Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024 - 01:56

Ο «απρόβλεπτος» κ. Ερντογάν

Αποτελεί ενδεχομένως την πιο συνήθη αναφορά σε κάθε σχεδόν ανάλυση περί των ελληνοτουρκικών. Κάθε δημοσιογράφος ή «αναλυτής» που σέβεται τον εαυτό του, κατά την διάρκεια της καταθέσεως της άποψης του για τις επόμενες κινήσεις της Τουρκίας, θα κάνει χρήση της «πιασάρικης» αναφοράς ότι «ο Ερντογάν είναι απρόβλεπτος», προσπαθώντας αφενός μεν να καλύψει την αδυναμία ή την άρνησή του να εξηγήσει τη συμπεριφορά της Άγκυρας, αφετέρου δε να κρατήσει και μία «πισινή» στην περίπτωση που η ανάλυση του πέσει έξω παταγωδώς.
 
Του Ηλία Δημητρέλλου 
 
Ο Ερντογάν από την ανάληψη της ηγεσίας της Τουρκίας το 2003 ως πρωθυπουργός και εν συνεχεία ως Πρόεδρος από το 2014, έχει αποδείξει ότι ενεργεί και πολιτεύεται βάσει της ιδεολογίας του και των πεποιθήσεων του, τόσο για την χώρα του όσο και για τον εαυτό του. Κυρίως όμως ενεργεί βάσει σχεδίου. Εννοείται ότι σε αρκετές περιπτώσεις τα σχέδια του έχουν αποτύχει ή έστω δεν έχουν φέρει εις πέρας το σύνολο των στόχων του, αλλά επουδενί προκύπτει ότι ο Ερντογάν άγεται και φέρεται ανά περίπτωση. Έτσι, βασική επιδίωξή του και δημοσίως διακηρυγμένος στόχος του αποτελεί να καταστήσει την Τουρκία περιφερειακή υπερδύναμη, ώστε να συνομιλεί στα ίσια με τις μεγάλες υπερδυνάμεις του πλανήτη. Για τον δε εαυτό του, να μείνει στην ιστορία ως ένας από τους μεγαλύτερους Τούρκους ηγέτες μετά τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή και τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Σε κάθε δε περίπτωση, η βασική του μέριμνα είναι να ξεπεράσει τον Κεμάλ Ατατούρκ, εξ ου και οι κατά καιρούς προσπάθειες και δηλώσεις τόσο αυτού, όσο και στενών του συνεργατών να απαξιώσουν το έργο του θεμελιωτή της τουρκικής «δημοκρατίας».
 
Αλλά και η κατάληψη της πλήρους εξουσίας έλαβε χώρα βάσει σχεδίου. Έχοντας αρχικώς συμμαχήσει με τον πρώην ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν και αναδεικνύοντας δυνάμεις της συντηρητικής ισλαμικής Τουρκίας από τα βάθη της Ανατολίας που μέχρι τότε ήσαν καταπιεσμένες από τα δυτικότροπα παράλια της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης, κατόρθωσε να εξουδετερώσει πλήρως το κεμαλικό βαθύ κράτος και να επιβάλει την ισλαμιστική ατζέντα του. Μετά την εξέγερση του Πάρκου Γκεζί και εκμεταλλευόμενος το «πραξικόπημα» του Ιουλίου 2016, συμμαχώντας αυτή την φορά με το ξεδοντιασμένο κεμαλικό κατεστημένο που είχε απομείνει, καταδίωξε απηνώς και εκρίζωσε από την τουρκική πολιτική και κοινωνία τον ιμάμη, πρώην σύμμαχό του και τους οπαδούς του, χωρίς τους οποίους δεν θα μπορούσε να έχει καταλάβει την εξουσία.   
 
Και στην εξωτερική πολιτική, ο Ερντογάν εφάρμοσε το σχέδιο του για μία αυτόνομη και ανεξάρτητη πορεία της Τουρκίας. Στην αρχή της ηγεμονίας του, έδειξε το φιλοευρωπαϊκό του πρόσωπο με διττή στόχευση. Αφενός μεν να καταστήσει την Ε.Ε. σύμμαχο του στον αγώνα κατά των κεμαλιστών και των στρατιωτικών, αφετέρου δε να προσελκύσει το ευρωπαϊκό κεφάλαιο ώστε να ορθοποδήσει η τουρκική οικονομία που τότε ήταν στην «αγκαλιά» του ΔΝΤ, με πολύ μεγάλη επιτυχία αφού οι επενδύσεις των Ευρωπαίων και γενικά των Δυτικών ήταν πράγματι τεράστιες (εξ ου και η μεγάλη έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στην τουρκική οικονομία). Αργότερα, δεν δίστασε να εκβιάσει σχεδόν την ευρωπαϊκή ηγεσία να του κάνει τα χατίρια, παίζοντας το χαρτί των εκατομμυρίων προσφύγων από τη Συρία και αλλού που ανέμεναν στην Τουρκία για να διαφύγουν προς την Ευρώπη.
 
Εν συνεχεία έπαιξε το χαρτί των ίσων αποστάσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία με σκοπό να επωφεληθεί του Εμφυλίου στη Συρία (όπου αρχικώς είχε επενδύσει στην πτώση του καθεστώτος του Άσαντ) και να εξουδετερώσει τους Κούρδους της Συρίας, αλλά και της Τουρκίας, μια και το ΡΚΚ τότε ήταν ιδιαιτέρως ισχυρό, έχοντας καταλάβει μεγάλα τμήματα του Κουρδιστάν αλλά και κάποιες πόλεις. Έτσι ερμηνεύεται η κατάρριψη του ρωσικού κατασκοπευτικού πάνω από τη Συρία. Βέβαια, δεν του βγήκε το ρίσκο, αφού εν τέλει η Ρωσία τον ανάγκασε να συνθηκολογήσει επί της ουσίας, αποδεχόμενος τον Άσαντ. Η δε μετωπική του με τις ΗΠΑ για τη στήριξη των τελευταίων στους Κούρδους του YPG είχε μερική μόνο επιτυχία, όταν ο Τραμπ επέτρεψε στους Τούρκους να εκστρατεύσουν κατά των Κούρδων (συμμάχων των ΗΠΑ στον αγώνα εναντίον του ISIS), αφού εν τέλει οι Αμερικάνοι έθεσαν όρια στην τουρκική εισβολή. 
 
