Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου, 2024 - 13:51

Ορκισμένη Ελληνίδα

Σε συνέντευξή της στην Βoulevard η Ερμιόνη Πρίγκου δηλώνει ότι έκανε αυτό που δεν μπόρεσαν να κάνουν οι μάνες  έξι Ελλήνων πολεμιστών που έπεσαν νεκροί στα βουνά της Αλβανίας.Για 74 χρόνια φροντίζει τους τάφους τους στην αυλή του σπιτιού της.

Στον Ελληνοΐταλικό Πόλεμο του 1940-1941 ήταν οχτώ χρονών κοριτσάκι όταν ο πατέρας της, Γιάν­νης, της είπε: «Ερμιόνη, βράδιασε. Πάμε να κάνουμε το καθήκον μας στην πατρίδα». Οι δυο τους βγήκαν από την αυλόπορτα του σπιτιού τους στο Σκουτάρι, έξω από την πόλη Χειμάρρα, και κάτω από τη μύτη των Ιταλών στρατι­ωτών τράβηξαν μέσα στον περίβολο τις σορούς έξι Ελλή­νων ηρώων.

Ο πατέρας άνοιξε τους λάκκους και εκείνη -μικροκα­μωμένη και αδύνατη- τους σκέπασε με χώμα. Οι προσευ­χές της για να αναπαυτεί η ψυχή τους και η μυρωδιά του χώματος καθαγίαζαν έναν τόπο που ποτιζόταν καθημερινά με αίμα. Από εκείνη την κρύα ημέρα η Ερμιόνη Πρίγκου έδωσε όρκο να μην εγκαταλείψει ποτέ τα παλικάρια της. Και τον κράτησε φροντίζοντας αδιάκοπα τα μνήματα που έχει στην αυλή της.

Η «μάνα των πεσόντων», τίτλος τιμής που της απονεμήθηκε πέρισυ από το υπουργείο Εθνικής Άμυ­νας, 75 χρόνια μετά μιλάει στην «Boulevard» για εκεί­νες τις ημέρες, πότε με στεντόρεια φωνή και πότε με τρεμάμενη:

«Έκανα μόνο ό,τι δεν μπόρεσαν να κάνουν οι μάνες του Ανδρέα, του Δημήτρη, του Νίκου, του Παναγιώτη, του Ματθαίου και του Μωραΐτη, του οποίου το μικρό όνομα δεν μάθαμε ποτέ. Αυτά τα παιδιά ήρθαν για να μας ελευθερώσουν και σκοτώθηκαν ηρωικά δίπλα από το σπίτι μας. Έκανα ό,τι μπορούσα για εκείνα και ας ήξερα ότι μπορεί μία σφαίρα να τρυπούσε το κεφάλι μου».

Διάσπαρτα στα πεδία των μαχών και σε ομαδικούς τάφους βρίσκονται τα οστά των Ελλήνων πολεμιστών που έπεσαν κατά το έπος του ’40 στη Βόρειο Ήπειρο. Περίπου 1.600 πεσόντες βρίσκονται στον ομαδικό τάφο στην Πρεμετή και 400 στην Κλεισούρα.

Πριν πέσουν στη μάχη πρόλαβε να ζήσει κάποιους από αυτούς σε χαρές και λύπες. Έφαγε μαζί τους, τραγούδησε, χόρεψε και στο τέλος έκλαψε. «Τους έβλεπα με κρυοπαγή­ματα στα πόδια να σφαδάζουν από τον πόνο. Πεινασμένους για ένα πιάτο φαγητό και με τις φωτογραφίες των μανάδων και των γυναικών τους για φυλακτό. Εγώ και η οικογένειά μου προσπαθούσαμε να βοηθήσουμε τον αγώνα. Δεν θα ξεχάσω, μικρό κοριτσάκι τότε, που τραυματίστηκα στο μάτι από οβίδα στην προσπάθειά μου να φτάσω στη Μονάδα Εφοδιασμού του Ελληνικού Στρατού. Γύρω μου έπεφταν βόμβες αλλά εγώ συνέχιζα να τρέχω για να καταφέρω να πάρω αλάτι, το οποίο θα χρησιμοποιούσε η μάνα μου στο φαγητό που ετοίμαζε για τους Έλληνες πολεμιστές. Λίγο καιρό νωρίτερα είχαμε αδειάσει ένα δωμάτιο στο σπίτι και το μαντρί για να μείνουν αξιωματικοί και στρατιώτες. Η πρώτη μου δουλειά όταν ξυπνούσα ήταν να τους πάω ζεστό τσάι», θυμάται η 82χρονη σήμερα «κυρά της Χει­μάρρας».

Οι τελευταίες λέξεις του πατέρα της, Γιάννη, πριν φύγει από τη ζωή ήταν: «Να προσέχεις τα έξι παιδιά και να δώσεις στους δικούς τους ανθρώπους τα πράγμα­τά τους».

Είχε προλάβει να της εμφυσήσει την αγάπη του για την Ελλάδα και το πνεύμα ανιδιοτέλειας. Οι έξι λιτοί τάφοι δεν έμειναν ποτέ χωρίς φρέσκα λουλούδια, ποτέ χωρίς αναμμένα καντηλάκια. Οι δε αχλαδιές που φύτεψε η κ. Ερμιόνη δίπλα στα μνήματα δεν είναι παρά για να έχουν ίσκιο τα παιδιά της.

«Ο στρατιώτης Ανδρέας Προβατάς είχε αφήσει στον πατέρα μου μία ξυριστική μη­χανή και μία εικονίτσα της Παναγίας μέσα σε ένα πορτοφόλι. Είχε καταλάβει ότι θα πεθάνει και μας είχε παρακαλέσει να τα δώσουμε στους γονείς του. Όταν το αλ­βανικό καθεστώς με έστειλε εξορία για 4,5 χρόνια έκρυψα το πορτοφόλι στο ζωνάρι της μάνας μου και έτσι το έσωσα», συνεχί­ζει να αφηγείται βουρκωμένη.

Οι συγγενείς του, ωστόσο, δεν βρέθη­καν ποτέ: «Δεν βρήκα ποτέ τους γονείς των πεσόντων. Μόνο ο πατέρας μου συ­ναντήθηκε όσο ήταν στη ζωή με κάποιους συγγενείς του Παναγιώτη Αλολογιάννη. Όταν, όμως, προσπάθησε να τους παρα­δώσει τα οστά του παιδιού τους η απάντη­ση που έλαβε από το ελληνικό κράτος ήταν ότι “απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης είναι τα οστά να μείνουν στην Αλβανία γιατί αυτό προβλέπει το Πολεμικό Δίκαιο”. Την απάντηση αυτή δεν την κατάλαβε ποτέ και δύο χρόνια μετά πέθανε πικραμένος».

Ο άνθρωπος αυτός που έφυγε πικραμέ­νος είχε κυνηγηθεί και βασανιστεί ανελέητα από το καθεστώς Χότζα επειδή αρνούνταν να αποκαλύψει πού είχε θάψει τα πτώματα των Ελλήνων ηρώων. Υπήρξε δε ένας από τους καλύτερους οδηγούς των ελληνικών στρατευμάτων ως άριστος γνώστης των βουνών της Αλβανίας.

Πίσω του άφησε να συνεχίσει τον αγώ­να το κοριτσάκι του που στο διάβα του χρό­νου έγινε η «μάνα των πεσόντων». Τελευ­ταία επιθυμία της Ερμιόνης Πρίγκου είναι να θαφτεί στην αυλή του σπιτιού της, δίπλα στα έξι παλικάρια της. Αφού δεν μπόρεσε να τους χωρίσει η ζωή γιατί να τους χωρί­σει ο θάνατος.

Άταφοι ήρωες

Διάσπαρτα στα πεδία των μαχών και σε ομαδικούς τάφους βρίσκονται τα οστά των Ελλήνων πολεμιστών που έπεσαν κατά το έπος του ’40 στη Βόρειο Ήπειρο.

Ο Γιώργος Σούρλας, επίτιμος πρόεδρος της Ένωσης Τέκνων Συγγενών Πεσόντων του Έπους 1940-1941 και γενικός γραμμα­τέας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιω­μάτων, κάνει λόγο στην «Boulevard» για μεγάλη εθνική εκκρεμότητα:

«Οι 7.976 στρατιώτες και αξιωματικοί που έπεσαν για την πατρίδα παραμένουν 75 χρόνια μετά άταφοι ή προσωρινά θαμ­μένοι. Είναι αδιανόητο εν έτει 2015 να υπάρχουν ακόμα ομαδικοί τάφοι. Συνιστά μεγάλη εθνική εκκρεμότητα. Πρόκειται για ήρωες που άλλαξαν την πορεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάει κανείς. Τα παιδιά τους πρέπει να κάνουν το καθήκον τους, να θάψουν τους γονείς τους. Μου έλεγε ένα από αυτά τα παιδιά ότι θα λυτρωθεί αν χαϊδέψει τα οστά των πεσόντων, γιατί θα είναι σαν να χαϊδεύει εκείνα του πατέρα του που πέθανε τότε για την Ελλάδα».

Περίπου 1.600 πεσόντες βρίσκονται στον ομαδικό τάφο στην Πρεμετή και 400 στην Κλεισούρα. Και αυτό παρότι το 2009 κατέστη εφικτή η υπογραφή συμφωνί­ας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας για τον ενταφιασμό των Ελλήνων στρατιωτών. «Η συμφωνία προέβλεπε την κατασκευή δύο στρατιωτικών κοιμητηρίων στην Κλεισού­ρα και στους Βουλιαράτες και επικυρώθη­κε τον Μάρτιο 2010 από την αλβανική Βου­λή. Από τότε μέχρι σήμερα οι αποφάσεις δεν υλοποιήθηκαν. Η Αλβανία δεν τηρεί τις υποσχέσεις της», προσθέτει ο κ. Σούρλας.

Ο αλβανικός Καλλικράτης

Εθνικιστικές βλέψεις βλέπουν διπλω­ματικοί αναλυτές και Έλληνες της Χειμάρ­ρας πίσω από τη νέα εδαφική μεταρρύθ­μιση της αλβανικής κυβέρνησης, η οποία –σύμφωνα με τις εκτιμήσεις– μπορεί να στοχεύει στην αλλοίωση της δημογραφι­κής ισορροπίας ώστε να ελέγχεται εκλο­γικά και διοικητικά η ελληνική μειονότητα.

«Γίνονται προσπάθειες να εξαλειφθεί ο Eλληνισμός της Χειμάρρας. Υπάρχουν περιοχές στις οποίες οι κάτοικοι στη συ­ντριπτική τους πλειονότητα δηλώνουν και είναι Έλληνες και αυτό δεν γίνεται απο­δεκτό από τις αλβανικές Αρχές. Ο νόμος που ψηφίστηκε πέρισυ, κάτι ανάλογο με τον δικό μας Καλλικράτη, ενώνει τη Χει­μάρρα με το Λούκοβο και το Βρανίστι. Το Βρανίστι, σε αντίθεση με το Λούκοβο και τη Χειμάρρα, είναι ορεινό και δεν έχει ίχνος χριστιανικού στοιχείου. Κατοικείται απο­κλειστικά από Αλβανούς μουσουλμάνους. Επομένως εκτιμάμε ότι στόχος του νόμου αυτού είναι η αλλοίωση του πληθυσμού της Χειμάρρας», λέει στην «Boulevard» το μέλος της Ένωσης Χειμαρριωτών, Θοδω­ρής Γκούμας, ξάδερφος του δολοφονημέ­νου Αριστοτέλη Γκούμα που έπεσε νεκρός τον Αύγουστο του 2010 στη Χειμάρρα από ομάδα Αλβανών εθνικιστών.

Οι Έλληνες της Χειμάρρας, προσθέτει ο κ. Γκούμας, δεκαετίες τώρα ζητούν τα αυτονόητα: «Ζητάμε να αναγνωριστεί η Χειμάρρα ως μειονοτική ζώνη από το αλ­βανικό κράτος. Απαραίτητη είναι και η επα­ναφορά των συντάξεων του ΟΓΑ σε υπε­ρήλικες Βορειοηπειρώτες και Πόντιους, οι οποίες διεκόπησαν πριν από περίπου δύο χρόνια. Ο νόμος που τις διέκοψε είναι πα­ράλογος, καθώς άλλαξε τις προδιαγραφές που πρέπει να πληρούν οι υπερήλικες προ­βλέποντας ως όρο τη διαρκή επί 20 χρόνια παραμονή τους στην Ελλάδα. Λένε, δηλα­δή, σε υπερήλικες ανθρώπους να εγκατα­λείψουν τις πατρογονικές τους εστίες αν θέλουν να πάρουν σύνταξη».