Ξυπνώντας βιαίως

Oδεύουμε συνειδητά προς το μοιραίο, έχοντας εναποθέσει όλες μας τις ελπίδες στον θεό της Ελλάδος για να μας ξανασώσει. Αγνοώντας το βασική οδηγία για την επιβίωση ενός έθνους. Si vis pacem, para bellum, ή αν θέλεις ειρήνη, προετοίμαζε πόλεμο.
Από τον Ηλία Δημητρέλλο
Οι σημερινοί Έλληνες έχουν την ευτυχία, αλλά και την τύχη, να ανήκουν στις ελάχιστες αν όχι μοναδικές γενιές Ελλήνων που δεν έχουν γνωρίσει πόλεμο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα (70 έτη, αν εξαιρέσουμε τον Αττίλα στην Κύπρο). Όσοι θυμούνται τα δεινά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του μετέπειτα Εμφυλίου, έχουν ξεπεράσει πια τα 80 χρόνια ζωής. Οι δε υπόλοιποι είμαστε πεπεισμένοι ότι ποτέ δεν θα ζήσουμε πόλεμο στη ζωή μας. Ότι με κάποιον μαγικό τρόπο θα ανατραπεί η ιστορική νομοτέλεια, και η Ελλάδα δεν εμπλακεί ποτέ ξανά σε πολεμική σύρραξη.
Η επέμβαση των Τούρκων στη Συρία λογικά θα πρέπει να έχει πια ξυπνήσει από τον μακάριο ύπνο τους, όσους θέλουν να ξυπνήσουν, καθώς κατέρριψε όλους τους σύγχρονους εθνικούς μύθους που ήταν πλασμένοι επί σειρά ετών προκειμένου να ευνουχιστεί το εθνικό μας φρόνημα. Και κυρίως τους εξής δύο: Καταρχάς ότι η Ελλάς, ούσα μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και κυρίως του ΝΑΤΟ, δεν κινδυνεύει από την Τουρκία με πολεμική σύρραξη, καθώς οι Οργανισμοί αυτοί, ήτοι οι ΗΠΑ, εγγυώνται ότι η Άγκυρα δεν θα τολμήσει να τα βάλει μαζί τους. Και κατά δεύτερον εκείνον ότι οι διεκδικήσεις της Τουρκίας έναντι ημών θα κριθούν στα διεθνή δικαστήρια, όπως καλούσε η πολιτική ηγεσία μας δεκαετίες τώρα, στρουθοκαμηλίζοντας εκ πεποιθήσεως.
Η Τουρκία λοιπόν, όταν έκρινε ότι το εθνικό της συμφέρον απαιτεί να εισβάλει στην Βόρεια Συρία και να καταστρέψει την κουρδική κρατική δομή που εγκαθιδρυόταν εκεί, επουδενί δίστασε. Αδιαφόρησε πλήρως για τις αντιδράσεις σύσσωμης της διεθνούς κοινότητας, καθώς γνώριζε πολύ καλά, αφενός μεν ότι η στρατηγική σημασία της είναι ασύγκριτα σπουδαιότερη του υπό διαμόρφωση κουρδικού κρατιδίου, και ότι ο στρατός της είναι σε θέση να επιβάλει τετελεσμένα στο έδαφος. Έτσι οι ΗΠΑ δεν δίστασαν να «πουλήσουν» τους μέχρι τότε Κούρδους συμμάχους τους παρά τις υποσχέσεις και δεσμεύσεις τους, ενώ οι απειλές των Ευρωπαίων περί κυρώσεων και εμπάργκο όπλων μόνο θυμηδία προκαλούν.
Ουδείς βέβαια μπορεί να προεξοφλήσει το αποτέλεσμα της συγκρούσεως (πόσω μάλλον τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές), καθώς τα συμφέροντα που διακυβεύονται είναι πολλά και πολλών κρατών, ενώ οι Κούρδοι δίνουν τον ιστορικό τους αγώνα επιβίωσης. Εκείνο όμως που απεδείχθη περιτράνως είναι ότι οι Τούρκοι δεν διστάζουν να διεξάγουν πόλεμο προς επίτευξη των εθνικών τους στόχων, όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, και ουδείς είναι σε θέση να τους σταματήσει να τον ξεκινήσουν. Δεν πρέπει επίσης να διαλάθει την προσοχή μας ότι η τουρκική κοινωνία σύσσωμη σχεδόν στηρίζει την πολεμική προσπάθεια (όσοι είναι εναντίον, σιωπούν για να μην βρεθούν σε κάποιο κελί), καθώς επί μακρόν έχει γαλουχηθεί με στρατιωτικά και δη ιμπεριαλιστικά εθνικά ιδεώδη.
