώθηκε έτσι η βασική αρχή της ΕΕ για την προστασία των εξωτερικών συνόρων και τη διασφάλιση του κεκτημένου Σένγκεν. Βάρος δίδεται στην καταπολέμηση της διακίνησης ανθρώπων (smuggling), σχεδόν παραγνωρίζοντας τη σημασία που έχουν οι διεθνείς πολιτικές στη διαμόρφωση μεταναστευτικών ροών, αλλά και στη «βιομηχανία» της μετανάστευσης με απουσία πολιτικών στο πεδίο των προβλημάτων, δηλαδή στις περιοχές προέλευσης.

Η Επιτροπή προχώρησε στη διαπίστωση ότι το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου δεν έχει εφαρμοστεί πλήρως από όλους, ούτε με τον ορθότερο τρόπο, αναγνωρίζοντας την ανάγκη επανεξέτασης των Οδηγιών κατόπιν αξιολόγησης της εφαρμογής τους. Παρόλα αυτά δεν υπήρξε ουσιαστική πρόταση για τη διαχείριση των αφίξεων. Παράλληλα η εντύπωση που έχει επικρατήσει ότι δεν υπάρχει διασφάλιση των εξωτερικών συνόρων έχει οδηγήσει στη λήψη μερικώς αποτελεσματικών μέτρων (επιχειρήσεις ΝΑΤΟ που πάντως δεν δημιουργούν υψηλές προσδοκίες, λίαν περιορισμένος αριθμός -800 συνολικά- ατόμων για μετεγκατάσταση/relocation, ενδυνάμωση του ρόλου της Τουρκίας για έλεγχο των ροών, βραδύτητα υλοποίησης δημιουργίας Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής). Η έλλειψη κεντρικής και κοινής πολιτικής διαφάνηκε και στις συζητήσεις για τη μετεγκατάσταση προσφύγων από Ελλάδα και Ιταλία.

Η αδυναμία επικράτησης της πρότασης Γιούνκερ για υποχρεωτική ποσόστωση σε μόνιμη βάση, αλλά και η άρνηση ορισμένων κρατών-μελών να ψηφίσουν τον προσωρινό μηχανισμό μετεγκατάστασης 160.000 προσφύγων, αποτελούν περαιτέρω ενδείξεις εσωτερικού διχασμού. Η απόφαση της Γερμανίας να αποδίδει μόνον καθεστώς επικουρικής προστασίας στους Σύρους πρόσφυγες και η περικοπή του οικονομικού επιδόματος ως αντικινήτρου, για να πάψει να αποτελεί τον σπουδαιότερο πόλο έλξης για πρόσφυγες και (οικονομικούς) μετανάστες, είναι επιπρόσθετα στοιχεία διαφοροποίησης στην προσπάθεια δημιουργίας ενός ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ασύλου.

Ωστόσο, η Γερμανία παραμένει η μοναδική ίσως χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που αναγνωρίζει ότι οι αριθμοί δεν είναι αποτρεπτικοί, ούτε αδύνατον να ενταχθούν στην Ενωμένη Ευρώπη και ότι αυτό που λείπει είναι κοινή πολιτική και συνεργασία.

*Ο Μιχάλης Έρνεστ είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών