Ποσότητες και ποιότητες

Μπήκε τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο;
Μπήκε τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο; Εκ πρώτης όψεως, ναι. Με το σκεπτικό ότι για πρώτη φορά οι «καναλάρχες» κλήθηκαν – υποχρεώθηκαν να πληρώσουν την άδεια για τη χρήση της δημόσιας συχνότητας των τηλεοπτικών σταθμών τους. Έπρεπε να υπάρχουν άδειες; Αναμφίβολα ναι, όταν σ’ ένα συντεταγμένο κράτος και το τελευταίο καφενείο υποχρεούται να έχει άδεια (υγειονομικού ενδιαφέροντος) και να πληρώνει τέλος για τα τραπεζοκαθίσματα που χρησιμοποιεί σε δημόσιο χώρο. Πατάχθηκε η περιλάλητη διαπλοκή; Όχι. Τουναντίον, εκτιμάται ότι θα τη γιγαντώσει. Απλά, από την άνομη θα περάσουμε στην έννομη διαπλοκή. Υπήρχε μέχρι τώρα διαπλοκή; Ασύστολη. Τα ΜΜΕ (τα πλείστα) και οι ιδιοκτήτες τους (οι πλείστοι) αποτελούσαν την επιτομή της διαπλοκής. Σε βαθμό απληστίας. Τι εννοούμε διαπλοκή; Το υπόγειο δούναι – λαβείν μεταξύ Πολιτείας (κυβέρνηση – κόμματα) και ιδιοκτητών ΜΜΕ.
Τι είναι υπόγειο; Ό,τι είναι πέραν των καθορισμένων από το Σύνταγμα αρμοδιοτήτων μιας εκλεγμένης κυβερνήσεως. Ό,τι είναι πέραν των προσδιορισμένων δραστηριοτήτων από το καταστατικό μιας εκδοτικής ή τηλεοπτικής επιχειρήσεως. Τι ανταλλάσσουν οι δύο συναλλασσόμενοι; Χρήμα και υπηρεσίες. Ποιος προσφέρει το ένα και ποιος το άλλο; Τα μετρητά η κυβέρνηση ή τα κόμματα, τις υπηρεσίες η εκδοτική επιχείρηση. Τι χρήμα είναι αυτό; Νόμιμο, εάν πρόκειται για αναθέσεις δημόσιων έργων, προμήθειες του Δημοσίου, χορηγίες διαφημίσεων κρατικών φορέων και οργανισμών. Ημινόμιμο, ενίοτε και παράνομο, εάν πρόκειται για δανειοδοτήσεις χωρίς τις αναγκαίες εξασφαλίσεις, ή σκέτα με «αέρα». «Μαύρο», εάν το χρήμα προέρχεται από τους αόρατους πολιτικούς και κομματικούς χορηγούς. Τι υπηρεσίες προσφέρει η άλλη πλευρά; Την ύψιστη που μπορεί να παρέχει ένα συγκρότημα ενημερώσεως. Τη διαχείριση της κοινής γνώμης. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Χαλιναγώγηση των πολιτών μέσω των ειδήσεων, των πληροφοριών, των ρεπορτάζ, των σχολίων. Δηλαδή, κυβερνητική ή κομματική στήριξη. Εκλογή πρωθυπουργών, υπουργών, βουλευτών και άλλων λοιπών κρατικών αξιωματούχων.
Εξουσία και χρήμα, λοιπόν, είναι το αντικείμενο των υπόγειων ή σκοτεινών δραστηριοτήτων μεταξύ των κομμάτων και των επιχειρηματιών. Των μεν για να υπηρετήσουν τον πολίτη, των δεν για να υπηρετήσουν την τσέπη τους. Λογικό δεν είναι; Λογικότατο. Υπάρχει κανένας πολιτικός που δεν επιδιώκει την εξουσία; Ουδείς. Υπάρχει πλούσιος άνθρωπος που δεν θέλει να γίνει πλουσιότερος; Ουδείς. Τότε, πού το πρόβλημα; Μήπως στην ενημέρωση του πολίτη, ο οποίος τελικά καθίσταται άθυρμα σε εξισώσεις εξουσίας και χρήματος, που ουδόλως τον ενδιαφέρουν;
Δεκάδες εκατομμύρια
Πριν αφήσουμε τη σκέψη μας να περιπλανηθεί στο τεράστιο θέμα της ενημερώσεως, ας επεκταθούμε στο θέμα της διαπλοκής. Προηγουμένως αναφέρθηκε πως με τις άδειες που θα χορηγηθούν αυτή θα γιγαντωθεί. Γιατί αυτό; Έχουμε και λέμε: Το τίμημα που θα καταβληθεί για την απόκτησή τους, βάσει του πλειοδοτικού διαγωνισμού, ανέρχεται σε 246 εκατομμύρια ευρώ. Η διαφημιστική αγορά, αυτή τη στιγμή, δεν αποφέρει παραπάνω από 180 έως 200 εκατομμύρια ευρώ. Αμέσως τίθεται το ερώτημα∙ ποιος λογικός επιχειρηματίας (ή άθροισμα επιχειρηματιών) επενδύει περισσότερα χρήματα απ’ αυτά που αποφέρει στο σύνολό της ολόκληρη η αγορά στην οποία απευθύνεται; Νομίζουμε κανένας. Όμως δεν είναι μόνο τα χρήματα για την απόκτηση των αδειών. Για να λειτουργήσει ο σταθμός, ο νόμος ορίζει 400 εργαζόμενους. Για τη μισθοδοσία αυτών των ανθρώπων, μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές τους, απαιτούνται κατ’ έτος περίπου 10 εκατομμύρια ευρώ. Σε άλλα τόσα χρήματα ανέρχονται κατ’ έτος οι δαπάνες για το πρόγραμμα του σταθμού.
Με το «καλημέρα», λοιπόν, ο «καναλάρχης» μέσα σ’ ένα έτος πρέπει να έχει βάλει βαθιά το χέρι του στην τσέπη. Πόσο βαθιά; Κοντά στα 50 έως 70 εκατομμύρια ευρώ (ανάλογα το ύψος της αδειοδότησης). Στην τιμή αυτή συμπεριλαμβάνονται και οι δύο από τις τρεις δόσεις που θα πρέπει να έχουν καταβληθεί για την άδεια. Στον λογαριασμό, όμως, τουλάχιστον σε δύο από τους κερδίσαντες, θα πρέπει να προστεθούν, εάν δεν προχωρήσουν σε συμπράξεις, κι άλλα χρήματα. Δεκάδες εκατομμύρια. Για την κτιριακή υποδομή, τον εξοπλισμό των μηχανημάτων και λοιπά. Οπότε το κόστος σκαρφαλώνει σε δυσθεώρητα ύψη. Κάπου στα 80, 90, 100 εκατομμύρια ευρώ! Πότε θα αποσβεστούν αυτά; Πότε θα υπάρξει κερδοφορία; Η άδεια δεν είναι αορίστου χρόνου. Διαρκεί 10 έτη. Και ποιος επιχειρηματίας είναι αυτός που ρισκάρει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για ένα τόσο σχετικά μικρό διάστημα; Σε μια νόμιμη δουλειά; Με το ρίσκο ότι μετά από μια δεκαετία μπορεί να μην είναι ο ιδιοκτήτης της;
Ασύμφορη επένδυση
Η επένδυση δύσκολα μπορεί να βγει. Μόνο με τρεις τρόπους. Πρώτος: εάν ο «καναλάρχης» καταφέρει να αποσπάσει μερίδιο της αγοράς της τάξεως του 50% και άνω. Δεύτερος: να απογειωθεί η διαφημιστική αγορά την αμέσως επόμενη διετία τουλάχιστον στο διπλάσιο. Τρίτος: να κατοχυρωθεί η άδεια σε κάποιον «καναλάρχη» και δεύτερη δεκαετία. Οι δύο πρώτοι τρόποι συγκεντρώνουν μικρές να πιθανότητες να συμβούν.
Γεννώνται στο σημείο αυτό σειρά άλλων ερωτημάτων. Εύλογων. Και το πρώτο που θα ρωτήσει κανείς είναι, καλά, δεν τα ξέρουν όλα αυτά οι εμπλεκόμενοι επιχειρηματίες; Τόσο χαζοί είναι; Μήπως είναι ψώνια και ξοδεύουν τα χρήματά τους; Ούτε το ένα, ούτε το άλλο, ούτε το τρίτο. Τότε; Ρωτάμε με αφέλεια: Τι θα κάνει ένας επιχειρηματίας ΜΜΕ που δεν επιτυγχάνει κερδοφορία; Θα σκεφτεί το «λουκέτο»; Μάλλον όχι, οι περισσότεροι τουλάχιστον. Και πώς θα συνεχίσει; Απλά, θα στραφεί στην «παράλληλη αγορά». Ποια είναι αυτή η «αγορά»; Η διαπλοκή, που λέγαμε ότι θα γιγαντωθεί. Θα στρίψει το τιμόνι της επιχειρήσεως κατευθείαν στη συναλλαγή. Στον εκβιασμό. Στο πολιτικό χρήμα. Στο δημόσιο χρήμα. Στο «μαύρο» χρήμα. Ας το ονοματίσουμε όπως να ’ναι. Δεν αλλάζει η ουσία. Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται κανείς τους να είναι ο χαμένος της υποθέσεως. Δεν μπήκαν στο παιγνίδι για να χάσουν (εκτός εάν κάποιος μπήκε από γινάτι, οπότε θα το πληρώσει χρυσάφι). Κάτι ξέρουν περισσότερο από εμάς.
Εκτός από το όφελος του χρήματος υπάρχει –μην το ξεχνάμε κι αυτό– και το άυλο κέρδος. Μόνο που δεν είναι και τόσο άυλο. Και ποιο είναι αυτό το ασώματο; Η δύναμη της επιρροής∙ του κύρους∙ του γοήτρου. Τι επιτυγχάνεται δι’ αυτών; Πολύ σοβαρά πράγματα, σε αξία ίσως πολύ μεγαλύτερης, ενίοτε, των χρημάτων που ξοδεύτηκαν στην επένδυση. Όπως: Αποφυγή ελέγχων, άρση διώξεων, ευμενή αντιμετώπιση δικαστικών υποθέσεων, φοροαπαλλαγές, ακύρωση ποινών και προστίμων...
Το αδυσώπητο και πανάκριβο πλέον παιγνίδι των ΜΜΕ δεν είναι μόνο για τους παίκτες με τις βαθιές τσέπες. Είναι για τους ανθρώπους με τα δυνατά στομάχια. Με τα σκληρά νεύρα. Και στα μεγέθη που τους αναλογούν καλά πράττουν -από μια άποψη- όπως πράττουν. Να επιδιώκουν μόνο το συμφέρον τους. Σε όλο τον κόσμο, άλλωστε, έτσι παίζεται το άθλημα. Από τους ολιγάρχες του χρήματος. Τα μίντια, κατά τον Ρίτσαρντ Καπουσίνσκι, είναι παιγνιδάκια των πλουσίων για να γίνουν ακόμη πιο πλούσιοι. Το ζητούμενο είναι η ενημέρωση του πολίτη. Η πολυφωνία. Η αλήθεια. Η ίδια η δημοκρατία. Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι οι σημερινοί επιχειρηματίες των ΜΜΕ (με αρκετές σημαντικές εξαιρέσεις) κόπτονται για την ενημέρωση του πολίτη περισσότερο από το συμφέρον τους; Ότι θα θυσιάσουν το συμφέρον και τα κέρδη τους προς χάριν μιας αλήθειας; Ενός αποκαλυπτικού ρεπορτάζ; Μιας κριτικής; Αλλά ας το ξεκαθαρίσουμε. Όταν η είδηση έχει περάσει υποχρεωτικά από τα φίλτρα του συμφέροντος και του κέρδους, πόσω μάλλον από χώρους διαπλοκής, συναλλαγής ή «μαύρου» χρήματος, έχει παύσει να είναι είδηση. Η αλήθεια δεν είναι σήμερα απαραίτητη στην ενημέρωση. Μάλιστα, μερικές φορές, γίνεται εμπόδιο. Είναι σπάνια περίπτωση η αλήθεια, δηλαδή το αγαθό της ενημερώσεως, να συμπέσει με το συμφέρον του επιχειρηματία των ΜΜΕ.
Πριν μερικά χρόνια υπήρχε ένα εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ σύμφωνα με το οποίο κορυφαίος υπουργός περιστοιχιζόταν ως ασφάλεια στις δημόσιες παρουσίες και μετακινήσεις του, όχι από άνδρες της Αστυνομίας, αλλά από τον υπόκοσμο. Από «νονούς» της νύχτας. Οι μισοί από τους οποίους ήταν «φορτωμένοι» με ποινικά αδικήματα (σωματικές βλάβες, οπλοφορίες, οπλοχρησίες κ.ά). Προφανώς οι «κύριοι» αυτοί προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στον εν λόγω υπουργό σε αντάλλαγμα κάποιας γενναίας εξυπηρετήσεως προς αυτούς. Προφανώς ύποπτης ή παράνομης. Τεράστιο ζήτημα, όπως αντιλαμβάνεσθε. Το ρεπορτάζ ουδέποτε είδε το φως της τηλεοπτικής δημοσιότητος. Όπως ειπώθηκε στον έκπληκτο ρεπόρτερ, «ο κ. υπουργός αυτή την περίοδο “καθαρίζει” μια δικαστική υπόθεση του αφεντικού» (όπου «αφεντικό» ο ιδιοκτήτης του καναλιού).
Στον αντίποδα αυτού του γεγονότος, στο ίδιο κανάλι, είδε το φως της δημοσιότητος μια άλλη μεγάλη υπόθεση. Κύκλωμα ανώτατων και ανώτερων αξιωματικών, με την ανοχή του πολιτικού προϊσταμένου τους υπουργού, προστάτευαν παράνομες λέσχες και οίκους ανοχής. Τα μισά χρήματα της προστασίας καρπώνονταν οι ίδιοι και τα υπόλοιπα διοχετεύονταν στα γραφεία του κυβερνώντος κόμματος. Ξέρετε γιατί η είδηση (προκάλεσε πάταγο, διαθεσιμότητες και εισαγγελική παρέμβαση) βγήκε στον αέρα; Γιατί εκείνη την περίοδο η πρωθυπουργός της χώρας δεν είχε δώσει μια μεγάλη δουλειά δισεκατομμυρίων τότε δραχμών στο «αφεντικό». Έπρεπε, λοιπόν, να χτυπηθεί η κυβέρνηση. Εξυπακούεται ότι εάν το «αφεντικό» είχε πάρει το έργο, το ρεπορτάζ θα είχε εξαφανιστεί. Νομίζω πως κατανοηθήκαμε απόλυτα. Δεν χρειάζεται να αναφερθούν εκατοντάδες άλλα παρόμοια περιστατικά.
«Προϊόν» και «εργαλείο»
Αλλά, από πού κι ως πού, και από πότε η τύχη μιας είδησης (η ενημέρωση του πολίτη, δηλαδή) συναρτάται από τη σχέση (καλή ή κακή) του ιδιοκτήτη ενός μέσου με την εκάστοτε κυβέρνηση; Από τότε που το παιγνίδι της ενημερώσεως κύλησε στα γρανάζια του συμφέροντος, του κέρδους, της διαπλοκής. Από τότε που στο κερδοφόρο παιγνίδι (αδιάφορο εάν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό) μπήκαμε και εμείς οι δημοσιογράφοι. Από τότε που ο μόχθος της πλειονότητος των συναδέλφων έπαψε να είναι πνευματικό αγαθό στην υπηρεσία του πολίτη. Όταν η δημοσιογραφική δουλειά έγινε «προϊόν» ή «εργαλείο» στην υπηρεσία του πλούτου και της επιρροής. «Προϊόντα» και «εργαλεία» προσαρμοσμένα απόλυτα στις συνθήκες της αγοράς. Ταυτισμένα απόλυτα στους όρους ενός αμφίπλευρου δούναι – λαβείν των επιχειρηματιών με τις πολιτικές, κομματικές και δικαστικές εξουσίες.