Οι φιλοδοξίες και τα συμφέροντα όμως της Άγκυρας δεν τελειώνουν στην Βόρεια Συρία. Σε κάθε ευκαιρία τόσο ο Ερντογάν, όσο και το σύνολο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας των γειτόνων διατυμπανίζουν ότι η Τουρκία έχει ζωτικά συμφέροντα σε Κύπρο, Ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο, και ότι με κάθε κόστος θα τα προστατέψουν. Η τουρκική βουλή από το 1995 έχει ψηφίσει ότι αποτελεί casus belli τυχόν επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, καίτοι τούτο προβλέπεται από το Δίκαιο της Θάλασσας, ενώ από το 1997 έχει γκριζάρει όλο το Αιγαίο μετά τα Ίμια. Συγχρόνως έχει προβεί σε γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ αδιαφορώντας πλήρως για το Διεθνές Δίκαιο αλλά και τους μεγάλους ενεργειακούς κολοσσούς που έχουν συνάψει συμβάσεις με τους Κύπριους, ενώ στους δικούς της ναυτικούς χάρτες η ΑΟΖ της Τουρκίας συνορεύει με εκείνη της Λιβύης εξαφανίζοντας το Καστελόριζο και εν μέρει την Κρήτη.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι η Τουρκία δεν θα επιτρέψει με κανένα τρόπο να την θέσουν εκτός του ενεργειακού παιχνιδιού στην Ανατολική Μεσόγειο, και ότι θα αντιδράσει δυναμικά και προληπτικά για να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Το απέδειξε σε όλους στη Συρία.
Και η Ελλάδα, πως θα αντιδράσει σε μια τέτοια εξέλιξη; Η οποία μάλιστα είναι πολύ πιθανό να προκύψει τους επόμενους μήνες. Μπορεί να απαντήσει αποτελεσματικά, ή θα χρειαστεί να ευχαριστήσουμε ξανά δουλοπρεπώς τις ΗΠΑ από το βήμα της Βουλής που μας γλύτωσαν από τα χειρότερα, αφού πρώτα έχουν χαθεί ελληνικές ζωές; Πόσω μάλλον όταν έχουμε συνηθίσει τόσο τους εαυτούς μας, όσο και κυρίως τους Τούρκους να υποχωρούμε κακήν κακώς σε κάθε πίεση τους (βλ. S-300, Ίμια, Οτσαλάν, Σχέδιο Ανάν κλπ).
Η αποτελεσματική απάντηση προϋποθέτει βέβαια ότι είναι πνευματικά έτοιμη η χώρα να προασπίσει τα εθνικά συμφέροντα δυναμικά. Ήτοι η κοινωνία. Η πολιτική ηγεσία. Προϋποθέτει ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας διαθέτουν το ηθικό, την ετοιμότητα (οι διαδοχικές προσαράξεις κυρίων μονάδων επιφάνειας μόνο ανησυχία προκαλούν για το αξιόμαχο) και κυρίως τα μέσα μετά από δέκα χρόνια μνημονίων, για να αντιμετωπίσουν μία Τουρκία άρτια και υπερσύγχρονα εξοπλισμένη και κυρίως έτοιμη για όλα. Καθώς αποτελεί κοινό μυστικό ότι δεν πληρούμε τις ανωτέρω προϋποθέσεις, οδεύουμε ολοταχώς προς ένα σύγχρονο 1897. Και δυστυχώς οδεύουμε συνειδητά προς το μοιραίο, έχοντας εναποθέσει όλες μας τις ελπίδες στον θεό της Ελλάδος για να μας ξανασώσει. Αγνοώντας το βασική οδηγία για την επιβίωση ενός έθνους.
Si vis pacem, para bellum, ή αν θέλεις ειρήνη, προετοίμαζε πόλεμο.