Αθάνατη απλότητα!
«Σημασία έχει η δύναμη ν’ αναβαπτίζεις τον κόσμο στα παρθένα μάτια σου, να παραμένεις εκείνος που είσαι και να βρίσκεις τη γαλήνη που κείται πέραν της δόξας»
Οδυσσέας Ελύτης
Απαραίτητος μου ήταν ετούτος ο Αύγουστος. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αρκετές άνανδρες πίκρες και άδικες απογοητεύσεις είχε μαζέψει το δισάκι μου τους προηγούμενους μήνες. Επιβαλλόταν να ξεκουράσω το μυαλό μου∙ να ελαφρύνω την ψυχή μου∙ να αδειάσω από τα σοβαροφανή μπάζα που με βάραιναν. Και τι μπάζα, με γραβάτες και κολάρα…
Άφησα ξοπίσω μου την τύρβη της αισθητικής μετριότητας και την οχλοβοή της πολιτικής και τράβηξα στα μέρη μου, στο πέλαγος των Κυκλάδων. Στη Σίφνο, σε μια ταπεινή θημωνιά ριγμένη στο στόμα των δροσοβόλων αέρηδων, στο άμετρο φως του χρυσού καλοκαιριού, στην ατέλειωτη αγκάλη του θαλασσή ουρανού.
Λίγα πράγματα πήρα μαζί μου∙ τα χρειώδη: τα βιβλία μου∙ το τετράδιο των σημειώσεων∙ άγραφο λευκό χαρτί∙ τα καλοξυσμένα μολυβάκια μου και τις αχώριστες Parker πένες μου. Υπεραρκετά για τις ώρες της απόδρασης και της λύτρωσης. Όμως, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μου χρειάστηκε. Ήταν από τις λίγες φορές που εδιάβασα ελάχιστα και τεμπέλιασα σαν τζίτζικας να βρέξω στο μελάνι λέξεις και χαρτιά. Ομολογουμένως, απαράδεκτος! Αλλά, πώς να μην ξεστρατίσω, όταν αυτό το ξεδιάντροπο θηλυκό, η ξελογιάστρα φύση αποκαλύφθηκε ολόγυμνη μπροστά μου; Η αθεόφοβη, στο μικρό πέτρινο αλώνι της θημωνιάς, λίκνισε άφοβα και μαυλιστικά όλες τις τελετουργίες της.
Παραδόθηκα αμέσως! Η σαγήνη της με τύλιξε και αφέθηκα στα σίγουρα χέρια της να με μεταχειρισθεί κατά το γούστο της. Με ασίγαστο πάθος, σ’ αυτή την ερωτική δοξολογία του Αυγούστου, στάλαξαν στις αισθήσεις μου ακαταμέτρητες ποσότητες φωτός, χρώματος και ήχων. Δεν κατάλαβα για το πότε ξεχάστηκα σε αυγούλες ροδοδάκτυλες∙ το πώς αγκυροβόλησα σε άλικα λιογέρματα∙ το πώς εκστασιάστηκα στην απέραντη παλέτα του ουρανού και στις νήδυμες αμφιλύκες του λυκαυγούς και του λυκόφωτος. Από κοντά οι μεθυστικές μυρωδιές των ανάλαφρων γιασεμιών, των δροσερών βασιλικών, των σκιερών συκόφυλλων, της πυρωμένης πέτρας, του διψασμένου χώματος. Παραδίπλα οι εμβληματικές φωνές των συνοδοιπόρων μας: ο μυκηθμός ενός ασάλευτου βοδιού, το μεγαλοπρεπές γκάρισμα ενός υπομονετικού γαϊδάρου, το τερέτισμα ενός ράθυμου τζιτζικιού, το κακάρισμα μιας αλήτισσας κότας, η τρίλια ενός διερχόμενου πουλιού. Και στα πόδια σου, δυο νέα στη ζωή γατάκια να σε κοιτούν με την περίφοβη και ερωτηματική ματιά τους.
Και στο βάθος οι ασημόκλωνες ελιές, οι μύλοι, οι περιστεριώνες, οι γαλάζιοι τρούλοι των εκκλησιών, ο οικισμός των κάτασπρων κυβόσπιτων και η θάλασσα «η παντοτινή αυτή μητέρα του λαού που κατοικεί στην ακραία τούτη γωνιά της Ευρώπης». Αθάνατη απλότητα!
*ΦΩΤΟ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΑΜΠΑΚΗΣ