Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου, 2024 - 13:51

1821: Θα μάθουμε την αλήθεια;

Τοπικές αντιπαλότητες, αξουσιαστικές διεκδικήσεις, μίση προσωπικά και προσωπικές αντιπάθειες, όλα όσα μπορούμε να πούμε ότι συνέβαιναν εκείνη την ώρα, θα μείνουνστην άκρη όταν προβάλλει το διακύβευμα: η ελευθερία και η ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού κράτους

Τι διδάσκει σήμερα το 1821; Δεν νομίζω πολλά πράγματα στους συγκαιρινούς Έλληνες της μεταπολιτευτικής αποδομημένης Ελλάδος• αν και πιστεύω ότι σε κάποια μικρή αποθήκη της ατομικής ή συλλογικής ιστορικής συνείδησης υπάρχουν φυλαγμένες –έστω σκονισμένες, οι αρετές των Ελλήνων, τα νοήματα και οι μεγάλες αξίες του Ελληνισμού. Οι νέου τύπου Έλληνες, έτσι όπως διαμορφώθηκαν τα τελευταία σαράντα χρόνια, δεν διδάχτηκαν (στην πλειονότητά τους) τίποτε για το πιο μέγιστο γεγονός της πατρίδας τους και αυτό επειδή ποτέ δεν θέλησαν να διαβάσουν και να μάθουν την ιστορία τους. Και όσοι την έμαθαν, την έμαθαν όχι στα βαθύτερα διδάγματά της, όχι σε αδιάψευστα γεγονότα, αλλά απλοϊκά, πάνω σε εύκολους και βολικούς μύθους. Μύθους που απλώς τροφοδότησαν είτε έναν εθνικό εγωκεντρισμό μιας αποϊδεολογικοποιημένης και αδιάβαστης «Δεξιάς» (λεβεντοπατρωτισμός) είτε μία ιδεοληπτική μονολιθικότητα της «Αριστεράς» που άμεσα ή έμμεσα οδήγησε σε εθνική αποστέγνωση (εθνομηδενισμός).

Η μία πλευρά απαρνήθηκε να υπερασπιστεί παρακαταθήκες και παραδόσεις. Ίσως και να εναντιώθηκε. Ταυτόχρονα, αρνήθηκε με αναχρονιστική αντίληψη να συζητήσει λάθη και ανακρίβειες, οχυρωμένη πίσω από γυάλινους μύθους. Η άλλη πλευρά αποκήρυξε, με μυωπική κομματική αντίληψη, τον εθνικό αγώνα του ’21. Με συστηματική διαστρέβλωση γεγονότων και στοιχείων, κόντυνε ένα υπέρτατο ιστορικό γεγονός του Έθνους στα πολύ μικρά μέτρα ενός υποτιθέμενου ταξικού αγώνα.

Δικαίως η «Αριστερά»… πανηγυρίζει για τον μεταπολιτευτικό της ιδεολογικό ηγεμονισμό και για την αποκλειστική από την ίδια διαχείριση της Ιστορίας, της γλώσσας και της θρησκείας μας. Οι ιστορικές ευθύνες είναι προφανείς σε ποια πλευρά ανήκουν. Φυσικά ο σπόρος της αποδόμησης βρήκε πρόσφορο έδαφος• την καμένη εθνικόφρονα γη που άφησε πίσω της η στρατιωτική χούντα με αποτέλεσμα, αν και ο πολιτικός κόσμος της μεταπολίτευσης ήταν ακριβώς ολόιδιος με αυτόν της προδικτατορικής περιόδου (με εξαίρεση τον θεσμό του ανώτατου πολιτειακού άρχοντος), μια ολόκληρη κοινωνία να στραφεί προς τα «Αριστερά». Και αν σήμερα μιλάμε για εθνική αποδόμηση και εκπεσμό πατροπαράδοτων αξιών (όσοι μιλάμε), αυτό δεν μπορεί να συνέβη τυχαία και δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την πολιτική μετατόπιση του λαού.

Η Ιστορία, πάντως, όπως και ο ελληνικός πολιτισμός, δεν είναι προνόμιο κανενός κόμματος. Είναι δικαίωμα του Γένους των Ελλήνων και ανήκει αποκλειστικά στις θυσίες του. Ανήκει στο αίμα, τα δάκρυα και τον πόνο ενός ολόκληρου Έθνους. Προπάντων, η Ιστορία δεν πρέπει να είναι μόνο εθνικοί πανηγυρισμοί ή εθνικοί αφορισμοί. Είναι και κάτι ακόμη βαθύτερο: Αυτογνωσία. Η αναγνώριση – γνώση των λαθών, των παραλείψεων και των αδυναμιών δεν πρέπει να φοβίζουν κανέναν Έλληνα. Η αυτογνωσία προφυλάσσει. Και αυτός είναι ο ρόλος της Ιστορίας. Να καταστεί πολίτες και πολιτικούς, ταγούς και λαϊκούς, προσεκτικότερους στο μέλλον. Να αναβαθμίζει τη σκέψη τους• να προοδεύει τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές τους. Ας περάσουμε λοιπόν στο 1821, με την πεποίθηση ότι οι αναγνώστες της Boulevard, ως σκεπτόμενοι και ανεξάρτητοι πολίτες που είναι, δεν ακολουθούν τον κανόνα «η αυτοαξιολόγηση είναι χαρακτηριστικό του Έλληνα». Η αυτοεκτίμηση είναι χαρακτηριστικό των Ελλήνων και των έργων τους. Έτσι λέγεται ότι οι Έλληνες έχουν την πιο περήφανη και την πιο ευτυχή εθνική ταυτότητα. «Αποσιωπούν ό,τι απαξιωτικό κατέγραψε η ιστορία τους (διχασμούς και διαφθορές), μεγαλοποιούν και ωραιοποιούν κάθε ευεργετικό και όποια τους επιτυχία». (Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ: «Πόσο Ελληνικό είναι το Βυζάντιο», «Αθήνα 2016, Εκδόσεις Gutenberg»).

Οι μύθοι

Δεν βλέπω, λοιπόν, τον λόγο γιατί δεν πρέπει να παραδεχτούμε, όταν πλέον, από άκρως αξιόπιστες πηγές και μαρτυρίες φαίνεται ότι την Επανάσταση δεν την ευλόγησε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Δεν βλέπω γιατί πρέπει να σκεπαστεί το αδιάψευστο γεγονός ότι το Πατριαρχείο, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ (που ωστόσο ο μαρτυρικός θάνατός του από τους Οθωμανούς τον κατέταξε στους εθνομάρτυρες) αφόρισε την Επανάσταση, την Φιλική Εταιρεία και τον αρχηγό της Αλέξανδρο Υψηλάντη. Γιατί να μην αναγνωριστεί ότι εκτός από τα «κρυφά σχολεία» υπήρχαν και τα «φανερά» στην επικράτεια του υπόδουλου Ελληνισμού απ’ όπου αποφοιτούσαν οι λεγόμενοι γραμματικοί (λογιστές κατά κάποιον τρόπο της εποχής) και που στη συνέχεια προσλαμβάνονταν στις εμπορικές δραστηριότητες των Ελλήνων (Ελλήνων Κοινότητες). Ας υπενθυμιστούν: η «Πατριαρχική Ακαδημία», μετονομασθείσα αργότερα «Μεγάλη του Γένους Σχολή» επαναλειτούργησε τον αμέσως επόμενο χρόνο, το 1454, της Άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως (λειτουργούσε και πριν την Άλωση). Η επαναλειτουργία της έγινε από τον Πατριάρχη Γεννάδιο μετά από προνόμια που παραχώρησε στο Πατριαρχείο ο Μωάμεθ ο Β΄ ο πορθητής. Η «Ευαγγελική Σχολή», στην οποία μαθήτευσε ο Αδαμάντιος Κοραής, λειτούργησε αρχικά στη Σμύρνη ως «Ελληνικόν Σχολείον» το 1733.

Όπως προαναφέρθηκε, από καμία αντικειμενική μαρτυρία δεν καταφαίνεται ότι Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε και ευλόγησε όπλα και σημαίες στην Αγία Λαύρα. Ο μύθος διαπιστώνεται, γιατί περί μύθου πρόκειται, εάν κανείς διαβάσει την τετράτομη «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Σπυρίδωνος Τρικούπη (άραγε πόσοι από τους σημερινούς Έλληνες την έχουν διαβάσει;). Διαπιστώνεται επίσης, με πολλές ακόμη λεπτομέρειες, από το δίτομο ομότιτλο έργο του Άγγλου Γεωργίου Φίνλεϋ, το οποίο εκδόθηκε το 2008 (ανέκδοτο για περίπου έναν αιώνα!) από την Βουλή των Ελλήνων σε μετάφραση (παρακαλώ) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (άραγε πόσοι Έλληνες το έχουν διαβάσει;). Τέλος, το γεγονός της Αγίας Λαύρας ως γεγονός δεν το έχει αναφέρει ούτε καν ο ίδιος ο «πρωταγωνιστής» της, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, στα απομνημονεύματά του… Για την ιστορική αλήθεια να αναφέρουμε ότι η Ελληνική Επανάσταση ευλογήθηκε με την κήρυξή της, στο Ιάσιο, στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών, όπου ο Μητροπολίτης Βενιαμίν σύμφωνα με το βυζαντινό έθιμο παρέδωσε το ξίφος στον πρίγκηπα Αλέξανδρο Υψηλάντη…

Ναός Ποδσειδώνα, Σούνιο, 1805 (Αρχείο: Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)

Ας επισημανθεί μετ’ επιτάσεως: κανένα από τα προαναφερόμενα γεγονότα δεν μειώνει –δεν πρέπει να μειώνει– τον ρόλο της Εκκλησίας κατά την διάρκεια της Οθωμανοκρατίας και στους μετέπειτα χρόνους της Επανάστασης. Ούτε βέβαια εξωραΐζεται η απίστευτη βαρβαρότητα που επέδειξε ο Οθωμανός δυνάστης απέναντι στους υπόδουλους Έλληνες. Όσοι τα εκλαμβάνουν ως μοναδικά, αποκόπτοντας τα συνειδητά από σωρεία άλλων γεγονότων, παραβλέποντας το «μείζον», υπηρετούν εσκεμμένα την αποδόμηση του Ελληνισμού. Το ίδιο ισχύει για όσους τα απορρίπτουν κατηγορηματικά. Αρνούμενοι να δεχτούν ότι «το αληθές είναι και εθνικό», του Σολωμού, υπηρετούν επιζήμια τον Ελληνισμό (πατριδοκάπηλοι).

Όσοι, για παράδειγμα, οχυρώνονται αποκλειστικά πίσω από το (ανύπαρκτο) γεγονός της Αγίας Λαύρας και του αφορισμού της Επανάστασης, για να αποδομήσουν την Εκκλησία, κατά συνέπεια τον αγώνα εθνικής συνείδησης των Ελλήνων, πλανώνται πλάνην οικτράν στο σύνολο των συμπερασμάτων τους. Και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και εκατοντάδες ιερείς υπήρξαν μπροστάρηδες της Παλιγγενεσίας και πολλοί εξ αυτών βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τον Οθωμανό δυνάστη. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ονόματα. Είναι μακρύς ο κατάλογος. Να μεταφέρω όμως το κλίμα που επικρατούσε όταν οι επαναστατημένοι Έλληνες εισέρχονταν σε τουρκοκρατούμενες περιοχές, παραθέτοντας ένα μικρό απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Φωτάκου, ο οποίος αναφέρεται στην Καρύταινα: «Καθώς έβλεπαν οι Έλληνες τας σημαίας και τους στρατιώτας εσήμαιναν των εκκλησιών τα σήμαντρα, και οι μεν ιερείς έβγαιναν ενδεδυμένοι τα ιερά άμφια και με το Ευαγγέλιον εις τα χείρας, οι δε χριστιανοί άνδρες, γυναίκες, παιδία, επαρακαλούσαν τον Θεόν να τους ενδυναμώνη. Ο Αρχιμανδρίτης μάλαιστα εφορούσε μίαν περικεφαλαίαν, και δια τούτο τον εκύταζαν με πολλήν περιέργεια οι άνθρωποι και τον εδέχοντο με μεγάλην υποδοχήν. Είχε δε και σημαιοφόρον έναν καλόγηρον θεώρατον, ο οποίος εκράτει έναν μεγάλον σταυρόν ψηλά εις τα χέρια και επήγαινε πάντοτε μπροστά εις το στράτευμα. Ο κόσμος εγίνετο τοίχος και έκαμναν τον σταυρόν τους καθώς επέρνα ο καλόγερος με τον σταυρό».

