Το «ρηχό κράτος»: επιτελικοί -και μη- θεσμοί και πρόσωπα
1. Βαριά η ατμόσφαιρα. Η προσωπική αδιαφορία και ανικανότητα κάποιων, πολλών μάλλον, «αρμοδίων» και η αδυναμία της πολιτικής να κάνει ορθολογικές επιλογές λόγω της «αναγκαστικής» συμβίωσης με το λεγόμενο -κατ’ ευφημισμό- «βαθύ κράτος», το οποίο προτείνω να μετονομασθεί σε «ρηχό», αμβλύνουν -δίκαια εκτιμώ- τη διάθεσή μας να δούμε τη στιγμή αυτή τι συμβαίνει πέραν των συνόρων μας. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες και μεταρρυθμίσεις, που αναμφισβήτητα έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, μας θλίβει, μας συνθλίβει και εξακολουθεί να μας απογοητεύει ο ρόλος του κράτους. Φτιάχτηκε, για να ταιριάζει διαχρονικά στις κυβερνητικές πολιτικές, να τις εξυπηρετεί και για να «ταιριάζει» στο ύφος των εντεταλμένων στελεχών του, κυβερνητικών, υπηρεσιακών, επιτελικών -και μη- και συνδικαλιστικών. Σε όλα τα επίπεδα.
Του Αλέξανδρου Μαλλιά Πρέσβη επί τιμή
2. Ο τραγωδιακός σήμερα όρος «σύγκρουση των τρένων» (train crash) είναι, δυστυχώς, δόκιμος και στις διεθνείς σχέσεις. Όπως και στα Τέμπη, η σύγκρουση, ο πόλεμος και οι ανθρωποθυσίες ούτε αναπόφευκτες είναι ούτε όμως και μοιραίες. Δεν πρόκειται για την «κακιά ώρα» και τη «στραβή» που συνοψίζονται στο κακόηχο και υποκριτικό σταθμαρχικό «αμάν». Αντιπροσωπευτικό -και αυτό- δείγμα μιας Ελλάδας που εξακολουθεί, όπως δείχνουν τα πράγματα, όχι μόνο να υπάρχει, αλλά να σηκώνει το κεφάλι και να αντιστέκεται στην πρόοδο, στη σοβαρότητα, στον έλεγχο, στην υπευθυνότητα και στη λογοδοσία.
Και τούτο, παρά τις μεγάλες προσπάθειες που έχουν γίνει, να διεκδικήσουμε -με αξιώσεις και με συγκεκριμένα επιτεύγματα- την είσοδό μας στην εποχή της ψηφιακής διακυβέρνησης. Τείνω να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι πρόκειται μάλλον για έργο-επίτευγμα ορισμένων προσώπων, προεξάρχοντος του αρμοδίου υπουργού και των επιτελικών συνεργατών του, παρά για μία ολιστική και γενικευμένη επανάσταση νοοτροπίας. Την προσπάθεια αυτή υπονομεύει, ενίοτε με επιτυχία, το «ρηχό κράτος» και τα επενδυμένα, σ’ αυτό, προσωπικά, υπηρεσιακά, επιχειρηματικά και συντεχνιακά συμφέροντα. Αυτά, δηλαδή, που τροφοδοτούν την πανίσχυρη αμφίδρομη σχέση και εξάρτηση με την πολιτική εξουσία.
3. Πρόκειται για διαχρονική απουσία και αμέλεια πολιτικής και υπηρεσιακής συνειδητοποίησης του μεγέθους του προβλήματος του «ρηχού κράτους». Αυθαίρετα, ομολογώ, έτσι επιλέγω να το αποκαλώ. Δεν πρόκειται για το «βαθύ κράτος». Έστω και αν βολεύει, ανεξαρτήτως μάλιστα παραταξιακού χρώματος και απόχρωσης. Εκείνο διαχρονικά υπάρχει, θεριεύει ηγούμενο ή υποτασσόμενο στις διαδοχικές κυβερνήσεις και τις επιλογές τους. Τα αβαθή του «ρηχού κράτους» προκαλούν τα ναυάγια θεσμών, οργανισμών, επιτελικών δομών και, εν τέλει, της ίδιας της πολιτικής. Παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί στην αναμόρφωση και αναδιοργάνωση και προσαρμογή του «βαθέος κράτους» – συστατικού άλλωστε μέσου άσκησης της πολιτικής. Η πολιτική, τελικά, αντικατοπτρίζει την εν γένει κατάσταση του κράτους και σε αυτήν καταλογίζονται όμως και τα υπηρεσιακά και ανθρώπινα, αναμφίβολα, λάθη που οδηγούν σε τραγωδίες.
Αναδεικνύεται έτσι ότι η μετάβαση στην νέα εποχή -στην Ελλάδα της επαγγελίας- δεν γίνεται, ως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, κατά τρόπο συντεταγμένο. Ο ορθολογισμός, η αξιολογική κρίση και ο υπηρεσιακός έλεγχος καταλληλότητας υποτάσσονται σε, αμφίβολης σκοπιμότητας, πολιτική, προσωπική, κομματική, συνδικαλιστική, σωματειακή, συντεχνιακή, υπηρεσιακή και θεσμική καιροσκοπία. Κατόπιν εορτής, σαν σκάνδαλα και τραγωδίες, «ανακαλύπτουμε» και τις προσχηματικές, ελλειμματικές διαδικασίες, υπερβάσεις ή εκπτώσεις στην προβληματική λειτουργία θεσμών, υπηρεσιών, οργανισμών και προσώπων.
4. Καταλυτικό ρόλο στο -αυτοαποκαλούμενο- κράτος έχουν οι μηχανισμοί του, η λειτουργία των θεσμών και, βέβαια, τα πρόσωπα. Αναφέρομαι και στέκομαι, ασφαλώς, και στη διαδικασία και στα κριτήρια επιλογής προσώπων σε κρίσιμες και υπεύθυνες θέσεις του ευρύτερου κρατικού μηχανισμού. Η προσφυγή στις βέλτιστες πολιτικές αξιοποίησης ανθρωπίνου δυναμικού των προσώπων, δηλαδή σε συνδυασμό με τις αναγκαίες και απαραίτητες συνέργειες, θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας, αλλά και στην αποτροπή ναυαγίων, εκτροχιασμών, συγκρούσεων και φυσικών καταστροφών. Των τραγωδιών μας. Αξιωματική είναι η θέση ότι η πρόληψη είναι πάντοτε προτιμότερη και αποτελεσματικότερη της, εκ των υστέρων, προσπάθειας «ανάταξης». Όμως ο κομψός αυτός ιατρικός όρος (καθιερωμένος, κυρίως, αλλά όχι μόνο στην ορθοπεδική), που καθημερινά τώρα ακούω, αφορά -αποκλειστικά- στην εκ των υστέρων διόρθωση της ζημιάς, ων κακώς κειμένων. Θεμιτή και επιβεβλημένη, αν και καθυστερημένη, η προσπάθεια. Όμως, δεν φέρνει πίσω τους αδικοχαμένους.
Βασικό ρόλο στην υπονόμευση της εμπιστοσύνης, σε πολιτικούς και πολιτικές, προκαλεί η εντύπωση -για κάποιους η πεποίθηση- ότι, τελικά, η τιμωρία του εγκλήματος και των υπευθύνων μίας τραγωδίας, από υποκείμενο πολιτικής, υπηρεσιακής ή ποινικής ευθύνης, μεταλλάσσεται σε αντικείμενο διακομματικής -ίσως και υπερκομματικής συναλλαγής- και πολιτικού συμψηφισμού. Πρόκειται για απειλητικό φαινόμενο.