Κι όμως όλες αυτές τις ημέρες, με αφορμή τις τηλεοπτικές άδειες, με τρόπο μαφιόζικου τζόγου, περίσσεψε από όλους τους εμπλεκόμενους η υποκρισία. Ούτε χίλιοι κροκόδειλοι μαζί δεν θα έχυναν τόσα δάκρυα για την πολυφωνία που χάνεται. Για τη δημοκρατία που υπονομεύεται. Για τον πολίτη που συσκοτίζεται.
Σε κάθε περίπτωση το «μαύρο» σε τηλεοπτικούς δέκτες δεν ταιριάζει σε δημοκρατίες. Το ολιγοπώλιο της ενημερώσεως είναι και ευκολότερα ελεγχόμενο και βέβαια σε βάρος του πλουραλισμού. Κάθε τηλεοπτική ή εκδοτική επιχείρηση που κλείνει, έστω κατ’ ευφημισμόν επιχείρηση ενημερώσεως, είναι σαν να φιμώνεται μια φωνή. Ας είναι και κίτρινη. Οι Άγγλοι, πατριάρχες του κίτρινου τύπου, λένε «καλύτερα κίτρινος τύπος παρά λογοκριμένος». Και για εμάς τους δημοσιογράφους το «λουκέτο» είναι σαν να κλείνει το σπίτι και να χάνουμε το παιδί μας. Αλλά, ας εμβαθύνουμε τη σκέψη μας.
Πλεονασμός ΜΜΕ
Δεν θα αποτολμηθεί να ειπωθεί ότι όσο λιγότεροι σταθμοί τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να είναι κερδοφόροι. Άρα, δεν θα χρειαστεί να καταφύγουν στη διαπλοκή και στο «μαύρο» χρήμα. Και δεν αποτολμάται διότι με αυτή τη λογική θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι, τότε, ας υπάρχει μόνο ένα κανάλι, μια εφημερίδα, ένας ραδιοφωνικός σταθμός. Γελοία πράγματα, αν και σε όλες τις λογικές υπάρχει η χρυσή τομή, που συναντώνται μόνο σε κράτη Β. Κορέας. Αλλά τίθεται ο προβληματισμός και τα ερωτήματα: Στην Ελλάδα της ποσοτικής υπερβολής υπάρχει την τελευταία δεκαπενταετία μία απίστευτη έκρηξη ροής ειδήσεων και πληροφοριών. Ένα εκπληκτικό ξέσπασμα πολυφωνίας που δεν συναντάται σε κανένα άλλο ευρωπαϊκό κράτος με τις ίδιες πληθυσμιακές αναλογίες ή ακόμη και με μεγαλύτερες. Ένας ξέφρενος χείμαρρος γεγονότων και θεμάτων από 140 και πλέον τηλεοπτικούς σταθμούς (πανελλήνιους, περιφερειακούς, τοπικούς), οι 10 μόνο στην Αθήνα. Από 1.000 και περισσότερους ραδιοφωνικούς σταθμούς, οι 84 στην Αττική (ξέχωρα οι ιντερνετικοί). Και από 158 ημερήσιες εφημερίδες (!), όταν στην Ιαπωνία για παράδειγμα κυκλοφορούν μόνο τρεις. Ειδικότερα στην Αθήνα και τον Πειραιά εκδίδονται καθημερινά 19 πολιτικές και οικονομικές εφημερίδες, 13 αθλητικές και κάθε Κυριακή 22 εφημερίδες. Πώς τότε, με όλη ετούτη την ασύλληπτη πολυφωνία, όλα τα είδη των Μέσων Μαζικής Ενημερώσεως απώλεσαν -στη συντριπτική πλειονότητα- την αξιοπιστία τους; Γιατί χιλιάδες πολίτες έπαψαν να διαβάζουν εφημερίδες; Γιατί εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες έχουν κλειστές τις ραδιοφωνικές συσκευές τους; Γιατί εκατομμύρια των πολιτών έχουν κλειστούς τους τηλεοπτικούς δέκτες τους; Σύμφωνα με έρευνα της Public Issue, προ διετίας, το 80% των πολιτών, δηλαδή 8 στους 10, δεν εμπιστεύονται τα ελληνικά μέσα ενημερώσεως. Το ποσοστό στην τηλεόραση αγγίζει το 76%. Μήπως λοιπόν η σωστή και έντιμη ενημέρωση, η ακριβής ειδησεογραφία και η αξιοπιστία δεν είναι σε συνάρτηση με τα πόσα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως υπάρχουν σε μια χώρα; Μήπως, πριν από όλα, σύσσωμος ο κόσμος της ενημερώσεως, ιδιοκτήτες και δημοσιογράφοι, θα πρέπει να αναζητήσουν τους λόγους και τις αιτίες της αυτοακυρώσεώς τους;