Στη δε στόχευση του Ερντογάν για μία Τουρκία περιφερειακή υπερδύναμη, εντάσσονται η επέμβαση στην Λιβύη και στη διαμάχη Αζέρων και Αρμενίων, οι βάσεις σε Αλβανία, Σομαλία και Κατάρ, η εισβολή στο Β. Ιράκ και φυσικά η υιοθέτηση της πολιτικής της «Γαλάζιας πατρίδας». Συγχρόνως, ο Ερντογάν αυτοπροσδιορίζεται ως ο φυσικός ηγέτης των ανά της γης μουσουλμάνων, μη διστάζοντας να τα βάλει με το Ισραήλ και επεμβαίνοντας ακόμη και στα εσωτερικά της πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά Μιανμάρ (Βιρμανία). Βεβαίως, δεν σημαίνει ότι όλες οι ενέργειες του στέφθηκαν με επιτυχία. Αντιθέτως. Οι νεοοθωμανικές ονειρώξεις του προκάλεσαν την αντίδραση των ισχυρών σουνιτικών κρατών (Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) που είδαν να κινδυνεύουν από το πατρονάρισμα των Τούρκων στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και την «Αραβική Άνοιξη». Η αντίδραση τους ήταν μάλιστα τόσο επιτυχημένη ώστε εν τέλει η Τουρκία, πιεζόμενη και από τα τεράστια οικονομικά προβλήματά της, να συρθεί ενδεχομένως και εξευτελιστικά, να ανακρούσει πρύμνα και να υποχωρήσει ατάκτως, επαιτώντας οικονομική βοήθεια και ζητώντας συγνώμη για τις προσβολές που εκστόμισαν ο Ερντογάν και οι συν αυτώ.  
 
Στα ελληνοτουρκικά, Ερντογάν όσο η Ελλάδα βρισκόταν σε κρίση, δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία, θεωρώντας προφανώς ότι η χώρα μας έχει «τελειώσει» οικονομικά άρα και γεωπολιτικά. Γι’ αυτό το λόγο μέχρι το 2020, δεν είχαμε ιδιαίτερα σκηνικά έντασης. Οι Τούρκοι δεν εύρισκαν το λόγο να ασχοληθούν μαζί μας. Όταν όμως η Ελλάδα άρχισε να ανακάμπτει, εφήρμοσε πιστά το σχέδιο του περί υβριδικού πολέμου το Μάρτιο 2020, δοκιμάζοντας τις αντοχές μίας σχετικά νέας ελληνικής κυβέρνησης, στέλνοντας κατά χιλιάδες λαθρομετανάστες να σπάσουν τα σύνορα στον Έβρο και να συρρεύσουν μαζικά στην ελληνική επικράτεια. Γνώριζε ότι σε περίπτωση επιτυχίας, η ελληνική κυβέρνηση πολύ δύσκολα θα παρέμενε στην θέση της. Όταν αυτό το σχέδιο του απέτυχε, δεν δίστασε να στείλει όλο το στόλο του στο Αιγαίο και την Ανατολή Μεσόγειο, για να δοκιμάσει εκ νέου τις αντοχές της ελληνικής κυβέρνησης και τις ικανότητες του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Το αυτό συμβαίνει και σήμερα. Το σχέδιο του όμως τώρα στόχο κυρίως έχει τις επερχόμενες εκλογές για την τουρκική προεδρία σε ένα χρόνο. Εκλογές που αν τις χάσει, ενδεχομένως να κινδυνέψει να χάσει και τη ζωή του από τη μήνη των δεκάδων χιλιάδων που φυλάκισε και εξόρισε. Οι δε τυχόν τουρκικές προβοκάτσιες δεν θα οφείλονται στο παρορμητικό χαρακτήρα του, αλλά σε υπολογισμένες κινήσει υψηλού ρίσκου εκ μέρους του Ερντογάν. Αν μάλιστα έχουν και κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα (βλ. απευθείας διαπραγματεύσεις Αθήνας – Άγκυρας), το όφελος θα είναι διπλό.
 
Τέλος, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό, ότι οι ανωτέρω θεωρήσεις για μία Τουρκία υπερδύναμη, απογαλακτισμένη από ΝΑΤΟ και Ε.Ε., και σύμμαχος με τις ασιατικές δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα, Ιράν, Πακιστάν), δεν αποτελούν σκέψεις και σχέδια μόνο του Ερντογάν, αλλά της πολύ μεγάλης πλειοψηφίας της τουρκικής κοινής γνώμης που εδώ και δεκαετίες έχει αποκτήσει αντιδυτικά και τουρανικά – νεοοθωμανικά χαρακτηριστικά. Έτσι, ακόμη και αν κάποια στιγμή (όχι πάντως μακρινή) «ξεφορτωθούμε» τον Ερντογάν, η κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική της Τουρκίας δεν θα μεταβληθεί. Ενδεχομένως μόνο να καταστεί ακόμη λιγότερο αποτελεσματική, αφού θα λείπει πια η κυρίαρχη μορφή του Ερντογάν.