Επί Βυζαντίου

Ας εμβαθύνουμε την αναφορά μας στο θέμα της Εκκλησίας, αποφεύγοντας βεβαιότητες. Οι σοβαρές ιστορικές απόψεις, άλλωστε, ακόμη διίστανται. Ο ρόλος της, από την εποχή της Αλώσεως, την περίοδο της τουρκοκρατίας και μέχρι την Επανάσταση, ήταν διφυής. Κατ’ αρχήν, πολύ πιο πριν από την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, διαβλέποντας οι Παλαιολόγοι την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας, επιδιώκοντας για την διάσωσή της θρησκευτική συμμαχία με τη Δύση, η ηγεσία της Ορθοδοξίας (Πατριάρχες) ήταν σφόδρα αντίθετη στην ένωση των δύο ηγέτιδων Εκκλησιών (Ανατολικής – Δυτικής). Το επιχείρημα των ανθενωτικών ήταν ότι η συνένωση με το ετερόδοξο παπικό κράτος (Ρώμη) θα αλλοίωνε το ορθόδοξο φρόνημα των χριστιανών του Βυζαντίου και θα επέφερε την αλλαξοπιστία. Για αρκετούς ιστορικούς η αντίδραση των ανθενωτικών, που έφτανε σε σημείο μίσους και αλληλοσπαραγμού, οφείλεται στο ότι οι ίδιοι τρομοκρατήθηκαν στην ιδέα πως δια της ένωσης των Εκκλησιών θα παραμερίζονταν από τον ρωμαιοκαθολικό παπισμό και θα αποστερούνταν της θρησκευτικής εξουσίας, με ό,τι αυτό εξασφάλιζε. Η θέση των ανθενωτικών Πατριαρχών και Επισκόπων σε διάφορες Συνόδους ήταν «καλύτερα τούρκικο φακιόλι παρά τιάρα παπική» ή «καλύτερα να παραδώσουμε το σώμα μας στον Τούρκο παρά την ψυχή μας στον καθολικισμό».

Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, που το 1274 αποδέχτηκε την ένωση των Εκκλησιών για να προσεταιριστεί τη Δύση, χαρακτηρίστηκε ως προδότης. Αντιμετώπισε τέτοια αντίπραξη που όταν πέθανε η Εκκλησία του αρνήθηκε τη χριστιανική ταφή. Επίσης, στις Συνόδους της Φερράρας και Φλωρεντίας (1438 -1439) ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, που συνομίλησε περί της ένωσης των δύο Εκκλησιών, για να επιτύχει οικονομική και στρατιωτική συνδρομή από τη Δύση, αντιμετώπισε όλο το μένος των ανθενωτικών και ιδιαίτερα του Γεννάδιου Σχολάριου (μετέπειτα Πατριάρχης επί Μωάμεθ Β΄ του πορθητή) και του Μητροπολίτη Εφέσου Μάρκου Ευγενικού. Όταν επέστρεψε στη Βασιλεύουσα αντιμετώπισε την οργανωμένη αντίδραση του κλήρου και του λαού, αποκαλώντας τον λίγο έως πολύ προδότη, και λίγα χρόνια μετά πέθανε σε βαθιά λύπηση.

Όμως, ως προδότης αντιμετωπίστηκε και ο τελευταίος Έλληνας Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, όταν στις 12 Δεκεμβρίου του 1452, σε πανηγυρική λειτουργία στην Αγια-Σοφιά ανακήρυσσε την ένωση των Εκκλησιών. Δεν του συγχωρέθηκε ποτέ. Λίγους μήνες αργότερα (29 Μαΐου 1453) περνούσε στη σφαίρα του θρύλου μαχόμενος σαν στρατιώτης «υπέρ Χριστού Πίστεως και Πατρίδος ημών». Τρεις ημέρες νωρίτερα είχε αρνηθεί την πρόταση του πασά της Σινώπης για παράδοση της Πόλης και την ασφαλή φυγάδευσή του. Λίγες ώρες δε πριν από τον θάνατό του κοινώνησε την Θεία Ευχαριστία.

Δεν είναι τυχαία η αναφορά μας στην Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Το 1453 έχει άμεση εθνική – θρησκευτική – ιδεολογική - κοινωνική – πολιτική – στρατιωτική συνάφεια με το 1821. Η Επανάσταση του Γένους δεν απέβλεπε σε τίποτε άλλο παρά στην ιστορική επανεμφάνιση του Ελληνισμού, του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, που βιαίως διακόπηκε το 1453. «Υπέρ Χριστού Πίστεως» κάλεσε στην τελευταία του ομιλία ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος τους Βυζαντινούς να πολεμήσουν τους Οθωμανούς. «Μάχου υπέρ Πίστεως» κάλεσε με την επαναστατική του διακήρυξη ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τους Έλληνες να αποτινάξουν τον ζυγό των Οθωμανών. Να επισημανθεί, ακόμη, ότι από το 1818 η Φιλική Εταιρεία είχε μεταφέρει την έδρα της από την Οδησσό στην Κωνσταντινούπολη. Προφανώς όχι τυχαία. Το όραμα των Φιλικών (και αργότερα πολλών οπλαρχηγών) ήταν ο Ελληνισμός να επανεμφανιστεί από κει όπου είχε διακοπεί. Από την Κωνσταντινούπολη. Η «Μεγάλη Ιδέα» της Επανάστασης (να το πούμε κι αυτό, δεν βλάπτει) απέτυχε πολιτικά λίγο μετά την κήρυξή της• και πολεμήθηκε επίσης τόσο από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής όσο και από την πολιτική τάξη της υπόδουλης Ελλάδας. Όπως, φυσικά, δεν ευοδώθηκε το άλλο μεγάλο όραμα, αυτό του Ρήγα Φεραίου• το «Βυζαντινό όραμα» ή η «Βαλκανική Ομοσπονδία», όπου η Επανάσταση θα συμπεριελάμβανε το σύνολο του κόσμου στο οποίο κινούνταν ο Ελληνισμός.

Χειρόγραφες σημειώσεις από τα απομνημονεύματα ξτου Παλαιών Πατρών Γερμανού (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος)

Η Επανάσταση του 1821 δυστυχώς απέτυχε και στρατιωτικά. Αυτή είναι μία άλλη μεγάλη αλήθεια, διατυπωμένη από σοβαρούς ιστορικούς. Πριν αναλυθούν οι λόγοι της αποτυχίας, πρέπει να αποδεχτούμε ότι η ελευθερία των Ελλήνων επιτεύχθηκε τελικώς –πρωτίστως, σε τρεις εξωγενείς παράγοντες: α) στη ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827 β) στη Γαλλική εκστρατεία του Μοριά όπου τα γαλλικά στρατεύματα του Μεζόν εκδίωξαν τον επικρατήσαν στην Πελοπόννησο στρατό του Ιμπραήμ γ) στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο 1928 – 1929, με την προέλαση των Ρώσων στην Αδριανούπολη, με αποτέλεσμα ο Σουλτάνος να απομακρύνει τα στρατεύματά του από την Ελλάδα (αν έχετε ήδη σπεύσει σε κρίσεις, μην βιάζεσθε. Πιο κάτω θα ειπωθεί τι πέτυχε και τι συνιστά το ’21).

Γιατί όμως η Οθωμανοκρατία κράτησε τέσσερις αιώνες; Γιατί η Επανάσταση οργανώθηκε και εκδηλώθηκε πρώτα εκτός Ελλάδας; Γιατί δεν αποτολμώνται να απαντηθούν τα ερωτήματα; Προφανώς επειδή οι Έλληνες δεν επιθυμούν ποτέ να παραδεχτούν ούτε τα λάθη τους ούτε τις νοσογόνες (διαχρονικά) παθογένειες τους.

Βασικό ρόλο έπαιξε, σύμφωνα με αξιόπιστους ιστορικούς, η «κεφαλή» της Εκκλησίας. Οι Πατριάρχες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μέλη της κρατικής διοικητικής μηχανής με τον βαθμό του βεζίρη (υπουργός). Η συνεργασία τους με την «Υψηλή Πύλη» ήταν ισότιμη, έχοντας εξασφαλίσει σωρεία θρησκευτικών και πολιτικών προνομίων, με αντάλλαγμα τον «κατευνασμό» του ορθόδοξου ποιμνίου τους. Ας δούμε τι γράφει ο Φίνλεϋ (προσωπικός φίλος του λόρδου Βύρωνα), ο οποίος έζησε από κοντά όλα τα μεγάλα γεγονότα της επαναστατικής περιόδου και η άποψή του φαίνεται να είναι ισορροπημένη: «Από την εποχή που ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β΄ αναδιοργάνωσε υπό τον Πατριάρχη Γεννάδιο την Ελληνική Εκκλησία, οι Έλληνες επίσκοποι ενεργούσαν στις επαρχίες τους σαν ένα είδος τοποτηρητών των Οθωμανών στους ορθόδοξους πληθυσμούς. Τα εκκλησιαστικά αξιώματα στην ορθόδοξη εκκλησία συχνότερα καταλαμβάνονταν με τη δωροδοκία ενός βεζίρη, παρά από θεολογικές γνώσεις ή χριστιανική οσιότητα. Ο πιο παρατηρητικός περιηγητής που επισκέφθηκε την Ελλάδα πριν από την Επανάσταση γράφει πως κοινό ήταν το αίσθημα που επικρατούσε στους λαϊκούς ότι οι επίσκοποι υπήρξαν μία από τις μεγάλες αιτίες του παρόντος ξεπεσμού του ελληνικού έθνους. Ούτε έτρεφαν οι Έλληνες γενικά καμμιά εκτίμηση στον ανώτατο κλήρο τους και στους μοναχούς, από τους οποίους αναδεικνύονταν και οι ιεράρχες.

Με όλο που οι κληρικοί ήταν συχνά όργανα καταπιέσεως και ένας επίσκοπος με δυσκολία μπορούσε ν’ αποφύγει να συμπεριφέρεται σαν Τούρκος αξιωματούχος, ο κλήρος διατήρησε ζωντανή την ελληνική γλώσσα και ίσως να εμπόδισε και τη διάλυση της εθνικής ενότητος… Και γενικά το ελληνικό έθνος φαίνεται να αγωνίσθηκε περισσότερο για να υποστηρίξει την πατριαρχική και συνοδική εκκλησία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, απ’ ό,τι η εκκλησιαστική οργάνωση αγωνίσθηκε για να προστατέψει και βελτιώσει το ελληνικό έθνος.

Στις αρχές του αιώνα μας (19ος) ο ελληνικός κλήρος, συμμεριζόμενος την γενική γνώμη ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία βρισκότανε στα πρόθυρα της διαλύσεως, άρχισε να προσδοκά την γρήγορη απελευθέρωση από την προέλαση των ρωσικών στρατιών. Το ιερατείο λογάριαζε πως πριν από την πάροδο πολλών χρόνων θα μετατόπιζε την υποταγή του στον Τσάρο της Μοσκοβίας. Αλλά ποτέ δεν σκεφτήκανε σαν δυνατό ή σαν επιθυμητό γεγονός την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Ένας ορθόδοξος αυτοκράτορας στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης φυσικά θα σταθεροποιούσε και θα επεξέτεινε όλα τα προνόμια του ελληνικού κλήρου».

Η συμμαχία

Ένας άλλος παράγοντας είναι ότι πολλοί Έλληνες πήγαν με το γκουβέρνο (το κράτος). Έλληνες έμειναν όσοι δεν πήγαν με το Οθωμανικό κράτος. Μπέηδες, κοτζαμπάσηδες, δερβέναγες, αρματολοί ήταν Έλληνες που μόνο υπόδουλοι δεν ήσαν, διεκπεραιώνοντας με το αζημίωτο την φοροεισπρακτική πολιτική των Οθωμανών και εισπράττοντας προσόδους από ενοικιάσεις λιμανιών, εκτάσεων, φρούρησης περιοχών, φύλαξης δερβενιών (διόδων) κ.λπ.

