Ο πολιτικός πολιτισμός φλέγεται

Στο εξαιρετικό νουάρ μυθιστόρημα του Gilles Martin-Chauffier «Το Παρίσι εν καιρώ ειρήνης»[1], ο αφηγητής σε μια αποστροφή της πλοκής γράφει ότι «όταν πολλές φορές παίρνεις το τίποτα στα σοβαρά, στο τέλος καταλήγεις να μην παίρνεις τίποτα στα σοβαρά». Όπως και να το κάνουμε είναι μια αλήθεια από αυτές που χαρακτηρίζουμε «από τη ζωή βγαλμένες». Κάτι που ζούμε όλο αυτό το τελευταίο διάστημα του ελληνικού κοινοβουλευτικού βίου.
Μεταγραφές κατά το δοκούν και προς όφελος του προσωπικού συμφέροντος, ευκαιριακές συμμαχίες και κυνικές ομολογίες ότι πρόκειται για αφηγήματα της στιγμής και εξυπηρετήσεις, φληναφήματα και διεκδικήσεις, προσωπικές «προδοσίες», φαιδρότητες, λογικά και παράλογα άλματα σκέψεων που δεν ευσταθούν, ασυναρτησίες.
Η γελοιοποίηση ανθρώπων που διεκδικούσαν -και συνεχίζουν να διεκδικούν- σημαντικούς ρόλους στη λήψη αποφάσεων που αφορούν στις ζωές όλων μας, είναι ένα από τα αποδεικτικά της κατηφόρας όχι μόνο του δημόσιου διαλόγου αλλά και της ίδιας της δημόσιας σφαίρας και της λειτουργίας της, βλέπε της ίδιας της Δημοκρατίας. Η οποία, σημειωτέον, στην εποχή μας -και όχι μόνο στην Ελλάδα- δεν χρειάζεται στρατιωτικές δικτατορίες για να τραυματιστεί διότι γίνεται και με άλλες μεθόδους και κυρίως με τη χειρότερη εκμετάλλευση της λεγόμενης «λαϊκής βούλησης».
Στον τόπο στον οποίον γεννήθηκαν και μεγαλούργησαν οι βασικές αρχές της πολιτικής σκέψης και φιλοσοφίας, διαβιούμε αυτό το περίεργο δράμα. Τον εκφυλισμό, την παρωδία, τον ωμό κυνισμό, την καταβαράθρωση κάθε έννοιας πολιτικής ηθικής, τη γελοιοποίηση της πολιτικής σκέψης και πρακτικής σε καθημερινό, πλέον, επίπεδο. Ο πανεπιστημιακός «δάσκαλος» Ζουράρις το είπε χωρίς κανέναν δισταγμό: «Εγώ κάνω όποτε θέλω, ό,τι θέλω». Ο εγωμανής καιροσκοπισμός, μαζί με τον ευτελή ναρκισσισμό, έχουν ανακηρυχθεί σε κυρίαρχες πολιτικές σκέψεις και δράσεις.
Το πολιτικό σκηνικό της χώρας μοιάζει με τζάκι που σιγοσβήνει. Και τα κούτσουρα, τα οποία κανείς δεν φροντίζει να ανανεώσει, τσιτσιρίζουν βγάζοντας συριγμούς αστειότητας, χλευασμού και φαιδρότητας. «Πρέπει να τονιστεί επίσης», γράφει ο Ρουμάνος δημοσιογράφος και λογοτέχνης Bogdan Teodorescu[2], «ότι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα σ’ έναν πολιτικό και σε έναν ηγέτη είναι η εξής: ο πολιτικός κάνει αυτό που είναι καλό για το κόμμα του, ο ηγέτης αυτό που είναι καλό για όλη τη χώρα. Ο ηγέτης τοποθετείται πάνω από τις ιδεολογίες και τα συμφέροντα των ομάδων, το όραμά του είναι μακροπρόθεσμο, γνωρίζει πού βρίσκεται το πραγματικά καλό έστω και αν πρόσκαιρα κανείς δεν το καταλαβαίνει».
Οι συσχετισμοί και οι παραλληλισμοί είναι περισσότερο από σαφείς. Και οι ευθύνες του καθενός επίσης…
[1] Εκδόσεις Πόλις, μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος
[2] «Το στιλέτο», εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Μιχάλης Μητσός