Πολυφωνία της διαπλοκής
Κι ενώ στην Ελλάδα υπάρχει έκρηξη πολυφωνίας και δημοσιότητος, θα περίμενε κανείς διαφοροποίηση θεμάτων και ειδήσεων από μέσο σε μέσο. Κι όμως, αν παρατηρήσουμε τα δελτία ειδήσεων, για παράδειγμα της τηλεοράσεως, πολύ εύκολα θα διαπιστωθεί –αν και με διαφορετικούς δημοσιογράφους– ότι είναι πανομοιότυπα. Λες και έχουν βγει με καρμπόν από ένα και μοναδικό γραφείο. Ακόμα και τα σχόλια των διαφορετικών σχολιαστών είναι στο ίδιο πνεύμα, λες και έχουν υπαγορευτεί από το ίδιο γραφείο. Επίσης, οι καλεσμένοι στα δελτία ειδήσεων είναι πάντα μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων, λες και έχουν επιβληθεί από ένα και μόνο κέντρο. Ανάλογα φαινόμενα (σε μικρότερη έκταση) παρουσιάζονται και στους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τις εφημερίδες. Ιδίως στις τελευταίες έχει παρατηρηθεί, σε τρεις ταυτόχρονα εφημερίδες, σε μία ημέρα, να έχουν ακριβώς τους ίδιους πρωτοσέλιδους τίτλους! Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Αυτό το ένα και μοναδικό «γραφείο» ή «κέντρο» δεν είναι άλλο από τη διαπλοκή που κατευθύνει την «ενημέρωση» συμφώνως προς τα συμφέροντά της.
Το θέμα της πολυφωνίας σε αντίστοιχο βαθμό, σε σχέση με τη διάρκεια των δελτίων ειδήσεων, είχε τεθεί προ 15ετίας. Τότε, το κλασικό ημίωρο δελτίο ειδήσεων στους τηλεοπτικούς σταθμούς είχε εξελιχθεί σταδιακά σε μία ώρα. Σε πολλές περιπτώσεις σε μιάμιση ώρα. Οι υπέρμαχοι, τότε, της μεγάλης διάρκειας των δελτίων ειδήσεων (είναι τα ίδια τηλεοπτικά πρόσωπα που πρωτοστατούν και σήμερα και χύνουν κροκοδείλια δάκρυα) επιχειρηματολογούσαν ότι έτσι, με τη μεγαλύτερη παρουσία ατόμων και με τις περισσότερες ειδήσεις και ρεπορτάζ σ’ ένα επίμηκες δελτίο (δηλαδή πλήρης πολυφωνία), θα επιτυγχανόταν ολοσχερής ενημέρωση των τηλεθεατών. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο τα μεγάλης διάρκειας δελτία ειδήσεων των υπερμάχων συνέβαλαν στην ενημέρωση της κοινής γνώμης, αλλά διαπιστώσαμε έναν εκμαυλισμό ολόκληρου του τηλεοπτικού τοπίου και της κοινωνίας. Με ρεπορτάζ κλειδαρότρυπας. Με δημοσιογράφους εισαγγελείς. Και με «παράθυρα» από όπου παρέλασε ολόκληρος ο υπόκοσμος (από τραβεστί και σωματέμπορους, μέχρι «νονούς» της νύχτας και πρεζέμπορους) και ο κάθε αγράμματος για να εξιστορήσουν τον πόνο τους. Οι δε δημοσιογράφοι μετέτρεπαν το ρεπορτάζ τους σε σόου. Κρατούσαν στις λαϊκές αγγούρια στα χέρια για να μας πουν για την ακρίβεια της αγοράς. Άλλοι πλαστικούς σωλήνες για να μας εξηγήσουν αναλυτικά πώς πραγματοποιήθηκε μια τρομοκρατική επίθεση με ρουκέτα. Άλλοι έκαναν μακροβούτια σε λάσπες για να μας δείξουν το μέγεθος της καταστροφής από την ξαφνική νεροποντή σε μια περιοχή. Και άλλοι μπροστά στην κάμερα έβγαζαν τα ρούχα τους, προφανώς από άφατο ενθουσιασμό, λίγο πριν ο Σάκης Ρουβάς βγει στη σκηνή της Γιουροβίζιον. Ας αποφύγουμε να αναφερθούμε στα «στημένα ρεπορτάζ» και σε πολλά άλλα της ελληνικής trash tv. Θα χρειαστούμε εκατοντάδες σελίδες.