Η Ελλάς ευγνωμονούσα/ Ζωγραφική: Θ.Βρυζάκη

Η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά και η Κάσος είχαν την πιο χαμηλή φορολόγηση, λειτουργούσαν σαν ανεξάρτητες δημοκρατίες και οι κάτοικοί τους από μόνοι τους κανόνιζαν τα εσωτερικά τους ζητήματα. Οι τοπικοί τους άρχοντες ήταν αιρετοί, πάντοτε χριστιανοί, καθώς στα συγκεκριμένα νησιά ουδέποτε κατοίκησε μουσουλμάνος, οι οποίοι συγκέντρωναν τους φόρους.

Η Ζαγορά, όπως και όλα τα χωριά του Πηλίου, ήταν επίσης μια ευημερούσα περιοχή, κατοικημένη από Έλληνες, που απολάμβαναν το προνόμιο της αυτοδιοίκησης και της εκλογής των αρχόντων τους. Μόνο στα Λεχώνια κατοικούσαν μερικές τουρκικές οικογένειες. Στο Τρίκερι, που βρισκόταν στην είσοδο του κόλπου του Βόλου, κατοικούσαν ναυτικοί, ιδιοκτήτες πολλών καραβιών, ασχολούμενοι στο ακτοπλοϊκό εμπόριο μεταξύ της Ελλάδας, της Θεσσαλονίκης, της Σμύρνης και της Κωνσταντινουπόλεως. Μεγάλη εμπορική πόλη, που διέθετε καράβια και απολάμβανε κάτω από την σουλτανική εξουσία αυτοδιοίκηση και πολλά προνόμια, ήταν και το Γαλαξείδι.

Το 1821, με την έναρξη της Επανάστασης, τα προαναφερόμενα νησιά και πόλεις, εκτός από τα εκατοντάδες καΐκια στα λιμάνια τους, διέθεταν συνολικά 320 βρίκια και γολέτες, από 60 μέχρι 400 τόνους, τα οποία επανδρώνονταν από 12.000 και περισσότερους ναύτες. Τα περισσότερα πλοία, 115 τον αριθμό, μεγαλύτερα των 100 τόνων, διέθετε η Ύδρα. Ακολουθούσαν οι Σπέτσες με 60.

Να σημειωθεί ακόμη ότι η Μάνη, με την πατριαρχική δομή των μεγάλων οικογενειών, εξαγόραζε την αυτονομία της με 15.000 γρόσια τον χρόνο.

Η κατάσταση των Ελλήνων τις παραμονές της Επανάστασης, σύμφωνα με τον Φίνλεϋ και άλλων ξένων ιστορικών που ήρθαν στη χώρα μας ως φιλέλληνες, μπορεί να παρουσιαστεί με δύο διαφορετικές απόψεις.

Και υπάρχουν απειράριθμα γεγονότα για να αποδείξουν και τις δύο αληθινές. Κατά την πρώτη άποψη οι Έλληνες παρουσιάζονται καταπιεζόμενοι και εξευτελιζόμενοι, ενώ κατά την δεύτερη σαν ευτυχισμένος λαός που ευημερούσε, που απολάμβανε ένα πλήθος από πολύτιμα προνόμια. Θα μπορούσε να γίνει μια σύγκριση μεταξύ της κατάστασης των Ελλήνων ραγιάδων του σουλτάνου και των Ρώσων δουλοπαροίκων του τσάρου. Οι χριστιανοί που καλλιεργούσαν την γη στην Οθωμανική αυτοκρατορία απολάμβαναν μεγαλύτερο ποσοστό καρπών από τον μόχθο τους, παρά οι χριστιανοί χωρικοί για παράδειγμα της Πολωνίας ή της Ουγγαρίας.

Ο Σκωτσέζος ιστορτικός και στρατιωτικός Θωμάς Γκόρντον και χειρόγραφες σημειώσεις του / Γενικό Αρχείο του Κράτους

Πάντως, όπως έχει σημειώσει ο Τάσος Βουρνάς, ναι μεν η φορολογία των αγροτών ήταν ελαφρότερη απ’ αυτή της βυζαντινής περιόδου, αλλά η επιβάρυνση ήταν αναλογικά μεγαλύτερη για τους χριστιανούς παρά για τους Τούρκους. Πέραν του ότι απέδιδαν στον γαιοκτήμονα (Έλληνα ή Οθωμανό) το 1/10 ή το 1/7 του ακαθάριστου προϊόντος (δούλευαν τις γαίες με δικά τους έξοδα), επιβαρυνόταν επιπλέον με πλήθος κοινοτικών και εκκλησιαστικών εισφορών, καθώς και από το χαράτσι (κεφαλικός φόρος) που τις παραμονές της Επανάστασης είχε φθάσει 4 δράμια περίπου ασήμι τον χρόνο. Όμως, εκτός από τον έγγειο φόρο, που καταβαλλόταν σε είδος, η Οθωμανική διοίκηση εξανάγκαζε τους καλλιεργητές να την προμηθεύουν με μια προκαθορισμένη ποσότητα σίτου για τον εφοδιασμό της Κωνσταντινουπόλεως. Η ζημιά που παρουσιαζόταν από αυτό το δικαίωμα της προαγοράς (συνήθως «μπιτ παρά») έπεφτε βαριά πάνω στους χωρικούς.

Ο Έλληνας αστός, κατά τον Φίνλεϋ, απολάμβανε σε μεγαλύτερο βαθμό την ελευθερία του λόγου και είχε τόση επιρροή στα τοπικά ζητήματα της πόλης του, όσο και ο πολίτης της Γαλλικής αυτοκρατορίας του Ναπολέοντος του Α΄.

Οι τάξεις

Οι Έλληνες διαιρούνταν σε τέσσερις τάξεις, τον κλήρο, τους προεστούς, τον αστικό πληθυσμό ή τους αστούς (πραματευτάδες, βιοτέχνες, καραβοκυραίους, τεχνίτες κ.ά.) και τον αγροτικό πληθυσμό. Για τους προεστούς γράφει ο Φίνλεϋ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»: «Οι προεστοί της Ελλάδας αποτελούσαν το υποκατάστατο μιας αριστοκρατίας. Η πραγματική αριστοκρατία του ελληνικού έθνους είχε εξοντωθεί με την Οθωμανική κατάκτηση. Τα μέλη της είτε σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους ή εξορίσθηκαν ή πεισθήκανε να προσηλυτιστούν τον μωαμεθανισμό. Αρκετοί αποστάτες διακεκριμένων ελληνικών οικογενειών κατέλαβαν υψηλά αξιώματα στην υπηρεσία του σουλτάνου. Ο Μωάμεθ Β΄ με προμελετημένο σχέδιο θανάτωσε κάθε Έλληνα που ασκούσε οποιαδήποτε πολιτική επιρροή, βρίσκοντάς τον σαν τον απλούστερο τρόπο για την επικράτηση ηρεμίας στην Ελλάδα. Η κατάσταση αποναρκώσεως της ελληνικής κοινωνίας επί τόσες γενιές επιμαρτυρεί τη σοφία αυτής της σατανικής πολιτικής.

Η προστασία της Οθωμανικής κυβερνήσεως βαθμιαία δημιούργησε μια ελληνική αριστοκρατία διοικητικών οργάνων και φοροεισπρακτόρων. Η αριστοκρατία αυτή αποτελούνταν από τους Φαναριώτες στην Κωνσταντινούπολη και τους κοτζαμπάσηδες ή προεστούς στην Ελλάδα. Η ηθική και πολιτική θέση της τάξης αποδόθηκε άριστα από την ονομασία τους σαν είδος Χριστιανών Τούρκων. Ο βοεβόδας ή ο μπέης αγόραζε τους φόρους μιας περιφέρειας, σαν κεντρικός φεουδάρχης. Ακολούθως υπενοικίαζε τις διάφορες κατηγορίες των προσόδων στους Έλληνες προεστούς, οι οποίοι συνήθως υπενοικίαζαν το μερίδιό τους σε μικρότερα τμήματα στους τοπικούς άρχοντες των κοινοτήτων της περιφέρειας. Με τον τρόπο αυτό οι δημόσιες πρόσοδοι της Ελλάδας συντηρούσαν τρεις διάφορες τάξεις φοροεισπρακτόρων σε βάρος βέβαια του λαού».

Κάτω από την Οθωμανική υποδούλωση, πρέπει να σημειωθεί και κάτι ακόμη: χιλιάδες ήταν οι Έλληνες που είχαν βρει (κατά κάποιο τρόπο) την «βολή» τους. Ο λόγος για τις χιλιάδες των λεγόμενων κλεφτών και αρματολών, που έδρασαν κυρίως στη Ρούμελη. Η κλεφτουριά και τα αρματολίκια δεν έδρασαν στον Μοριά. Οι κοτζαμπάσηδες είχαν τα δικά τους ένοπλα σώματα, με επικεφαλής αρχηγούς που ονομάζονταν «κάποι». Οι «κάποι» ήταν αυτοί που μαζί με Οθωμανούς καταδίωξαν στην Πελοπόννησο τον κλέφτη Κολοκοτρώνη, το 1808, με αποτέλεσμα να καταφύγει στη Ζάκυνθο.

Πορταριά Πηλίου, 1805 / Αρχείο Γεννάδειος Βιβλιοθήκη

Είναι επίσης γεγονός πως η Επανάσταση δεν ορθοπόδησε αμέσως στη Ρούμελη και τις βορειότερες ελληνικές περιοχές, γιατί, εκτός από τους προκρίτους που ήταν φανεροί τουρκολάτρεις, μπήκαν εμπόδιο και αρκετοί αρματολοί. Προϊούσης δε της Επανάστασης στη Ρούμελη πολλά αρματολίκια συμμαχούσαν με τους Οθωμανούς είτε για να κερδίσουν χρόνο ανεφοδιασμού είτε για να εκβιάσουν την κεντρική κυβέρνηση προκειμένου να τους αποδώσει την αρχιστρατηγία εμπόλεμων περιοχών. Οι συμφωνίες αυτές των αρματολών με τους Οθωμανούς ονομάστηκαν «καπάκια».

Οι γνώμες των ιστορικών ποικίλλουν για τους κλέφτες. Υπάρχει μερίδα που υποστήριξε ότι ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων της υπαίθρου, οι οποίοι δεινοπάθησαν στα χέρια τους περισσότερο ακόμη και από τους Τούρκους. Μια άλλη σημαντική μερίδα ιστορικών ισχυρίστηκε ότι ήταν «ελεύθερα και αδούλωτα πνεύματα» και οι «Ρομπέν των Δασών» της εποχής καθώς λήστευαν ή βασάνιζαν ή σκότωναν μόνο πλούσιους Οθωμανούς και Έλληνες κοτζαμπάσηδες. Ο απλός λαός σε πολλές περιπτώσεις τους είχε ως «λαϊκό είδωλο». Γεγονός ωστόσο παραμένει ότι η κλεφτουριά, την οποία ο Κολοκοτρώνης αποκαλούσε τον στρατό του βασιλιά (Παλαιολόγου), μπήκε στον απελευθερωτικό αγώνα ασχέτως εάν σε πολλές περιπτώσεις τα κίνητρα ήταν άλλα (λαφυραγώγηση κ.λπ). Έχει την αξία του να αναφερθεί ότι, όταν ο Καποδίστριας ήρθε να κυβερνήσει την Ελλάδα αυτό που βρήκε ως έμψυχο υλικό ήταν στη στεριά 300.000 άγριους κλέφτες και στη θάλασσα κάπου 3.000 πειρατές.

«Ανάμεσα στους μορφωμένους Έλληνες έχει επικρατήσει η συνήθεια να μιλάνε και να γράφουν πολλά για το πατριωτικό πνεύμα και τα εξαίρετα στρατιωτικά κατορθώματα των κλεφτών, σαν να ήταν οι ληστές αυτοί οι πρόμαχοι της Ελληνικής ελευθερίας. Αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν απλοί λήσταρχοι, που και πριν από την Επανάσταση και στη διάρκεια του επαναστατικού πολέμου και υπό την κυβέρνηση του βασιλιά Όθωνα, λεηλατούσαν τους Έλληνες πιο πολύ απ’ ό,τι τους λήστευαν οι Τούρκοι» (Γεώργιος Φίνλεϋ).

Εξισλαμισμοί

Το πιο απάνθρωπο, ίσως και το πιο κτηνώδες που εφάρμοσε ο Οθωμανός δυνάστης για την επικυριαρχία του επί τέσσερις αιώνες ήταν ο εξισλαμισμός. Καμία ιστορική μαρτυρία δεν έχει δώσει τον ακριβή αριθμό των εξισλαμισμένων Ελλήνων. Ο αριθμός κυμαίνεται από 500.000 έως 1.000.000 Ελλήνων. Οι εξισλαμισμοί τις περισσότερες φορές ήταν βίαιοι. Προηγούνταν εξευτελισμοί και ταπεινώσεις. Αρκετοί όμως εξισλαμισμοί γίνονταν οικειοθελώς, προκειμένου ελληνικές οικογένειες να αποφύγουν τη «στράτευση» των παιδιών τους στις ομάδες των Γενιτσάρων (γινόταν με τον τρόπο παιδομαζώματος). Ήταν τόσο μεγάλη η έκταση του εξισλαμισμού, που στην Κρήτη, όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, οι Οθωμανοί μαζί με τους Έλληνες Τούρκους ήταν περισσότεροι από τους ορθόδοξους Κρητικούς. Στο θλιβερό αυτό κομμάτι της τουρκοκρατίας δυστυχώς υπήρξαν και πολύ μελανά στοιχεία: α). πολλοί από τους Έλληνες εξισλαμισθέντες ήταν πολύ πιο βάρβαροι απέναντι στους Έλληνες χριστιανούς ορθόδοξους απ’ ό,τι ο Οθωμανός τύραννος. Και αυτό για να αποδείξουν ότι πραγματικά αλλαξοπίστησαν και να τύχουν των ευεργετημάτων β). υπήρξαν ολόκληρες περιοχές (κοινότητες, χωριά) που σύσσωμες ασπάστηκαν τον μωαμεθανισμό και αυτό προκειμένου να αποφύγουν τη φορολόγηση.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, επειδή ο κόσμος ήταν πολυάριθμος και δεν μπορούσε να γίνει η τελετή που προβλεπόταν, αρκούσε μια απλή συγκέντρωση ενώπιον του αγά της περιοχής ο οποίος τους εξισλάμιζε με τη φράση «άιντε Τούρκοι». Βέβαια, θα ήταν παράλειψη να μην ειπωθεί ότι πολλοί απ’ αυτούς τους αθρόους εξισλαμισμούς ήταν «τύποις». Ο «εξισλαμισμένος» κρατούσε στην ψυχή του τη χριστιανική πίστη, και αναπτύχθηκε έτσι η μεγάλη κατηγορία των λεγόμενων «κρυπτοχριστιανών». Ας παρατεθεί ένα μικρό απόσπασμα για τους εξισλαμισμούς από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», του Κ. Παπαρρηγόπουλου: «Ουδέποτε ο χριστιανισμός της Ανατολής και ιδίως ο ελληνισμός καθ’ όλον τον μακρόν και πολυώδυνον αυτού βίον υπέστη τοιαύτην φλεβοτομίαν οίαν επί της τουρκικής κυριαρχίας, και εν τούτοις ο πληθυσμός ημών ηλαττώθη τότε προς έτι δι’ άλλας πολλάς και ποικίλας αιτίας».

Διαφωτισμός

Η Ελληνική Επανάσταση δεν ξέσπασε ξαφνικά. Το ιδεολογικό της υπόβαθρο σύμφωνα με τον σύγχρονο ιστορικό Βασίλη Κρεμμυδά βρίσκεται στη Γαλλική Επανάσταση και στα μηνύματα του Διαφωτισμού. Οι λόγιοι του παροικιακού Ελληνισμού (Κοραής κ.ά.) αναπτύσσουν τη θεωρία του «νεοελληνικού Διαφωτισμού», δηλαδή την κατευθείαν αναφορά μας στην κλασσική αρχαιότητα και σφυρηλατούν στον χώρο των αστών τη συμπόρευση της αστικής συνείδησης με αυτή της εθνικής. «Η αποτυχία της εξέγερσης του 1770 λειτούργησε διδακτικά για τον υπόδουλο ελληνισμό: η μονολιθική στήριξη στο ομόδοξο “ξανθό γένος”, στη Ρωσία, αποδεικνυόταν αναποτελεσματική. Λίγα χρόνια μετά η Γαλλική Επανάσταση με το δίδαγμά της θα στρέψει τις συνειδήσεις των Ελλήνων προς τη δυτική Ευρώπη –ο παροικιακός ελληνισμός θα συμβάλει και σ’ αυτήν τη στροφή. Σκοπός ένα ελεύθερο, ανεξάρτητο ελληνικό αστικό κράτος. Κατά τα γαλλικά πρότυπα. Η Ευρώπη παντού μπροστά. Αποκλείεται να την πεις αλλιώς την Ελληνική Επανάσταση του 1821• Ευρωπαϊκή επανάσταση θα την πεις» (Β. Κρεμμυδάς: «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Τεκμήρια, Αναψηλαφήσεις, Ερμηνείες», εκδόσεις “GUTENBERG”, Αθήνα 2016).

 

Υπάρχουν κι αντίθετες ιστορικές απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες αρκετές από τις ιδεολογικές αναφορές της Επανάστασης ήταν προς Ανατολάς (ασχέτως εάν επικράτησε τελικώς η λογιοσύνη του Κοραή και ο δυτικός προσανατολισμός της χώρας). Στις τάξεις των επαναστατημένων Ελλήνων υπήρχε δυνατή η τάση (ο Κολοκοτρώνης μετά τη λήξη του Αγώνα σε ομιλία του στη Πνύκα κάνει ευθεία αναφορά για Κωνσταντινούπολη) για επανασύσταση της Αυτοκρατορίας, με Έλληνα ορθόδοξο αυτοκράτορα, ρόλος που μάλλον προοριζόταν για τους Υψηλάντηδες. Προς αυτή την κατεύθυνση είχαν κινηθεί οι στρατηγοί της ξηράς (ηττημένοι τελικώς από τους πολιτικούς και τους καραβοκύρηδες της Ύδρας) και η Εκκλησία. Σε όλη δε τη διάρκεια του Αγώνα πάρα πολλές περιοχές και αγωνιστές προσχωρούσαν στην Επανάσταση πιστεύοντας στην επέμβαση της Ρωσίας. Άλλωστε το σχέδιο του Ρήγα δεν ήταν η δημιουργία κάποιου εθνικού κράτους, αλλά αυτοκρατορία των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής.

Ας δούμε μια πτυχή της ελπίδας ή ψύχωσης για την επέμβαση του «ξανθού γένους» στη Χαλκιδική και στην κοινότητα του Αγίου Όρους όπου προσχώρησαν αρχικά στην Ελληνική Επανάσταση: «Όταν οι μοναχοί προσχώρησαν στην Επανάσταση των Ελευθεροχωρίων, η κοινότητά τους ανέλαβε την πληρωμή επτακοσίων στρατιωτών και βρεθήκαν και όπλα για τον εξοπλισμό δύο χιλιάδων περίπου μοναχών…

Οι ηγέτες μοναχοί είχαν στηρίξει την Εταιρεία (Φιλική Εταιρεία), γιατί πιστέψανε ότι υποστηριζόταν από τη ρωσική κυβέρνηση. Όταν ανακάλυψαν ότι είχαν εξαπατηθεί χοντρά από τους αποστόλους, έπαψαν να ευνοούν την Ελληνική Επανάσταση… Τα ισχυρότερα μέλη της μοναστικής κοινωνίας αποτόλμησαν να υποστηρίξουν ότι πιθανότερο ήταν ο σουλτάνος να προστατεύσει τα αρχαία προνόμια του Αγίου Όρους, παρά οι αρχηγοί της Ελληνικής Δημοκρατίας. Συγκρίνανε την αναρχία που επικρατούσε οπουδήποτε κυριαρχούσαν οι Έλληνες με την τάξη που τηρούσαν οι αξιωματικοί του σουλτάνου… Ο Αμπουλαμπάντ υποσχέθηκε αμνηστία στους μοναχούς του Αγίου Όρους, αν παρέδιδαν όλα τα όπλα τους, υποχρεώνονταν να πληρώσουν στον σουλτάνο ετήσιο φόρο δυόμιση εκατομμυρίων πιάστρων και δέχονταν Οθωμανική φρουρά στις Καρυές. Οι όροι έγιναν δεκτοί και στις 27 Δεκεμβρίου 1821 ο στρατός του Αμπουλαμπάντ εγκαταστάθηκε στο Άγιον Όρος» (Γεώργιος Φίνλεϋ).

Επένδυση

Ο ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς στο βιβλίο του νομίζω πως λέει πάντως κάποιες μεγάλες αλήθειες (αν μπορώ να κρίνω μόνο από τις διάφορες αναγνώσεις μου, καθώς δεν είμαι ιστορικός) τις οποίες δεν έμαθε ή δεν θέλησε ποτέ να ακούσει ο Έλληνας: «Μια επανάσταση είναι καταρχήν πόλεμος και ο πόλεμος είναι κατεξοχήν οικονομικό γεγονός. Ως προς τα κεφάλαια, είναι προφανές ότι η Επανάσταση λειτούργησε ως επιχείρηση στην οποία οι κεφαλαιούχοι τα επένδυσαν• με ρίσκο να τα χάσουν, όπως κάθε επένδυση είχε και αυτή ρίσκο.

Οι αγωνιστές αμείβονταν για τον χρόνο που ήταν απασχολημένοι στη μάχη• αμείβονταν και για το άλογό τους• αμείβονταν από κάποιον κεφαλαιούχο, ο οποίος κατέθετε στην Κεντρική Διοίκηση της Επανάστασης κατάλογο με τα έξοδα που είχαν κάνει προκειμένου να αποζημιωθούν από το «αυριανό» κράτος. Έτσι είναι, λοιπόν, που απορροφήθηκαν και η ανεργία και τα ανενεργά κεφάλαια».

Τα προαναφερόμενα εξάγονται γκρόσο μόντο σχεδόν απ’ όλα τα βιβλία των ιστορικών του 19ου αιώνα. Ελλήνων και ξένων. Ο Σπυρίδων Τρικούπης στην Ιστορία του ευθέως έγραψε το 1850 ότι «ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας έγινε με ιδιωτικά κεφάλαια». Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 η αλήθεια είναι ότι πάρα πολλοί Έλληνες βρέθηκαν με πάρα πολλά χρήματα. Κάποιοι άλλοι με κτηματικές περιουσίες.

Τι είχε συμβεί λίγο πριν την Επανάσταση και η υπόδουλη Ελλάδα βρέθηκε με ανενεργά κεφάλαια και ανεργία, που λέει ο Κρεμμυδάς; Η λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων, το 1813, είχε ως αποτέλεσμα ο εφοπλισμός και δη οι θαλάσσιες εμπορικές μεταφορές από Ανατολή προς Δύση και αντίστροφα να περάσει στα χέρια των κεντρικών κρατών της Ευρώπης. Μέχρι τότε το εμπόριο γινόταν από τους Έλληνες καραβοκύρηδες, καθώς οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν εμπλακεί στην Ευρώπη. Μαζί με τους Έλληνες (υπόδουλους) καραβοκύρηδες –εκτός από τις χιλιάδες ναυτικούς– δούλευε παράλληλα ένα ολόκληρος κόσμος εμπόρων, βιοτεχνών, καλλιεργητών κ.ά.

Έτσι δεν υπήρχε ανεργία και οι πλοιοκτήτες της εποχής είχαν συγκεντρώσει μεγάλες περιουσίες. Με το πέρασμα όμως του εμπορίου σε άλλες χώρες ένας ολόκληρος κόσμος βρέθηκε χωρίς δουλειά, και βέβαια οι καραβοκύρηδες έδεσαν τα πλοία τους στα λιμάνια της Ύδρας, των Σπετσών και αλλού. Γράφει ο Φίνλεϋ πάνω σε αυτή την περίοδο: «Η γενική ειρήνη του 1815 επέφερε μεγάλη πτώση της τιμής του σταριού στην ηπειρωτική Ευρώπη και πτώση των ναύλων στη Μεσόγειο. Στα 1820 τα κέρδη των νησιών, που τα πλοία τους εκτελούσαν το μεγαλύτερο διαμετακομιστικό εμπόριο σταριού μεταξύ των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας, μειωθήκαν πιο πολύ από την πλούσια εσοδεία της Δυτικής Ευρώπης και τον φόβο πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Πολλά πλοία έμειναν δεμένα στην Ύδρα και τις Σπέτσες. Οι ναυτικοί ήταν δυσαρεστημένοι και όλες οι τάξεις άρχισαν να βλέπουν σαν διέξοδο τα επαναστατικά σχέδια που διασπείρανε ανάμεσα στον λαό οι απόστολοι της Εταιρείας και οι πράκτορες του Αλή Πασά. Στις αρχές του 1821 το επαναστατικό πνεύμα είχε κάνει μεγάλη πρόοδο σε όλα τα ναυτικά νησιά».

Καταφαίνεται, λοιπόν, ότι η οικονομική κρίση της προεπαναστατικής περιόδου –έστω συγκυριακά, ήταν μία από τις κυριότερες αιτίες που έκαναν τους Έλληνες να σκεφτούν διαφορετικά. Οι άνεργοι να έχουν δουλειά και οι πλούσιοι να επενδύσουν τα ιδιωτικά - ανενεργά κεφάλαιά τους. Αυτός ο διαφορετικός τρόπος σκέψης δεν ήταν άλλος από το να εκδιωχθεί ο Οθωμανός δυνάστης και να «ανοίξει ο δρόμος» της ανάπτυξης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ζαγορά, που αναφέρθηκε πιο πάνω πως ήταν μια από τις πιο ευημερούσες περιοχές. Την εποχή που άρχιζε η Ελληνική Επανάσταση, είχε καταστραφεί την προηγούμενη χρονιά η σοδειά του λαδιού και του μεταξιού. Σε συνδυασμό με τη βαριά φορολογία από την οποία υπέφεραν οι κάτοικοί της, όπως κι όλοι στα χωριά του Πηλίου, οδήγησαν τον λαό να κηρύξει την ανεξαρτησία του μόλις έφτασε έξω από τα παράλια του Βόλου ο ελληνικός στόλος. Μετά ένα σώμα ενόπλων μπήκε στα Λεχώνια, έσφαξε τον αγά και σκότωσε εξακόσιους μουσουλμάνους, αδιάκριτα άντρες, γυναίκες και παιδιά. «Αλλά αντί να βαδίσουν κεραυνοβόλα για να αιφνιδιάσουν τον Βόλο, που θα μπορούσαν να τον καταλάβουν χωρίς δυσκολία και που μόνο η κατοχή θα τους εξασφάλιζε την ελευθερία της πατρίδας τους, έχασαν τον καιρό τους σε διαμάχες για την μοιρασιά της περιουσίας των δολοφονημένων Τούρκων» (Γεώργιος Φίνλεϋ).

Ας μη διαφύγει της προσοχής, στο σκεπτικό που αναπτύσσουμε, ότι η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τρεις εμπόρους, τους Εμμανουήλ Ξάνθο, Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλωφ.

Και ας προστεθεί, στην εξαγωγή των συμπερασμάτων, μία πολύ σημαντική σκέψη – στοιχείο που παραθέτει στο βιβλίο του ο Βασίλης Κρεμμυδάς: «ο υπόδουλος και παροικιακός αστικός ελληνισμός, ο όλος ελληνισμός, δεν σχηματίστηκε επειδή συναντήθηκαν από στεριανούς δρόμους• από θαλασσινούς δρόμους συναντήθηκαν: Λισαβόνα – Μασσαλία – Λιβόρνο – Τεργέστη – Ύδρα και Σπέτσες – Οδησσός – Ταγκανρόκ και αντίστροφα• αυτό είναι το δίκτυο διαμόρφωσης του όλου ελληνισμού. Αυτόν τον κόσμο, που τώρα ήταν η ηγεσία της Επανάστασης, η Βαλκανική ουδέποτε τον ενδιέφερε».

Μπορεί λοιπόν οι Έλληνες, πλούσιοι και μη, να συνέχισαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης να κυνηγούν τα συμφέροντά τους, αλλά θα ήταν τραγικό ιστορικό λάθος να υποστηριχθεί ότι το οικονομικό όφελος ήταν αποκλειστικά και μόνο το κίνητρό τους. Και σε κάθε περίπτωση, αν αυτό ήταν το κίνητρό τους δεν θα μπορούσαν να το επιτύχουν εάν το αποσυνέδεαν (που δεν το αποσύνδεσαν) από την πολιτική και θρησκευτική τους ελευθερία. Από την εθνική τους συνείδηση. Και δεν θα ξεσηκωνόταν κανένας Έλληνας εάν δεν υπήρχε το ισχυρό κλίμα πατριωτισμού που είχαν δημιουργήσει οι πνευματικές δυνάμεις της μορφωμένης τάξης. Δεν είναι τυχαίο το γραφέν από τον Παπαρρηγόπουλο ότι το Έθνος που έπεσε το 1453 ήταν το ίδιο με το Έθνος που ξεσηκώθηκε το 1821. Αλλά η μεγάλη διαφορά των δύο χρονικών ιστορικών στιγμών, παρά τα κοινά πολιτιστικά στοιχεία, είναι ότι η Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα είχε ήδη περάσει στην οικονομία του καπιταλισμού. Συνεπώς οι Έλληνες κεφαλαιούχοι της εποχής δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν στο εξής τις οικονομικές δραστηριότητές τους σε ένα καθεστώς που λειτουργούσε στη βάση της φεουδαρχίας, όπως αυτών των Οθωμανών. Έπρεπε λοιπόν ο Οθωμανός δυνάστης να ανατραπεί.

Κοντόφθαλμες ερμηνείες

Η Αριστερά θέλησε να ερμηνεύσει την Ελληνική Επανάσταση όπως σχεδόν όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, υπό το πρίσμα ενός στενού ταξικού αγώνα. Βέβαια ο ξεσηκωμός των Ελλήνων περιλαμβάνει αρκετά γεγονότα ταξικής διαπάλης. Πάντα μέσα σε καταστάσεις μείζονος και ανεξέλεγκτης σύγκρουσης υπάρχουν κατηγορίες ατόμων που θέλουν είτε να προωθήσουν τα συμφέροντά τους είτε να απαλλαγούν από διάφορες καταπιέσεις είτε να επιλύσουν διαφορές τους είτε να βελτιώσουν τη θέση τους είτε ακόμη να πάρουν εκδίκηση από κάποιους που θεώρησαν ότι τους έθιξαν. Προφανώς, κατά την Ελληνική Επανάσταση, πολλοί ήταν εκείνοι που θα ήθελαν να δουν να χάνουν τα πρωτεία και τα προνόμιά τους είτε κάποιος καραβοκύρης είτε κάποιος κοτζαμπάσης είτε κάποιος αρματολός είτε κάποιος κλέφτης. Ο καθένας για διαφορετικούς δίκαιους ή άδικους λόγους. Και υπήρξαν εκατοντάδες τέτοιες πράξεις εκδίκησης. Και υπήρξαν απίστευτες αθλιότητες.

Μόνο που αυτές δεν συνέθεσαν το «μείζον» του Αγώνα. Η δογματική Αριστερά δεν μπόρεσε να δει ή να καταλάβει, ότι όλες οι τάξεις, μα όλες οι τάξεις που συνέθεταν την κοινωνία του 1821, παρά τις μικρές ή μεγάλες αντιθέσεις τους, παρά τα διαφορετικά συμφέροντά τους, είχαν μεταξύ τους εκείνη την περίοδο έναν κοινό δεσμό: τη θρησκεία, τη γλώσσα και, το κυριότερο, το μίσος τους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1821 ήταν ο αγώνας ενός υπόδουλου Έθνους εναντίον ενός άλλου Έθνους. Αγώνας εναντίον ενός αλλόθρησκου, αλλόγλωσσου και τυράννου Έθνους. Συνεπώς εθνικοαπελευθερωτικός. (Όσο για το «ομόγλωσσο» πρέπει να επισημανθεί, για να είμαστε ακριβολόγοι, ότι τα 2/3 των ναυτικών πληρωμάτων ήταν Αρβανίτες).

«Τοπικές αντιπαλότητες, εξουσιαστικές διεκδικήσεις, μίση προσωπικά και προσωπικές αντιπάθειες, όλα όσα μπορούμε να πούμε ότι συνέβαιναν εκείνη την ώρα, θα μείνουν στην άκρη όταν προβάλλει το διακύβευμα: το διακύβευμα για όλους ήταν η ελευθερία και η ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού κράτους κατά τις επιταγές δύο κιόλας Συνταγμάτων το 1823» (Βασίλης Κρεμμυδάς).

Θηριωδίες και βαρβαρότητες

Οι Οθωμανοί κατά την Ελληνική Επανάσταση διέπραξαν θηριωδίες. Είναι γνωστές οι σφαγές στη Χίο, που συγκλόνισαν την Ευρώπη, στο Μεσολόγγι, στη Χαλκιδική και σε δεκάδες άλλες περιοχές της Ελλάδας. Χιλιάδες Έλληνες και ιερείς μαρτύρησαν και πέρασαν από το σπαθί των πασάδων. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση ο σουλτάνος Μαχμούτ κατέσφαξε τον ελληνικό πληθυσμό της Κωνσταντινουπόλεως και της Σμύρνης. Ο δε Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ απαγχονίστηκε και το πτώμα του πετάχτηκε στη θάλασσα. Γράφει ο Φίνλεϋ: «Ο σουλτάνος Μαχμούτ εθεωρείτο σκληρός και αιμοχαρής τύραννος και για πολλά χρόνια η ελαφρότερη τιμωρία που πάντα επέβαλε ήταν ο θάνατος. Λίγοι ήταν οι περιηγητές που, μπαίνοντας στην αυλή του Σαραγιού του, δεν αντίκρυζαν ένα κομμένο κεφάλι, ή ένα σωρό από μύτες και αυτιά εκτεθειμένα στις αλκόβες της πύλης. Καθημερινό ήταν το θέαμα των πτωμάτων που κρεμόντουσαν από τις ταμπέλες των μαγαζιών, ή μένανε ριγμένα στα στενά καλντερίμια, κι έτσι αποδεικνυόταν ότι ο σουλτάνος ήταν αδιάφορος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο και την ανθρώπινη ζωή».

Βαρβαρότητες υπήρξαν και στην άλλη πλευρά. Σημειώνει ο Φίνλεϋ: «Σε όλη τη διάρκεια της επαναστάσεως οι Έλληνες επέδειξαν αγριότερη έχθρα προς τους μουσουλμάνους, παρ’ ότι οι Τούρκοι προς τους χριστιανούς».

Να δούμε και τι έγραψε ένας άλλος φιλέλληνας, ο Θωμάς (Τόμας) Γκόρντον: «Οποιαδήποτε εθνικά ή ατομικά δεινά και να είχανε πάθει οι Έλληνες είναι αδύνατο να δικαιολογήσει κανείς τη θηριωδία της εκδικήσεώς τους ή να αρνηθεί ότι, αν συγκριθούν αυτοί με τους Οθωμανούς στρατηγούς, τον Μεχμέτ Αμπουλαμπάντ, τον Ομέρ Βρυώνη και τον κεχαγιάμπεη Χουρσίτ οι Οθωμανοί θα παίρνανε το στέφανο του ανθρωπισμού. Πάντως, η λέξη ανθρωπισμός είναι ολωσδιόλου αταίριαστη και για αυτούς και για τους αντιπάλους τους».

Ο Γκόρντον, που το βιβλίο του η «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» είναι επίσης μεταφρασμένο από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ήταν ο Σκωτσέζος που όταν ξέσπασε η Επανάσταση ήρθε από τη Μασσαλία με δικό του πλοίο να πολεμήσει, μεταφέροντας όπλα, κανόνια, μπαρούτι και μολύβι. Συμμετείχε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, αλλά βλέποντας τα όσα φρικιαστικά συνέβησαν από τους Έλληνες επαναστάτες, αναχώρησε αηδιασμένος από την Ελλάδα. Επανήλθε στην Ελλάδα το 1826 μετά από πρόσκληση των Ελλήνων.

Κατάληψη Τριπολιτσάς

Τελικά τι έγινε στην Τριπολιτσά; «Μια εθνοκάθαρση του οθωμανικού στοιχείου ή μια δικαιολογημένη εκδήλωση μίσους για τα 400 χρόνια σκλαβιάς των Ελλήνων;» όπως αναρωτήθηκαν οι ιστορικοί. Τα γεγονότα που θα εξιστορηθούν παρακάτω προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από τα βιβλία του ιστορικού Φίνλεϋ και των αυτοπτών μαρτύρων των γεγονότων, Θωμά Γκόρντον και Μαξίμ Ραϋμπώ. Επίσης, για την ισότητα του λόγου, η σφαγή των Οθωμανών στην Τριπολιτσά θα παρουσιαστεί σύμφωνα με την αφήγηση ενός άλλου αυτόπτη μάρτυρα, μέσα από τα απομνημονεύματά του, του Φωτάκου (υπασπιστή του Κολοκοτρώνη).

Τοπογραφική απεικόνιση της Τριπολιτσάς, 1821, από το βιβλίο του Θωμά Γκόρντον / Αρχείο: Πανεπιστήμιο Κρήτης

Κατ΄ αρχήν να σημειώσουμε ότι η Τριπολιτσά ήταν το διοικητικό κέντρο των Οθωμανών σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι εκεί ήταν όλος ο θησαυρός των κατακτητών. Η πολιορκία ξεκίνησε από τις αρχές Ιουνίου και η κατάληψη έγινε στις 23 Σεπτεμβρίου. Η παράδοση επιβραδύνθηκε από τα μέτρα που πήραν οι αρχηγοί του στρατού των πολιορκητών, ώστε να περιέλθουν αποκλειστικά σ’ αυτούς τα χρήματα και τα κοσμήματα των Τούρκων και να μη μοιραστούν μαζί με το δημόσιο ταμείο και τους απλούς στρατιώτες. Οι πρώτες τους κερδοσκοπίες άρχισαν με την εγκατάσταση εμπορίας τροφίμων, πουλώντας σε εξωφρενικές τιμές στους πεινασμένους Τούρκους. Στο μεταξύ, ενώ η φήμη περί επικείμενης πτώσης της Τριπολιτσάς είχε διαδοθεί σε ολόκληρη την Ελλάδα, πλήθη αρματωμένων χωρικών έσπευδαν στο στρατόπεδο για να μοιραστούν τη λεία των Τούρκων. Στις διαπραγματεύσεις που γίνονταν οι Έλληνες αρχηγοί προτείνανε στους Οθωμανούς, προκειμένου να τους επιτραπεί να φύγουν με τις οικογένειές τους στη Μικρά Ασία, να πληρώσουν σαράντα εκατομμύρια πιάστρα (ισοδυναμούσαν κατά τον Φίνλεϋ με 1.500.000 λίρες στερλίνες). Ένα τόσο μεγάλο ποσό δεν υπήρχε πιθανότητα να εξευρεθεί και επιπλέον οι Έλληνες απαιτούσαν από τους πολιορκημένους να παραδώσουν και τα όπλα τους. Οι Οθωμανοί γνωρίζοντας τι είχε συμβεί με τους συμπατριώτες τους λίγο καιρό πιο πριν στο Ναυαρίνο, δεν εμπιστεύθηκαν τις υποσχέσεις των Ελλήνων και έκαναν αντιπρόταση. Αντιπρότειναν να παραδώσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν, εκτός από τα όπλα τους και ένα μικρό καθορισμένο ποσό. Οι Έλληνες αρχηγοί, λέει ο Φίνλεϋ, απέρριψαν τους όρους, γιατί κάθε ώρα που η πείνα μέσα στα τείχη μεγάλωνε, μεγάλωναν και τα κέρδη τους. Στο μεταξύ οι Έλληνες έκλεισαν χωριστή συμφωνία με τους 1.500 Αλβανούς μισθοφόρους του Ελμά Μπέη, που βρίσκονταν εντός του κάστρου των Οθωμανών. Ήταν σκληροί και αποφασισμένοι πολεμιστές και οι Έλληνες δεν ήθελαν να αναμετρηθούν μαζί τους. Έτσι τους επέτρεψαν λίγο αργότερα να αποχωρήσουν.

«Ενώ συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις με τους Αλβανούς, οι Έλληνες αρχηγοί χρησιμοποίησαν τον καιρό τους για να κλείνουν χωριστές συμφωνίες με τους πλουσίους μουσουλμάνους που τους παρέδιδαν χρήματα και κοσμήματα, παίρνοντας την υπόσχεση προστασίας, που επικυρώνονταν με τους ιερότερους όρκους. Η χήρα ενός Σπετσιώτη καραβοκύρη, η Μπουμπουλίνα, απέκτησε κακή φήμη με την συμπεριφορά της σε αυτά τα παζάρια. Στην αρχή της επαναστάσεως είχε επιδείξει ενεργητικότητα και πατριωτισμό, και ένα πλοίο δικό της είχε πάρει μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου. Είχε φτάσει τώρα στο στρατόπεδο μπροστά από την Τριπολιτσά, για να πάρει μερίδιο από τη λεία με την παράδοση της πόλης. Ο Πετρόμπεης και ο Κολοκοτρώνης της επέτρεψαν να μπει στην πόλη, για να πείσει τις τουρκάλες να παραδώσουν τα χρήματα και τα κοσμήματά τους, σαν το μοναδικό μέσο για να αγοράσουν την ασφάλεια της ζωής τους και της τιμής τους. Στο μεταξύ οι Έλληνες αρχηγοί διαπραγματεύονταν με τους μουσουλμάνους των περιφερειών τους και οι Μανιάτες έκλεισαν χωριστή συμφωνία με τους Βαρδουνιώτες Τούρκους». (Γεώργιος Φίνλεϋ).

Ενώ εκτυλίσσονταν όλες αυτές οι συμφωνίες και τα παζάρια, οι Έλληνες απλοί στρατιώτες, που ήταν απλήρωτοι έξι μήνες, αντιλαμβανόμενοι ότι οι αρχηγοί τους θα τους έτρωγαν τη λεία, αποφάσισαν να εισβάλουν μόνοι τους. Κάτι που έγινε. Επακολούθησε η σφαγή όλων των Οθωμανών.

«Σπάνια ανθρώπινα όντα έχουν διαπράξει τόσες πολλές κακουργίες σε ίσο αριθμό συνανθρώπων τους» (Γεώργιος Φίνλεϋ).

«Γυναίκες και παιδιά προτού δολοφονηθούν συχνά βασανίζονταν. Σαράντα οκτώ ώρες μετά την κατάληψη της πόλεως, οι Έλληνες συγκέντρωσαν δύο χιλιάδες περίπου άτομα, κάθε ηλικίας και φύλου, αλλά κυρίως γυναίκες και παιδιά, και τους οδήγησαν σ’ ένα φαράγγι στο πιο κοντινό βουνό, όπου τους σκότωσαν μέχρις ενός» (Μαξίμ Ραϋμπώ).

«Το ασκέρι το ελληνικό έκοβε και σκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες 32.000, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτζάς. Ένας Υδραίος έσφαξε 90. Έλληνες εσκοτώθηκαν 100» (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης). Οι μετέπειτα ιστορικοί θα πουν:

«Άρχισαν τότε σκηνές μάχης, φόνου και λεηλασίας, χωρίς όμοιό τους σε διάρκεια και αγριότητα, ακόμα και στα χρονικά του αιματηρού αυτού πολέμου» (Σπυρίδων Τρικούπης).

«Η ανωφελής και ανηλεής σφαγή πολλών χιλιάδων Οθωμανών ημπορεί ίσως να εξηγηθεί εκ του προαιωνίου μεταξύ των δύο φυλών και θρησκειών πάθους, αλλά να δικαιολογηθεί δεν επιτρέπεται» (Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος).

Ο σημερινός ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς γράφει στο βιβλίο του:

«Η σφαγή και η λεηλασία που ακολούθησε από τους επαναστάτες ήταν πρωτοφανής –στην Τριπολιτσά οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει πολύ μεγάλο πλούτο• η πόλη ήταν το διοικητικό κέντρο του κατακτητή για όλο τον νότιο ελληνικό χώρο και, γι’ αυτό, ο καλύτερα φυλασσόμενος.

Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης λέει με υπερηφάνεια ότι μέσα στην Τριπολιτσά το άλογό του δεν έβρισκε χώμα να πατήσει –περπατούσε πάνω στα πτώματα των Οθωμανών. Το γεγονός αυτό, της γενικής σφαγής στην Τριπολιτσά και άλλα ανάλογα, όπως η πολιορκία των Τούρκων στο Παλαμίδι με ακόμη πιο ανατριχιαστικές περιγραφές, έκανε κάποιους –και ιστορικούς– πρόσφατα να μιλούν για βάρβαρες συμπεριφορές των Ελλήνων. Αυτά, όσοι τα ασπάζονται, δεν μπορεί να είναι ιστορικοί, γιατί δεν μπορούμε να κρίνουμε γεγονότα και συμπεριφορές των αρχών του 19ου αιώνα με τις σημερινές ευαισθησίες γι’ αυτές.

Ο ιστορικός και κάθε ασχολούμενος με το συγκεκριμένο παρελθόν οφείλει να γνωρίζει ότι αυτή η «βαρβαρότητα» έχει πίσω της τεσσάρων αιώνων δουλεία, ότι οι άνθρωποι και η ζωή τους ήταν αλλιώτικη από τη σημερινή, δηλαδή και οι συμπεριφορές τους.

Και ας μην ξεχνούμε ότι τα λάφυρα έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στη διεξαγωγή του πολέμου της Ανεξαρτησίας και στον σχηματισμό των εξουσιαστικών σχηματισμών».

Στο σημείο αυτό να δούμε αναλυτικά την περιγραφή του Φωτάκου, ο οποίος όπως προαναφέρθηκε έλαβε μέρος στην κατάληψη της Τριπολιτσάς:

«Η σφαγή άρχισε εις όλα τα μέρη της πόλεως, το τουφέκι εδούλευε πανταχού και ανηλεώς κατά τρεις ολόκληρους ημέρας. Εσκοτώνοντο πάσης ηλικίας άνθρωποι, γυναίκες, παιδιά ανήλικα. Οι Έλληνες εδώ εξεδικήθησαν δι’ όσα τόσους χρόνους είχαμεν πάθει από τους τυράννους μας. Πολλοί δε Τούρκοι όπου εκλείσθησαν εις τα σπίτια των, επροτίμησαν και εκάησαν μέσα εις αυτά με ταις φαμιλίαις των παρά να παραδοθούν εις τους δούλους των.

Πολλοί Καπεταναίοι και άλλοι Έλληνες από φιλανθρωπίαν ήθελαν να σώσουν κανένα Τούρκο, αλλά άλλος Έλλην, του οποίου ο Τούρκος την γυναίκα, το παιδί ή και αυτόν τον ίδιον είχε κατά διαφόρους τρόπους ατιμάσει, τυραγνήσει και αδικήσει, άμα έβλεπε τον εχθρόν του τού άναπτεν από πίσω την πιστόλαν ή το τουφέκι του. Όσοι ήθελαν να σώσουν Τούρκους και να κάμουν καλόν έτρεχαν κίνδυνον• διότι πολλάκις το βόλι επέρνα τον Τούρκον και εφόνευε και τον Έλληνα, ο οποίος ήθελε να του σώση την ζωήν• και ούτω τους άφισαν εις την διάκρισίν των. Δεν ήτον κανένας Τούρκος ο οποίος να μην είχε δύο και τρεις εχθρούς, διότι ποτέ τους δεν εσυλλογίσθησαν ότι θα σηκωθούν οι ραγιάδες των και θα ζητήσουν την ελευθερία τους• το δε κακόν έξαφνα τους ήλθεν εις το κεφάλι τους.

Δεν τους εσκότωναν λοιπόν από ωμότητα οι Έλληνες τους Τούρκους, καθώς η πολιτισμένη Ευρώπη μας εκατηγόρησεν, ούτε δια κανένα άλλον σκοπό, καθώς είδαμεν, αλλά από δικαία εκδίκησιν, την οποία έτρεφαν εναντίον τους• εν ω τους καλούς Τούρκους, όσοι πρότερον δεν τους εκακομεταχειρίζοντο, τους επήραν μαζί τους και τους επεριποιήθησαν όσον καλλίτερα ημπορούσαν, τους είχαν ομοτράπεζους των, τους έσωσαν και τους έστειλαν όπου ήθελαν».

Εμφύλιος πόλεμος

Από τις πιο μελανές στιγμές της Ελληνικής Επανάστασης ήταν ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε αναμεταξύ των Ελλήνων. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι πάντα οι επαναστάσεις και οι μεγάλοι πόλεμοι εμπεριέχουν εμφύλιες διαμάχες. Μπορεί. Κάτι ξέρουν παραπάνω. Όμως, στην περίοδο της Επανάστασης o εμφύλιος πόλεμος ήταν καταστροφικός για την υπόθεση της Ελλάδας. Οι Οθωμανοί την περίοδο 1823 - 1825 δεν χρειάζονταν να πολεμούν, αφήνοντας μονάχους τους Έλληνες να αλληλοσκοτώνονται. Η χώρα ερήμωσε, οι Τούρκοι κατέλαβαν ανενόχλητοι τα Ψαρά και την Κάσο και παράλληλα προετοιμάστηκε το έδαφος για την αβλαβή έλευση του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου, ο οποίος υπόταξε τον Μοριά. Αν οι Έλληνες έδειχναν την ίδια ενεργητικότητα στη μεταξύ τους διαμάχη απέναντι στους Οθωμανούς, ο πόλεμος θα είχε πάρει άλλη τροπή.

«Δεν ορκίστηκα, όταν ορκίστηκα να σηκώσω ντουφέκι να πάγω να πολεμήσω με Ρωμαίγους. Είπαμε με Τούρκους. Και δεν πάμε» (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη).
Στην Πνύκα, πολύ αργότερα (1838), ο Κολοκοτρώνης θα πει σε ομιλία του: «Εάν η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία και ίσως εφθάναμεν εις την Κωνσταντινούπολη».

Ο εμφύλιος ήταν σε δύο γύρους. Ο πρώτος εμφύλιος, που ονομάστηκε «πόλεμος του Κολοκοτρώνη», αποσκοπούσε στην εξουδετέρωση του Γέρου του Μοριά, ο οποίος μετά τις μεγάλες στρατιωτικές του νίκες είχε αναδειχθεί ως ο ηγέτης του αγώνα. Ο Κολοκοτρώνης στην πρώτη εμφύλια διαμάχη ηττήθηκε. Νικητής αναδείχθηκε η κυβέρνηση, δηλαδή οι αλβανόφωνοι καραβοκυραίοι της Ύδρας και των Σπετσών και οι Ρουμελιώτες καπεταναίοι και αρματολοί της Ρούμελης. Γράφει ο Φίνλεϋ: «Πρόεδρος της Ελλάδος είχε εκλεγεί ο Γεώργιος Κουντουριώτης από την Ύδρα, και αντιπρόεδρος ο Μπότασης από τις Σπέτσες. Είναι ανάγκη να πει κανένας την πικρή αλήθεια, ότι ποτέ δεν έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεων ενός έθνους σε αδαέστερα και ανικανότερα πρόσωπα. Οι Έλληνες είναι ο πιο προκατειλημμένος λαός της Ευρώπης, όταν τίθεται ζήτημα καθαρότητας της Ελληνικής φυλής, και κανένας λαός δε βλέπει ευνοϊκότερα από αυτούς την μόρφωση. Και όμως, με όλο τους τον εθνικισμό και τη σχολαστικότητα εμπιστεύθηκαν τα κοινά, σε μια περίοδο μεγάλης δυσκολίας, σε δύο άνδρες που δεν μπορούσαν να τους απευθύνουν το λόγο ελληνικά, και που η διανοητική τους ανεπάρκεια δεν τους επέτρεπε να εκφράσουν τις σκέψεις τους με σαφήνεια, ακόμα και στην παραεφθαρμένη διάλεκτο των Τόσκηδων, που χρησιμοποιούσαν συνήθως. Οι απόγονοι του Περικλή και του Δημοσθένη υποτάχθηκαν ήμερα σ’ αυτούς τους δύο πολιτιστικά και φυλετικά ξένους, επειδή ήταν ορθόδοξοι και πλούσιοι».

Ο δεύτερος εμφύλιος, ονομαζόμενος και «πόλεμος των προεστών», αποσκοπούσε στην ανατροπή Κουντουριώτη. Οι προεστοί της Πελοποννήσου τον κατηγορούσαν ότι κατέφαγε το πρώτο δάνειο που είχε ζητήσει και λάβει από την Αγγλία. Είναι πράγματι αλήθεια, σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, ότι το δάνειο αντί να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες του αγώνα, μοιράστηκε μεταξύ των ημετέρων του Κουντουριώτη που ήταν με το μέρος του στην πρώτη εμφύλια διαμάχη. Έτσι, για παράδειγμα, ένας δικός του οπλαρχηγός πληρωνόταν – αποζημιωνόταν για τους 700 άνδρες που είχε στην ομάδα του, ενώ στην πραγματικότητα δεν διέθετε παραπάνω από 17. Φυσικά από το δάνειο πληρώθηκαν για τα έξοδά τους όλοι οι καραβοκύρηδες. Κάτι ανάλογο έγινε και με το δεύτερο αγγλικό δάνειο, το οποίο χρηματοδότησε τη δεύτερη εμφύλια διαμάχη.

«Το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου δανείου πληρώθηκε στους καραβοκύρηδες και στους ναύτες του καλούμενου Ελληνικού στόλου. Και η μερίδα του λέοντος έπεσε στους αρβανίτες της Ύδρας και των Σπετσών. Οι εμφύλιοι πόλεμοι κατάπιαν σημαντικά ποσά. Οι Ρουμελιώτες καπετάνιοι και στρατιώτες πήραν μεγάλα δώρα για να χτυπήσουν τους συμπατριώτες τους. Όχι ευκαταφρόνητο ποσό μοιράστηκε μεταξύ των μελών του νομοθετικού σώματος, και μεγάλου αριθμού άχρηστων κομματικών φίλων, που ονομάζονταν δημόσιοι υπάλληλοι.

Φαναριώτες και γιατροί, που τον Απρίλη του 1824 ήταν ντυμένοι με τρύπια σακάκια, και που ζούσανε με μια μπουκιά ψωμί, πριν περάσει το καλοκαίρι αποβάλανε αυτή την πατριωτική χρυσαλίδα και αναδύθηκαν σε όλη την λαμπρότητα μιας ληστρικής ζωής, στριφογυρίζοντας με πλούσιες αλβανικές φορεσιές, που ακτινοβολούσαν από τα απαστράπτοντα και αχρησιμοποίητα όπλα τους, και ακολουθούμενοι από μικροσκοπικούς βαστάζους των τσιμπουκιών τους και πανύψηλους σωματοφύλακες. Μήνες ολόκληρους οι δρόμοι του Ναυπλίου ήταν ξέχειλοι από χιλιάδες ευγενείς νέους με γραφικές φορεσιές και πλούσια πλουμισμένα άρματα, που η θέση τους ήταν στα σύνορα της Ελλάδος» (Γεώργιος Φίνλεϋ).

«Είναι μάταιο οι ιστορικοί και οι ρήτορες να μας λένε ότι στην καρδιά ανθρώπων που τους έλειπε η κοινή τιμιότητα υπήρχε αληθινός πατριωτισμός. Μόνο στα γαλλικά μυθιστορήματα θα έπρεπε να επαινούνται άνθρωποι που συνδυάζουν τον ηρωισμό με την απάτη» (Θωμάς Γκόρντον).

Στον «πόλεμο των προεστών» (Νοέμβριος 1824) ηγήθηκαν οι προύχοντες της βόρειας Πελοποννήσου, Ανδρέας Λόντος και Ανδρέας Ζαΐμης. Προσχώρησαν σε αυτούς ο Νοταράς, ο Δεληγιάννης και ο Κολοκοτρώνης. Σε αυτή την εμφύλια διαμάχη πρωταγωνιστής αναδείχθηκε ο (Βλάχος την καταγωγή) Ρουμελιώτης Ιωάννης Κωλέττης, μέλος της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Έφερε από τη Ρούμελη στον Μοριά μεγάλες δυνάμεις αρματολών και συνέτριψε τους αντάρτες. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, ο πρωτότοκος γιος του «Γέρου», σφάχτηκε σε μια μάχη, ενώ ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης και ο Δεληγιάννης πιάστηκαν και φυλακίστηκαν σε ένα μοναστήρι στην Ύδρα (1825).

Η πολιορκία της Τριπολιτσάς(στοχασμός Μακρυγιάννη) / Ζωγραφική: Παναγιώτη Ζωρφάφου

«Ο Κουντουριώτης και ο Κωλέττης χρησιμοποίησαν τη νίκη τους με ασύνετη βαρβαρότητα. Ο στρατός τους λεηλάτησε όλα τα υπάρχοντα μεγάλου αριθμού ελληνικών οικογενειών που δεν είχαν πάρει μέρος στον εμφύλιο πόλεμο. Άρπαξαν τα κτήνη των χωρικών και σε πολλά χωριά η γη έμεινε άσπαρτη. Οι αρματολοί καταβρόχθισαν τα κατσίκια και τα πρόβατα και ο λαός λιμοκτονούσε.

Οι δύο εμφύλιοι αποτελούνε μαύρες κηλίδες στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Και στις δύο περιπτώσεις καμία δικαιολογία δεν υπάρχει για εκείνους που σήκωσαν τα όπλα εναντίον της κυβερνήσεως, αλλά στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο η διαγωγή των προεστών είναι ιδιαίτερα αξιόμεμπτη. Ο πατριωτισμός δεν είχε καμία σχέση σε έναν αγώνα, όπου ο Ζαΐμης και ο Λόντος ενεργούσαν από κοινού με τον Κολοκοτρώνη. Μοναδικά κίνητρα ήταν η φιλοδοξία και η απληστία. Ο συνασπισμός των προεστών και των στρατιωτικών αρχηγών βασιζόταν στη σιωπηλή αξίωση που είχαν, να αποτελέσουν στον Μοριά μια φεουδαρχική αριστοκρατία.

Οι αρχηγοί των ανταρτών εγνώριζαν ότι ο λαός ήταν δυσαρεστημένος και ανυπομονούσε να εγκατασταθεί μια εθνική αντιπροσωπεία ικανή να ελέγχει την εκτελεστική εξουσία και να επιβάλλει υπεύθυνη οικονομική διαχείριση. Ο Ζαΐμης και ο Κολοκοτρώνης προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τον πατριωτισμό του λαού σαν μέσο για να τον δέσουν με νέα δεσμά. Αν οι προεστοί σκέπτονταν και το ελάχιστο για το συμφέρον της χώρας τους, θα υποστήριζαν την αξίωση του λαού με νόμιμα μέσα, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γρήγορα θα εξασφάλιζαν την πλειοψηφία στο νομοθετικό σώμα, έστω και όπως ήταν τότε συγκροτημένο.

Η ανταρσία τους εγκαινίασε μακρά περίοδο διοικητικής αναρχίας, σπατάλησε τους πόρους της Ελλάδος και δημιούργησε μια νέα φυλή τυράννων, το ίδιο δεσποτικών και κατά πολύ πιο ποταπών από τους μισητούς Τούρκους. Οι νικητές του εμφυλίου πολέμου ήταν διεφθαρμένοι όσο οι νικημένοι ήταν άρπαγες» (Γεώργιος Φίνλεϋ).

Η άφιξη του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (Φεβρουάριος 1825) και η προέλασή του ανάγκασε τους νικητές του εμφυλίου να αποφυλακίσουν τον Κολοκοτρώνη ώστε να ηγηθεί των μαχών. Ο «Γέρος του Μοριά», όμως, ηττήθηκε στη μάχη των Τρικόρφων (Ιούνιος 1825) και ουσιαστικά αυτό σήμανε και την αποτυχία της Ελληνικής Επανάστασης. Αναπόδραστα, η επαναστατημένη χώρα ανέθεσε επισήμως την τύχη της στην Αγγλία. Την «πράξη υποτέλειας» υπέγραψε και ο Κολοκοτρώνης. Αρνήθηκε να υπογράψει ο Δημήτριος Υψηλάντης.

Το ίδιο σκηνικό, σε ανάλογα αδιέξοδα, θα επαναληφθεί δύο ακόμη φορές. Η πολιτική και στρατιωτική τάξη της Ελλάδος θα καλέσει τον Ιωάννη Καποδίστρια και μετά τη δολοφονία του τον Όθωνα ως πρώτο βασιλέα της Ελλάδος.

«Ο λαός καλωσόρισε το βασιλιά σα σωτήρα του από την αναρχία. Ακόμα και τα μέλη της κυβερνήσεως, οι στρατιωτικοί αρχηγοί και οι ανώτεροι αξιωματούχοι που λυμαίνονταν τους πόρους της χώρας, χαιρέτισαν με ευχαρίστηση την άφιξη του βασιλιά. Γιατί κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν πια να αποσπάσουν άλλο κέρδος από τον πληθυσμό που λιμοκτονούσε. Ο τίτλος όμως που πήρε ο Βαυαρός πρίγκηπας –Όθων, Ελέω Θεού βασιλεύς της Ελλάδος– προκάλεσε μερικούς μυκτηρισμούς ακόμη και από εκείνους που δεν ήταν δημοκρατικοί, γιατί έμοιαζε διεκδίκηση θείου δικαιώματος στον θρόνο από μέρος του οίκου Βίτελσμπαχ. Αλλά κάθε αντίρρηση πέρασε απαρατήρητη και μπορεί κανείς να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι λίγοι βασιλιάδες ανέβηκαν στον θρόνο τους ανάμεσα σε μεγαλύτερη γενική ικανοποίηση από τον βασιλιά Όθωνα» (Γεώργιος Φίνλεϋ).

Επί Καποδίστρια η Ελλάδα ενωμένη θα δώσει τις τελευταίες αυτή τη φορά νικηφόρες μάχες και θα αποκτήσει την ελευθερία της (Πρωτόκολλα Λονδίνου 1830 και 1832). Η αυτεξουσιότητα δόθηκε στην Πελοπόννησο, στη Ρούμελη, στις Κυκλάδες, στην Εύβοια και την Αττική.

«Όλη η απελευθερωμένη Ελλάδα είχε ερημωθεί από την αναρχία. Μεγάλες περίοδοι κακοδιοικήσεως από μέρους της κυβερνήσεως και κυνικής περιφρονήσεως της δικαιοσύνης και της καλής πίστεως από μέρος των πολιτικών και στρατιωτικών αρχηγών είχαν παραλύσει το έθνος… Η Επανάσταση κατά τα φαινόμενα είχε στεφθεί με επιτυχία. Οι Τούρκοι είχαν διωχθεί από τη χώρα και η Ελλάδα αποτελούσε ανεξάρτητο κράτος.

Κι’ όμως η Ελλάδα δεν ήταν ελεύθερη, γιατί ο λαός βογκούσε κάτω από την πιο θηριώδη καταπίεση. Όλα τα γεννήματα της γης αρπάζονταν από ορδές στρατιωτών, ναυτών, καπεταναίων, στρατηγών, αστυνομικών, κυβερνητικών υπαλλήλων, φοροεισπρακτόρων, γραμματέων και πολιτικών τυχοδιωκτών που ζούσαν όλοι τεμπελιάζοντας με έξοδα του δημοσίου, ενώ ο αγροτικός πληθυσμός πέθαινε από την πείνα» (Γεώργιος Φίνλεϋ).

Από τις εξιστορήσεις που παρατέθηκαν αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Ελληνική Επανάσταση βρίθει πολλών μελανών σημείων. Καταλαβαίνει ότι την υπόθεση την χειρίστηκαν μέτριοι άνθρωποι που δεν δίστασαν να ρίξουν σε εμφύλια διαμάχη έναν λαό προκειμένου να προωθηθούν τα πολιτικά τους συμφέροντα. Αισθάνεται ότι υπήρξαν επαναστάτες που κερδοσκόπησαν ασύστολα. Συνειδητοποιεί ότι οι ταγοί της εποχής προσημείωσαν το μέλλον της χώρας σε δάνεια και σε «πράξεις υποτέλειας». Ότι υπήρξαν βαρβαρότητες και αθλιότητες. Ότι υπήρξαν συνεργασίες με τον Οθωμανό δυνάστη. Και το κυριότερο, στην πολιτική της «Μεγάλης Ιδέας» η Επανάσταση απέτυχε παταγωδώς, όταν περίπου τα 2/3 των ελληνικών πληθυσμών παρέμειναν σκλαβωμένα. Επομένως, ο ελληνισμός, με την οικουμενικότητα που τον διέκρινε, δεν έκανε την ιστορική του επανεμφάνιση. Και αυτό που επιτεύχθηκε, έτσι όπως οδηγήθηκαν τα πράγματα, δεν ήταν τίποτε άλλο από το να δημιουργηθεί ένα «πρόσθετο κράτος» ως προγεφύρωμα των μεγάλων δυνάμεων της εποχής στην Ανατολική Μεσόγειο. Και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική η τύχη της Ελλάδος όταν η ίδια, από μόνη της, κατέφυγε στα δάνεια των Ευρωπαίων και στην ανάθεση (εκχώρηση) της υπόστασής της, δηλαδή της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, στην Αγγλία. Ούτε φυσικά οι δυτικοί κηδεμόνες θα επέτρεπαν τη δημιουργία ενός Έθνους – Κράτους, το οποίο θα αποτελούσε πρότυπο στην Ανατολή και θα προκαλούσε δέος στη Δύση.

Μετά την καταστροφή των Ψαρών / Ζωγραφική: Νικόλαος Γύζης

Ωστόσο, από όλο αυτό το μελανό αποτέλεσμα, προέκυψε σε κάθε περίπτωση το μείζον. Ποιο είναι αυτό; Ότι έστω ένα μικρό κομμάτι ελληνικής γης, μετά από 400 χρόνια δουλείας, απέκτησε την ελευθερία του. Και σ’ αυτό πρέπει να σταθούμε. Όλα τα άλλα, όσο σοβαρά κι αν είναι και που πρέπει να μας προβληματίζουν, είναι υποδεέστερα. Και αυτό έστω το κομμάτι της πατρίδας που απελευθερώθηκε σε κάθε περίπτωση ανατροφοδότησε τον ελληνισμό και τον πολιτισμό μας. Και μπορεί ο Ελληνισμός να μην έκανε την ολική του επαναφορά, αλλά σηκώθηκε όρθιος. Άλλο μείζον κι αυτό. Στάθηκε στα πόδια του (έστω υποβασταζόμενος) με τις ετερότητές του: την πίστη του, τη γλώσσα του, τη λαϊκή του παράδοση. Και τα τρία αυτά εθνολογικά στοιχεία, όσο κι αν ελέγχεται για την ορθόδοξη μονολιθικότητα και τη στάση της σε ορισμένες περιόδους της τουρκοκρατίας, τα κράτησε όρθια η Εκκλησία.

Εντάξει, η Ρωμιοσύνη έχει μείνει με τον καημό της. Έχασε τις αναφορές της και την οικουμενικότητά της. Δεν έπρεπε να συμβεί η δουλεία των 400 χρόνων. Συνέβη! Αυτή η αιχμαλωσία στοίχισε πολλά. Ο λαός απέκτησε συνήθειες που τον συνοδεύουν μέχρι σήμερα (σε εξευγενισμένη μορφή). Η συνεργασία με το γκουβέρνο, η λεηλασία του κρατικού χρήματος, η φοροδιαφυγή, η «αρπαχτή», ο χρηματισμός των ημετέρων, η αμοιβή (μίζα), η δωροδοκία (μπαξίσι) και πολλά άλλα είναι συνήθειες οθωμανικής περιόδου. Και αυτό που δεν απέβαλε με τίποτε ετούτος ο τόπος είναι το «σύνδρομο του Κάιν», και κατά την Αρβελέρ «μόνο οι Έλληνες ανά την Υφήλιον διεξάγουν αδιακόπως και ηρωικώς πόλεμον εμφύλιον».

Εν κατακλείδι, πριν ετούτη η αναφορά κλείσει με τις απόψεις δύο ιστορικών, του Βρετανού Γεωργίου Φίνλεϋ και του Βασίλη Κρεμμυδά (διατυπωμένες το 1861 και το 2016), επανερχόμενος στο μείζον της Ελληνικής Επανάστασης, να σημειώσω ότι το 1821 με τους ποταμούς αίματος των Ελλήνων, μαζί με τη γλώσσα και την πίστη μας αποτελούν τη μεγάλη παρακαταθήκη του Ελληνισμού. Είθε μια ημέρα οι Έλληνες και η πολιτικοί του να τη σεβαστούν και να την αξιοποιήσουν.

«Το πιο σημαντικό επίτευγμα, όμως, της εξωτερικής πολιτικής της Επανάστασης είναι ότι μπόρεσε να προκαλέσει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ισχυρότερες δυνάμεις της Ευρώπης –μεγάλες δυνάμεις μάθαμε να τις λέμε– για τη λύση του ελληνικού προβλήματος με προσδοκώμενο κέρδος τη μεγαλύτερη επιρροή στο μελλοντικό κράτος. Με σημερινούς όρους, η συγκεκριμένη εξωτερική πολιτική διεθνοποιούσε την Επανάσταση, ήταν η επιλογή της, ανέθετε δηλαδή στην Ευρώπη τη λύση ενός προβλήματος που δεν δημιούργησε αυτή• το δημιούργησε στην Ευρώπη η Επανάσταση.

Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 διακρίνει κανείς μια διαρκή πάλη του νεωτερικού με το παραδοσιακό, του νέου εκείνη τη στιγμή με το παλιό εκείνη τη στιγμή• σε όλες τις διαστάσεις, σε όλα τα μεγέθη και σε όλες τις εκφράσεις το νεωτερικό πάλεψε, ακόμη και πολέμησε, την παράδοση και νίκησε. Η Ελληνική Επανάσταση έφερε τα πάνω κάτω στην ανατολική Μεσόγειο• επέβαλε τη νεωτερικότητα και προκάλεσε την ανταγωνιστική –μεταξύ τους– επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων υπέρ της, με κερδισμένη τελικά την Αγγλία, την ιδεολογικά πιο κοντινή της εκείνη τη στιγμή ως προς τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού.

Η Ελληνική Επανάσταση, χωρίς, ύστερα από τα μέσα του πρώτου έτους, κανένα βαλκανικό χαρακτηριστικό να τη βαραίνει, εντάχθηκε στον νεωτερικό κόσμο της Ευρώπης αφομοιώνοντας τα μηνύματα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης και προκαλώντας την έναρξη του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ένα ταμπού έως τότε για τις ανταγωνιστικές Δυνάμεις της Ευρώπης• το δόγμα περί ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ίσχυε πια» (Βασίλης Κρεμμυδάς).

«Η Ελληνική Επανάσταση δεν δημιούργησε άνδρα υπερόχου μεγέθους, ούτε πολιτικό με τιμή άσπιλο. Η αληθινή δόξα της έγκειται στην αδάμαστη ενεργητικότητα και την ακλόνητο καρτερία του πολλού λαού. Ο λαός πολέμησε με το αίμα των απλών ανθρώπων και με τη δική τους σθεναρότητα κερδήθηκε η υπόθεση, όχι με τις «μεγάλες πράξεις» κανενός ταγού.

Οι Έλληνες σε όλη την διάρκεια της υποταγής τους στον ζυγό ενός ξένου έθνους και μιας εχθρικής θρησκείας ποτέ δεν λησμόνησαν ότι η χώρα που κατοικούσαν ήταν η χώρα των προγόνων τους. Και η σύγκρουσή τους με τους ξένους και άπιστους κυριάρχους, κατά την διάρκεια της πιο ταπεινωτικής δουλείας, προοιώνιζε ότι η αντίθεση έπρεπε να τελειώσει ή με την καταστροφή τους ή με απελευθέρωση.

Στο τέλος ήρθε η Ελληνική Επανάσταση. Απελευθέρωσε ένα χριστιανικό έθνος από την δουλεία στον Μωαμεθανισμό, ίδρυσε στην Ευρώπη ένα νέο κράτος και επεξέτεινε τα πλεονεκτήματα των αστικών ελευθεριών σε περιοχές, όπου ο δεσποτισμός επιχωρίαζε επί αιώνες» (Γεώργιος Φίνλεϋ).