Κυπριακής τραγωδίας «δέση» πενταμερούς χαρακτήρα

Παρασκευή, Ιουνίου 4, 2021 - 13:25
Ολοκληρώθηκε η άτυπη νέα πενταμερής διάσκεψη (27 – 29/4) για το Κυπριακό στη Γενεύη. Έληξε με μια εκκωφαντική παραδοχή περί της ανυπαρξίας εύρεσης κοινής συνισταμένης ανάμεσα στα μέρη. Στο παρόν σχολιάζονται πρώτον τα μέρη και δεύτερον αυτό καθαυτό το πενταμερές σχήμα. Υποστηρίζεται πως το τελευταίο επιτείνει τη λογική της διαίρεσης και της τουρκικής θέσης περί «δύο κρατών», αντί να την αμβλύνει.
Γράφει η Μερσίλεια Αναστασιάδου
Ως προς τους συμμετέχοντες σε αυτή τη διάσκεψη σημειώνεται πως ως μέρη ορίζονται οι Ελληνοκύπριοι, οι Τουρκοκύπριοι και οι, βάσει συντάγματος, τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας (Ελλάδα, Τουρκία, Ηνωμένο Βασίλειο). Εξ αυτής της διάταξης γίνονται αντιληπτά ορισμένα κενά, δηλαδή απουσίες θεσμικών παραγόντων.
Δεν φαίνεται να συμμετέχει ως μέρος, η Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή το αναγνωρισμένο υποκείμενο διεθνούς δικαίου. Αυτό το κράτος, εδώ και τέσσερις και πλέον δεκαετίες, υφίσταται τις συνέπειες της εισβολής και της κατοχής της νήσου από τα τουρκικά στρατεύματα. Επίσης, από την 1η/5/2004 είναι κράτος – μέλος της ΕΕ.
Ακόμη, de jure η νόμιμη κυβέρνησή του ασκεί κυριαρχία επί του συνόλου της επικράτειας, αν και λόγω της de facto τουρκικής κατοχής στη βόρεια περιοχή της νήσου, δεν μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικός έλεγχος σε αυτό το τμήμα.
Δημιουργεί αρνητικές συνέπειες η απουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Πενταμερή; Έστω και αν αυτή ορίζεται ως άτυπη, υποβιβάζεται το αναγνωρισμένο κράτος σε μία εκ των δύο κοινοτήτων, εν προκειμένω την ελληνική / ελληνοκυπριακή. Κατ΄ αυτό τον τρόπο διαχέεται διεθνώς ένας θεσμικός δυισμός, δηλαδή μια διχοτομική αντίληψη πως στην Κύπρο δεν υφίσταται ένα κράτος, αλλά μια συνθήκη δύο οντοτήτων, δύο απλών κοινοτήτων.
Δεύτερη απουσία είναι εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οφείλεται σε απαίτηση της Τουρκίας και στην αντίστοιχη συμμόρφωση προς αυτήν. Μήνες πριν την οριστικοποίηση της διάσκεψης, είχε προβληθεί στην εγχώρια και διεθνή δημοσιότητα ένα σχήμα 5+1, δηλαδή πέντε μέρη και η ΕΕ. Στη συνέχεια, το τελευταίο ατόνησε και κατέληξε σε έναν ρόλο της ΕΕ ως μακρόθεν παρατηρητή των γενικότερων εξελίξεων.
Ποια, μεταξύ άλλων, θα ήταν η ουσία της παρουσίας της ΕΕ; Ένεκα του θεσμικού της πλαισίου και των κανονιστικών διατάξεων, που διέπουν τη φιλοσοφία, τη δομή και τη λειτουργία της, θα μπορούσε να προβληθεί και από την ΕΕ πως η όποια διευθέτηση τεκταίνεται για το μέλλον της Κύπρου, δηλαδή ενός κράτους – μέλους της, θα πρέπει να συνάδει προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο, τη δημοκρατία και πρωτίστως και πρωταρχικά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες. Εξ ορισμού αυτή η αξίωση θα έπρεπε να προτάσσεται χρονικά και ποιοτικά έναντι οποιασδήποτε άλλης λογικής.
Παρουσία στη διάσκεψη και δη αυτόνομη, που προβληματίζει, είναι εκείνη των Τουρκοκυπρίων. Συνταγματικώς αποτελούν μία εκ των δύο κοινοτήτων του αναγνωρισμένου κυπριακού κράτους. Η εμφανιζόμενη ως ηγεσία τους, η οποία κατέχει και επίσημα έγγραφα της Δημοκρατίας, βάλλει εναντίον του κράτους αυτού. Παράλληλα, υποστηρίζει μια διαιρετική λογική, δηλαδή την εδραίωση μιας διακριτής κρατικής οντότητας στην Κύπρο. Στο παρόν, το μόρφωμα που υφίσταται στις κατεχόμενες περιοχές διατηρεί το καθεστώς μιας νομικά άκυρης, αποσχιστικής οντότητας. Με τη συγκατάθεση της Δημοκρατίας, εάν μετεξελιχθεί αυτό το προϊόν καταναγκασμού, βίαιου εκπατρισμού και εγκλημάτων πολέμου, σε δεύτερο κράτος, θα αποδοθεί νομιμοποίηση σε όλα τα πιο πάνω. Πέραν τούτου, η Κυπριακή Δημοκρατία, θα αποδεχθεί μια de jure απώλεια μέρους της επικράτειάς της.
Διά μιας τέτοιας αυτόνομης παρουσίας των Τουρκοκυπρίων ως κοινότητας στη διάσκεψη μετατίθεται ως παράσταση, αλλά και ουσία το ζήτημα προς συζήτηση και διευθέτηση για ακόμη μία φορά. Το πρόβλημα περιέρχεται σε μια κατάσταση ανεπάρκειας επικοινωνίας των δύο μερών / κοινοτήτων, που θεσμικά συναποτελούν το κυπριακό κράτος και μη δυνατότητάς τους περί εύρεσης κοινών οραματισμών για το μέλλον.
Στην αυθεντική του διάσταση, όμως, το πρόβλημα καταγράφεται σε τέσσερις διακρατικές προσφυγές της Κύπρου κατά Τουρκίας. Το κρατικό υποκείμενο, που υφίσταται τις συνέπειες της εισβολής και κατοχής και αξιώνει αποκατάσταση είναι και θα έπρεπε να είναι η Κυπριακή Δημοκρατία. Προς τι η διαίρεση των εκπροσωπούντων τον χώρο της Κύπρου σε μέρη, σε κοινότητες κατά την προηγηθείσα διάσκεψη και επίσης η συμπερίληψη τριών άλλων χωρών για τη διευθέτηση του ζητήματος και δη σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας; Επ’ αυτού, κρίνεται πως η πενταμερής θεσμική διάταξη, ενισχύει το σκεπτικό ενός ιδιάζοντος δυισμού, ο οποίος στο παρόν επιχειρεί να δημιουργήσει ερείσματα για να επενδύσει με νομιμοφάνεια την τουρκική θέση, σταδιακά εξελισσόμενη από «δύο κοινότητες», σε «δύο λαούς», σε «δύο οντότητες» και εν τέλει σε «δύο κράτη».
Εφόσον, συνεπώς, το πρόβλημα από της εισβολής και εντεύθεν, εξελίσσεται μετατιθέμενο προς μια τουρκικής εμπνεύσεως λογική, ο οδικός χάρτης, που παρουσιάζεται για τη «λύση» του, όπως αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια, στοχεύει σε μια τμηματική, πρόσκαιρη διευθέτηση. Δι’ αυτής της αποσπασματικής ανάγνωσης και διαχείρισης περιπλέκεται το πρόβλημα έτι περαιτέρω, δημιουργώντας μια νέα «δέση», κατά τον αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας, εν προκειμένω στο κυπριακό περικείμενο.
Η μετάθεση στο εκλαμβανόμενο ως πρόβλημα, το θεσμικό σχήμα, δηλαδή τα μέρη, που καλούνται να το διευθετήσουν και η διαιρετική λογική, δηλαδή μέσα από ποιον τρόπο επιχειρείται να επιλυθεί, όπως κατεγράφησαν, δεν φαίνεται να προωθούν λύση «δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική». Το τελευταίο αποτελεί από δεκαετίες προσφιλές λεκτικό μοτίβο διαδοχικών κυβερνήσεων Λευκωσίας και Αθηνών.
Επανερχόμενοι στην υπόθεση που υποστηρίζεται στις αρχικές γραμμές του κειμένου, κρίνεται πως οι προσθήκες και οι αφαιρέσεις ως προς τα μέρη της διασκέψεως, επιχειρούν να δημιουργήσουν, προϊόντος του χρόνου, έναν θεσμικό ρόλο και μια καταχρηστική ιδιότητα ως αυτόνομο μέρος των Τουρκοκυπρίων στο όλο σχήμα διευθέτησης του τεχνηέντως μετατιθεμένου προβλήματος. Σε μια τέτοια προβολή, εξυπηρετείται η εδραίωση της αποσχιστικής οντότητας και της εντατικοποιημένης εσχάτως ρητορικής της Άγκυρας περί κυριαρχικής ισότητας / δύο κρατών στο νησί.
Δυστυχέστατα, η αυτή αντίληψη, δεν παραπέμπει σε ένα καινοφανές σχεδιάγραμμα κινήσεων. Αφετηριακά, ήδη πριν από έξι και πλέον δεκαετίες παρουσιάστηκε στην Κύπρο η αξίωση περί πολιτισμικής, θεσμικής και γεωγραφικής διαίρεσης του αποικιακού λαού σε δύο λαούς και δύο κράτη, η οποία κατά τρόπο «σαλαμοποιημένο» εφαρμόστηκε έκτοτε από την Τουρκία. Το πενταμερές σχήμα, όπως αναπτύχθηκε, εντάσσεται σε αυτό το σκεπτικό σταδιακής διαίρεσης. Προωθείται δε η θεσμική παγίωσή του, καταγραφόμενο στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης ως μια ακόμη «νέα πραγματικότητα», που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη.
Η Μερσίλεια Αναστασιάδου, είναι Δρ. Διεθνών Σχέσεων