Οι δημοσιογράφοι
Αξίζει, ωστόσο, να σταθούμε στους δημοσιογράφους. Και εξαρχής να πούμε ότι κανένας μας δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Και το κυριότερο: Ποτέ δεν κάναμε την αυτοκριτική μας. Προφανώς η πλειονότητα, σε όλα τα μέσα ενημερώσεως, εργάστηκε και εργάζεται τίμια, ή δεν είχε τη δύναμη να αντιδράσει στα κακώς κείμενα, ή δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Όμως υπήρξε μεγάλη μερίδα δημοσιογράφων που συνέβαλε τα μέγιστα, ενώ μπορούσε να αντιδράσει, στον εκμαυλισμό της κοινωνίας και φυσικά στην εδραίωση της διαπλοκής. Μάλιστα από ένα σημείο και μετά έγιναν ένα με τη διαπλοκή, ή και οι ίδιοι διαπλεκόμενοι. Δεν είναι τυχαίο ότι το επάγγελμα ή το λειτούργημα της δημοσιογραφίας (ας το πούμε όπως διαλέξουμε) δημιούργησε εκατομμυριούχους. Και βέβαια, δεν μπορούμε να αφήσουμε απαρατήρητο το γεγονός ότι, όπως από τις οθόνες πέρασε όλος ο υπόκοσμος, έτσι και από τα γραφεία των ελληνικών ΜΜΕ πέρασε αρκετή αγραμματοσύνη και τα μικρόφωνα και τις πένες (τώρα πληκτρολόγια) κράτησαν και κρατούν αρκετοί ακαλλιέργητοι που παριστάνουν τους δημοσιογράφους.
Εν κατακλείδι: Ο κ. Τσίπρας ορθώς επιχείρησε να βάλει μια τάξη στον χώρο των τηλεοπτικών αδειών. Ίσως, πολιτικά, να είναι ο κερδισμένος –έστω στα σημεία– απ’ όλη αυτή την ιστορία. Φοβούμαστε πολύ, όμως, ότι με τον τρόπο και τη διαδικασία που διεξήχθη ο διαγωνισμός θα φανεί στην πορεία το μεγαλύτερο κακό που προξένησε απ’ αυτό που πήγε να διορθώσει. Θα φανερωθεί η μεγάλη ζημιά που προκάλεσε η παντελής έλλειψη των ποιοτικών κριτηρίων στον διαγωνισμό των αδειών. Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα σκάσει μια χειρότερη διαπλοκή. Από μια διαδικασία με όρους τζόγου, πονταρίσματος και σόου, με «μπροστινούς», «λαγούς» και «κοράκια» ας μην περιμένει ο πολίτης κάτι καλό να προκύψει. Ο οποίος, δυστυχώς, στην ενημέρωσή του θα εξακολουθήσει να παραμένει ανέστιος. Τελικά η Δημοκρατία και η ενημέρωση είναι θέμα μετρήματος ποσοτήτων ή θέμα ζυγίσματος ποιοτήτων; Τι λέτε;
ΦΩΤΟ:Κ.ΜΑΝΟΣ/ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ/ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ/ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΧΡΗΣΗΣ BOULEVARD