Τρίτη, 25 Νοέμβρη, 2025 - 13:15

Ο Σαββόπουλος και η ανανδρία της Αριστεράς

Όταν η Αριστερά ανακαλύψει την κοινωνική αξιοπρέπεια και τους ανώτερους τρόπους ευγένειας, ίσως τότε κατανοήσει γιατί σήμερα η γοητεία της είναι ξεθωριασμένη και γιατί κινείται στην κοινωνία μεταξύ του αζήτητου και του ισχνού.

Ένας μεγάλος δημιουργός της τέχνης, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο άνθρωπος που με τους στίχους, τους ήχους και τα άσμα του, σημάδεψε μουσικά το κάθε βήμα της ζωής μας -από την πρώτη νιότη μας μέχρι σήμερα, στην εφηβεία της τρίτης μας ηλικίας, ταξίδεψε, και ήδη βρίσκεται στους ολόδροσους ίσκιους των αθάνατων γαλάζιων ουρανών. Δεν πέθανε όμως. Οι άνθρωποι μιας τέτοιας μουσικής ιδιοφυίας, όπως υπήρξαν ακόμη ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Μαρκόπουλος, ποτέ δεν πεθαίνουν -απλώς ταξιδεύουν για άλλα σύμπαντα· οδοιπορούν για άλλες μεγαλύτερες συναπαντήσεις, για άλλες ανώτερες συζητήσεις, για άλλους ζωηρότερους χορούς, για άλλες επουράνιες υμνωδίες -συντροφιά με άλλες απέθαντες ψυχές, ομού μετά των θεών και των αγγέλων.

 

Και μπορεί το χρόνιο ταξίδι του Νιόνιου στην θέωση να μας κάνει όλους εμάς τους από κάτω, τους απομείναντες επίγειους και φθαρτούς, φτωχότερους από την ανυπαρξία της εγκόσμιας παρουσίας του, και μαζί με εμάς φτωχότερη την σύγχρονη ελληνική μας ιστορία -ωστόσο, η αιώνια ανάπαυση του έκανε τις πολιτιστικές μας παρακαταθήκες πλουσιότερες. Και αυτό είναι το μεγάλο δώρημα που μας άφησε ο Σαββόπουλος, ώστε τώρα -σε μια χώρα διαρκούς παρακμής, με τους μεγάλους της τέχνης ολοένα να λιγοστεύουν-, να συνεχίσουμε να υπάρχουμε αντλώντας δύναμη μέσα από την πολιτισμική μας ταυτότητα. Να υπάρχουμε (και να ελπίζουμε) ως πολίτες και ως Ελλάδα, προχωρώντας τους χρόνους πάνω στις κληρονομιές όλων των διανοουμένων μας. Και ο Νιόνιος στην πολιτιστική μας ταυτότητα δεν έβαλε απλώς το λιθαράκι του, έριξε τόνους τους λίθους της έντεχνης μουσικής του -γιατί ο ίδιος ήταν ένας ογκόλιθος στο είδος του.

 

Ο Σαββόπουλος δεν ήταν μόνο ένας τραγουδοποιός -ήταν πάνω απ’ όλα ένας μεγάλος διανοούμενος. Με τη σοφή σκέψη του (στίχους), που ξέφευγε κατά πολύ από τις τετριμμένες επωδούς, εξέφραζε τραγουδώντας κάθε φορά την γενιά του και την εποχή του. Και η πνευματική μουσική του αρχοντιά ποια ήταν; Ότι, ως διανοούμενος, δεν έμενε ποτέ στάσιμος. Δεν άφηνε την σκέψη του να λιμνάσει, σε «ελώδη και στεκάμενα νερά» ή να εγκλωβιστεί σε «υποχρεωτική νάρκη» που έλεγε ο Σεφέρης, αλλά, την άφηνε ελεύθερη να πετάξει σε νέους τόπους και σε καινούργιες πολιτείες κοινωνικής και πολιτικής αναζήτησης, θέλοντας έτσι κάθε φορά να ερμηνεύσει το σήμερα. Δεν παγιδευόταν από το παρελθόν, ούτε γινόταν δέσμιος των εκάστοτε ακροατών του. Και με τον στίχο του μας πήγαινε, «σε άλλη γη και σε άλλη θάλασσα», που έλεγε ο Καβάφης.

 

Πολλοί, σιδηροδέσμιοι αιχμάλωτοι του παρελθόντος και των παρωχημένων ιδεοληψιών, υποταγμένοι πειθήνια σε «κόκκινους παραδείσους», δεν του συγχωρέσαν τις πνευματικές αλλαγές του και τις πολιτικές του μετατοπίσεις. Ήταν (και είναι) τόσο μικροί στο νου, και τόσο κολλημένοι στην «θρησκεία» τους, που ποτέ δεν κατανόησαν το αυτονόητο, ότι μόνο τα ντουβάρια και οι νεκροί δεν αλλάζουν. Ότι ο χρόνος, σ’ έναν μεταβαλλόμενο κόσμο, όλα τα αλλάζει -εποχές και γενιές. Ότι στη ζωή δεν μεγαλώνεις και δεν πεθαίνεις με τις ίδιες αξίες που γεννήθηκες, που έλεγε ο Οδυσσέας Ελύτης. Και ο δογματισμός τους δεν τους επέτρεψε (και δεν τους το επιτρέπει ακόμη) να έβλεπαν ότι ο Σαββόπουλος άλλαζε τις απόψεις του, αλλά όχι τις αξίες του -σαν τα δένδρα που αλλάζουν τα φύλλα τους, όχι όμως τις ρίζες τους.

 

Και τον χτύπησαν αλύπητα κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Και ο κάθε πικραμένος, ο κάθε άσχετος, με τα φτωχά του πνευματικά και μουσικά του μέτρα, και με τις κομματικές του παρωπίδες, έπιασε στο δέσμιο στόμα του την σύγχρονη μουσική αυθεντία της Ελλάδας, ενός καλλιτέχνη που σημάδεψε τη ζωή μας όσο κανείς άλλος. Και οι πραγματικοί λόγοι που το επιτέθηκαν, κατά τον Μάνο Χατζιδάκι ήταν «σαν άλλοθι για την ζωή που έχουν προδώσει».

 

Πουλημένο και προδότη αποκάλεσαν τον Σαββόπουλο, τον γιούχαραν στον δρόμο, του πέταγαν κέρματα στις εμφανίσεις του στις μπουάτ, τού έγραφαν απειλητικά συνθήματα έξω από το σπίτι του. Ένας τραμπουκισμός, δηλαδή, αντάξιος ενός φασισμού, εκπορευόμενος ωστόσο από την δογματική δήθεν δημοκρατική Αριστερά, όσο και από τις ομοειδείς παραφυάδες της. Τα ίδια βάσανα είχαν περάσει και ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, αλλά όλοι αυτοί, όπως και ο Σαββόπουλος, είχαν τόσο μεγάλες πνευματικές αντοχές που δεν έκαναν πίσω. Ανυπόταχτοι στη σκέψη δεν παραδόθηκαν ούτε για μια στιγμή στις απειλές και στους εξευτελισμούς, γιατί πάντα είχαν στο μυαλό και στις δημιουργίες τους την «μεγάλη εικόνα» της τέχνης τους, του πολιτισμού και της πατρίδας τους. Κι όλοι αυτοί οι μοναδικοί άνθρωποι της Ελλάδας ήταν τόσο μεγάλα πνευματικά διαμετρήματα που τα υπέμεναν όλα στωικά, έχοντας γνώση εκ των προτέρων ότι, «εδώ είναι βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε». Ότι, ο πόνος και η ταλαιπωρία είναι πάντα αναπόφευκτα για κάποιον με μεγάλη νοημοσύνη και με βαθιά καρδιά. Και πράγματι έτσι είναι στη μοίρα αυτού του τόπου, οι σπουδαίοι άνθρωποι να ζουν το επίγειο πέρασμά τους με την θλίψη.

 

Σκίτσο: Έφη Ξένου

 

Ο συγγραφέας Άρης Αλεξανδρής έγραψε πρόσφατα, «υπάρχουν δυο περιπτώσεις να σε αγαπήσει η Αριστερά: αν της μοιάζεις κι αν της είσαι χρήσιμος. Σε κάθε άλλη περίπτωση, είσαι πρόβλημα που αντιμετωπίζει είτε με συνεχή πόλεμο είτε με εχθροπαθή ανοχή». Και ο Σαββόπουλος, να το πούμε πιο απλά, από ένα σημείο και μετά ήταν τελείως άχρηστος για την κομμουνιστική Αριστερά γιατί δεν ήταν όμοιός της. Ήταν ελεύθερος σαν άνθρωπος και σαν σκέψη. Κάποτε, σε μαύρες εποχές, είχαμε τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων (εθνικοφροσύνης), τα ζήταγε το (παρα)κράτος του μαύρου ολοκληρωτισμού. Από την Μεταπολίτευση μέχρι και τα σήμερα, η κόκκινη ιδεολογική τάξη / εξουσία ζητά αριστερά πιστοποιητικά στο χώρο της τέχνης. Ποια, άραγε, είναι η διαφορά μεταξύ του μαύρου και του κόκκινου ολοκληρωτισμού;

 

Με το ταξίδι του Νιόνιου ο πολιτισμός μας έγινε φτωχότερος. Μαζί όμως με την αποχώρησή του, φανερώθηκε, δυστυχώς, και μια άλλη φτώχεια. Αυτή της Αριστεράς. Και δεν ξέρω εάν είναι μόνο μιζέρια, αλλά μήπως και κάτι πολύ χειρότερο. Μικροψυχία ή μην τυχόν και μνησικακία; Από την νεκρώσιμο ακολουθία στην Μητρόπολη Αθηνών, στο τελευταίο κατευόδιο στον Σαββόπουλο, απουσίασε σύσσωμη η Αριστερά. Η δογματική, η ανανεωτική, η νέα…Τα άδεια καθίσματα στον ιερό ναό, θέσεις που είχαν κρατηθεί για τους ηγέτες της, έδειξαν, αν μην τι άλλο, και δεν ξέρω εάν το κατάλαβαν και οι ίδιοι, πόσο άδειοι είναι και σαν άνθρωποι και σαν πολιτικοί. Και όταν είσαι άδειος σαν άνθρωπος, είναι τελείως κούφια τα όσα επαγγέλλεσαι, τελείως ψεύτικος ο ανθρωπισμός σου που λες πως σε διακατέχει, τελείως κάλπικη η ιδεολογία που λες πως πρεσβεύεις. Και τι είδους, αλήθεια, ιδεολόγος μπορεί να είναι κανείς, όταν στο ιδεολόγημά του έχει εισχωρήσει η μικροψυχία -πόσω μάλλον η μνησικακία; Γιατί αυτό έδειξε η απουσία της Αριστεράς από την νεκρώσιμο ακολουθία, την εκδίκηση της απέναντι στον Διονύση Σαββόπουλο για την «αποστασία» του από τον χώρο της. Μα πάνω σε ένα άψυχο σώμα βρήκε η Αριστερά να δείξει την κομματική της εναντίωση; Μα τόσα απωθημένα κράταγε μέσα της τόσα χρόνια και βρήκε την ευκαιρία ενός θανάτου για τα ξεράσει; Μα τι ήθελε, τέλος πάντων, να πάρει την πολιτική της ρεβάνς απ’ έναν νεκρό -τόσο μεγάλη πολιτική ανανδρία;

 

Είναι ντροπή για την Αριστερά ότι δεν αποχαιρέτησε τον Νιόνιο. Ντροπή και κρίμα, γιατί δεν μας είχε συνηθίσει σε τέτοιες πολιτικές διαγωγές, συν τοις άλλοις κοινωνικά ανάγωγες. Ιδίως η ανανεωτική Αριστερά, από τις τάξεις της οποίας ξεπήδησαν τεράστιες πολιτικές και πνευματικές φυσιογνωμίες. Δεν νομίζω ότι η Αριστερά, για παράδειγμα του Κύρκου ή του Παπαγιαννάκη, θα έδειχνε τέτοια πολιτική μικροψυχία σ’ έναν πανελληνίως καταξιωμένο καλλιτέχνη, μόνο και μόνο επειδή σε κάποια φάση της ζωής του είχε διαφοροποιηθεί από τις αρχικές ιδεολογικές του θέσεις -που στο κάτω κάτω της γραφής δεν ήταν και κάποιος πολιτικός αντίπαλός της στον πολιτικό στίβο. Αλλά και πολιτικός της αντίπαλος της να ήταν, πού χάθηκε ο πολιτικός πολιτισμός και η ευγένεια της ανωτερότητας της Αριστεράς; Να θυμίσω, ότι, όταν πέθανε ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Χαρίλαος Φλωράκης, σχεδόν όλη η δεξιά κυβέρνηση της εποχής παρευρέθηκε στην κηδεία του, με επικεφαλής τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή.

 

Οι πρωτεργάτες της ντροπής επικαλέστηκαν για την απουσία τους ένα σωρό αιτιολογίες. Ότι, με την παρουσία τους δεν ήθελαν να νομιμοποιούσαν την πολιτική μεταστροφή του Σαββόπουλου και, κυρίως, την εμφάνιση στην νεκρώσιμο ακολουθία του πρωθυπουργού και πρόεδρου της ΝΔ, Κυριάκου Μητσοτάκη και του Άδωνι Γεωργιάδη. «Δεν είχαμε θέση δίπλα σ’ αυτούς», μας είπαν. Και ο επικεφαλής της «Νέας Αριστεράς», μας εξήγησε ότι προτίμησε διαφορετικά να τιμήσει τον εκλιπόντα, ακούγοντας στο σπίτι του τους δίσκους του και στο ραδιόφωνο τού αυτοκινήτου του τα τραγούδια του! Και νομίζει πως τον πιστέψαμε…

 

Δηλαδή, όταν ο Κώστας Καραμανλής μετέβη ακόμη στην πολιτική κηδεία του Φλωράκη, στο «σπίτι του λαού», στα γραφεία του ΚΚΕ στον Περισσό, και πήρε θέση δίπλα στα κόκκινα λάβαρα με τα σφυροδρέπανα και τις υψωμένες γροθιές των συντρόφων, νομιμοποιούσε μήπως την πολιτική διαδρομή του γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος – του «καπετάν Γιώτη» κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα;

 

Οι αιτιολογίες της Αριστεράς είναι σκέτες πολιτικές φαιδρότητες. Και δικαίωμά της να είναι φαιδρή. Απλώς αναρωτιέμαι, οι επικεφαλής και τα στελέχη της σε ποια…Ακαδημία Εκμάθησης Καλών Τρόπων, φοίτησαν; Γιατί όλοι εμείς, οι απλοί πολίτες, που δεν φοιτήσαμε σε καμιά…Ακαδημία -αλλά σταθήκαμε τυχεροί και πήραμε αγωγή από τα σπίτια μας, μάθαμε ότι σε μια κηδεία δεν πηγαίνεις ούτε για τα φρονήματα του μακαρίτη, ούτε για τους παρευρισκόμενους. Και στην περίπτωση του Σαββόπουλου πηγαίνεις για έναν και μοναδικό λόγο -για να τιμήσεις τον άνθρωπο που διαμόρφωσε τον εθνικό μας πολιτισμό και αποτελεί για την τέχνη ένα εθνικό κεφάλαιο.

 

Όταν η Αριστερά ανακαλύψει την κοινωνική αξιοπρέπεια και τους ανώτερους τρόπους ευγένειας, ίσως τότε κατανοήσει γιατί σήμερα η γοητεία της είναι ξεθωριασμένη και γιατί κινείται στην κοινωνία μεταξύ του αζήτητου και του ισχνού.

 

Όσο για εμάς τους υπόλοιπους, δεν ξέρω εάν κατά περιόδους υπήρξαμε «Κωλοέλληνες» και ένα «κράτος ασυστόλων και πεσμένων κώλων», κατά τους σοφούς στίχους του μεγάλου δημιουργού -γνωρίζω όμως πολύ καλά, ότι αυτός ο πονεμένος λαός, παρά τις διακυμάνσεις, τις αμφιταλαντεύσεις και τα αδυναμίες του, στο τέλος της ημέρας έχει αποδείξει ότι βρίσκει την λεβεντιά και αναγνωρίζει τους ξεχωριστούς.

 

Η Ελλάδα και οι Έλληνες ευχαριστούν τον Διονύση Σαββόπουλο.