Τρίτη, 21 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, 2025 - 01:45

Μένης Κουμανταρέας: Η εξομολόγηση ενός Αθηναίου

"Μου αρέσει που είμαι Έλληνας"

«Ο εξηντάρης είναι ο έφηβος της τρίτης ηλικίας. Από τότε που το ανακάλυψα, γεμίζω αισιοδοξία. Κάθε ηλικία μου μαθαίνει καινούργια πράγματα. Κάθε δεκαετία είναι μια μάχη που ξαναρχίζει.
Η συγγραφή είναι μια αδιάκοπη μάχη με την τεμπελιά. Όμως είναι μέσα από την τεμπελιά που συλλαμβάνω τις καλύτερε ιδέες.. οι καλύτερε ιδέες στην εκτέλσή τους απαιτούν διαρκή επαγρύπληση για να μην ξεπέσουν στην κοινοτοπία και στην εκζήτηση. Διαφορετικά γίνονται χειρότερες. Για να μην αγκυλώνομαι καθιστός στο γραφείο μου, βγαίνω έξω για ψώνια του σπιτιού. Όταν βαρυγκωμώ με το βάρος τους, σκέφτομαι κάποτε το ασήκωτο βάρος της δουλειάς μου.

Ένας συγγραφέας συνταξιοδοτείται από τη στιγμή που πάυει να γράφει. Αλλά αυτό μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε. Ο Ρεμπώ έγινε συνταξιούχος στα είκοσι. Στην ηλικία μου τα τσιγάρα λιγοστεύουν και οι προκαταλήψεις για την υγεία πληθαίνουν. Συχνά υποφέρω από φανταστικές αρρώστιες. Όταν δε γεμίζω τον χρόνο μου δημιουργικά, εκείνος κυλά σαν την άμμο από τα δάκτυλά μου. Καμιά φορά έχω την τάση να εκλαμβάνω τα γεγονότα περασμένων δεκαετιών σαν να ήταν χθεσινά. Τότε η ηλικία προδίδεται περισσότερο από χίλες ρυτίδες. Η έννοια της φθοράς με απασχολεί διαρκώς.. είναι η ιστορία του κόσμου.

Θέλω δεν θέλω, είναι ένα κεντρικό θέμα στα γραπτά μου. Παρηγοριέμαι ότι δεν πλήττω όπως οι γέροι. Ή ακόμα όπως χιλιάδες νέοι ανιούν, μην έχοντας σε τίποτα να στηριχτούν και να πιστέψουν. Παρ’ όλα αυτά, συμβαίνει, όπως είναι φυσικό, να πλήττω κι εγώ. Η πλήξη στην ηλικία μου έχει ένα όνομα: κατάθλιψη. Τότε ο χειρότερος γιατρός είναι η τηλεόραση. Ο καλύτερος; Μα οι φίλοι, οι βόλτες, τα βιβλία, η μουσική. Οι περισσότεροι φίλοι μου είναι νεότεροι από μένα. Οι νέοι σήμερα παρά ποτέ άλλοτε μου είναι πηγή ενέργειας. Είτε πρόκειται γι’ αυτούς που γράφουν και διαβάζουν είτε για νεαρούς που παίζουν φρουτάκια, μπιλιάρδο και πίνουνε φραπέδες. Με τους πρώτους σχολιάζω τους δεύτερους. Από τους δεύτερους πολλές φορές εμπνέομαι. Φυλάγομαι όμως από την αλόγιστη χρήση της νεότητας, που μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε Φαουστικές υπερβολές και γελοιοποιήσεις. Οι σχέσεις μου με το γυναικείο φύλο έχουν βρει την τέλεια ισορροπία. Δεν χρειάζομαι παρά μόνο την γυναίκα μου.

Με την πόλη μου, την Αθήνα, αισθάνομαι ότι ζούσα σ’ αυτήν πριν γεννηθώ. Τους ανθρώπους της που πλημμυρίζουν τους δρόμους τους αισθάνομαι σαν συγγενείς που δεν έτυχε να γνωρίσω. Με δένει με το πλήθος η αίσθηση της κοινής γλώσσας.

Καμιά φορά απελπίζομαι. Θα ’πρεπε, σκέφτομαι, ένας άνθρωπος που γράφει να ζει απομονωμένος στη φύση. Μα όπως η φύση συχνά απουσιάζει απ’ τα γραπτά μου, έτσι κι εγώ απουσιάζω απ’ αυτήν. Γι’ αυτό απομονώνομαι στον τέταρτο όροφο του σπιτιού μου στη Φωκίωνος ή στο γραφείο που νοικιάζω. Μ’ αρέσει να ζω στο κέντρο της πόλης. Δεν ξέρω ως πότε θα μπορώ να το κάνω. Ο καλύτερος θόρυβος είναι η μουσική της γραφομηχανής μου. Σήμερα πια, από τους συγγραφείς ως τους τεχνοκράτες, όλοι γράφουν σε υπολογιστές. Από τους πρωτοπόρος που υπήρξα το ’60 με τη γραφομηχανή μου, σήμερα έγινα ουραγός. Κάτι που προς στιγμήν μου δημιουργεί ανασφάλεια.

Όπως κάθε Νεοέλληνας που σέβεται τον εαυτό του, είμαι αυτοδίδακτος. Η φήμη και η καταξίωση μου αρέσουν στο βαθμό που δεν γίνονται όχημα στη ματαιοδοξία μου και άλλοθι στα γραπτά μου. Ξέρω συγγραφείς χειρότερους από μένα. Όμως προσπαθώ να θυμάμαι τους καλύτερους και να τους μοιάσω. Αν ήταν να διαλέξω κάτι από το παρελθόν, αυτό θα ήταν η παιδική ηλικία. Γενικά, απεχθάνομαι την παρελθοντολογία. Βγάζει μια βρώμα σαν ψοφίμι. Η συγγραφή είναι μια ανασύνθεση του παρελθόντος κι ένα παζλ του μέλλοντος.

Μου αρέσει που είμαι Έλληνας! Προσπαθώ να είμαι συμφιλιωμένος με την εποχή μου. Το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι ότι αλλάζει κάθε μέρα ζαλιστικά. Σε καμιά άλλη εποχή ο άνθρωπος δεν βρέθηκε στον στρόβιλο τόσης προόδου και πληροφόρησης. Παράλληλα είναι μιας εποχή παρακμής. Προσπαθώ να ζω χωρίς να γίνομαι παρακμίας. Εύχομαι, όπως κάθε συγγραφέας, όταν δεν θα υπάρχω πια, κάποιοι άνθρωποι να διατηρήσουν την περιέργειά τους για μένα και τα γραπτά μου. Ξέρω ότι είναι μάταιο, όμως είναι ψεύτης όποιος διατείνεται ότι δεν πιστεύει στην υστεροφημία. Καθένας ποντάρει με τον τρόπο του σ’ αυτή τη ζωή: άλλοι στο καζίνο κι άλλοι στο πνεύμα. Τα βιβλία είναι μια παρακαταθήκη και μια πυριτιδαποθήκη. Στην καλύτερη περίπτωση, ανάβουν τα μυαλά και ξυπνούν τους ανθρώπους. Στη χειρότερη, υπάρχουν αυτοί που μ’ ένα σπίρτο τους βάζουν φωτιά».

*Το κείμενο είναι απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα «Η μέρα κι η νύχτα», από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1999.