5. Να σημειώσω, επίσης, ότι στις διακρατικές σχέσεις η λεγόμενη «ανάταξη» δεν ανατρέπει τα «τετελεσμένα». Εδαφικά ή διπλωματικά-πολιτικά. Ενώ, δηλαδή, έχουν ήδη δημιουργηθεί στο στρατιωτικό ή στο πολιτικο-διπλωματικό επιχειρησιακό πεδίο «τετελεσμένα». Οφειλόμενα, πέραν των άλλων, τόσο στην ασυνεννοησία μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, όσο και στη μη λειτουργία και τήρηση των προβλεπομένων θεσμικών διαδικασιών. Είχαμε τέτοιο ιστορικό περιστατικό την τελευταία 27ετία. Δυστυχώς.
6. Χρέος μας είναι οι εθνικοί θεσμοί ,μηχανισμοί και οργανισμοί, να μην είναι τόσο ευπροσάρμοστοι. Να μην μεταλλάσσονται τόσο εύκολα, με τόσο επώδυνες κάθε φορά συνέπειες, υπακούοντας σε πολιτικές και προσωπικές σκοπιμότητες. Λάθος είναι οι θεσμοί να συρρικνώνονται, ώστε να προσαρμόζονται σε καταστάσεις, συμφέροντα, πρόσωπα και αμφίβολες πολιτικές επιλογές. Η επιλογή των προσώπων ας γίνεται, επιτέλους, εξ αρχής και όχι κατόπιν εορτής, με γνώμονα το κύρος, την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα των θεσμών. Είτε αφορούν στην ίδια την Πολιτεία και στη στελέχωση των κυβερνήσεων, είτε στο σύστημα και στις Υπηρεσίες Εθνικής Ασφάλειας, είτε ακόμη στην εκπροσώπησή μας στη Βουλή και, βέβαια, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο).
7. Χωρίς να παραγνωρίζω ότι δεν έχουμε την αποκλειστικότητα, ενδημικό -διαχρονικά και παράδοξα- ελληνικό φαινόμενο είναι να χαμηλώνουν οι θεσμοί για να προσαρμόζονται στα πρόσωπα. Ακόμη και εκείνοι δυστυχώς που είναι ταγμένοι στην υπηρεσία της Εθνικής Ασφάλειας. Κυρίως δε, να χαμηλώνουν, για λόγους σκοπιμότητας, τα κριτήρια επιλογής των προσώπων που τους στελεχώνουν προκειμένου να εξυπηρετούν συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Κονταίνουν οι θεσμοί και οι μηχανισμοί, για να «χωρούν» σ’ αυτούς ακατάλληλα, χωρίς προσόντα και πείρα πρόσωπα.
Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος διαθέτει, ήδη από το 2019, Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας. Ευχής έργον είναι, εν τούτοις, να αποκτήσει τώρα και ένα ολιγομελές Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας. Ποιος εμπόδισε τη σύστασή του το καλοκαίρι του 2019; Ποιοι εξακολουθούν να βάζουν εμπόδια το 2023; Είναι κατάλληλη η ώρα να υλοποιηθούν οι, προ τετραετίας, εξαγγελίες. Αν όχι τώρα, πότε; Την επόμενη της αποφράδος εκείνης μέρας, αφού θα έχει γίνει εν τω μεταξύ η ζημιά, με τη λογική πάλι της «ανάταξης»;
8. Επαναλαμβάνω ότι, 27 χρόνια μετά τα Ίμια, ουδείς φαίνεται να αισθάνθηκε την ανάγκη ή να είδε τη χρησιμότητα να αναλάβει την πρωτοβουλία μίας ευρύτερης πολιτικής συνεννόησης για τη μακροχρόνια στρατηγική μας με την Τουρκία. Να καθίσουν, δηλαδή, οι πολιτικοί αρχηγοί και, με αίσθημα ευθύνης, να συζητήσουν υπό εχεμύθεια όλο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Κυρίως, όμως, την επόμενη ημέρα. Το αύριο. Συζητάμε όλοι με όλους τους πρωθυπουργούς της Τουρκίας. Εδώ και 20 χρόνια, όλοι, ανεξαιρέτως, οι Πρωθυπουργοί μας επιδιώκουν να συνομιλούμε με τον κύριο Ερντογάν. Καλό, επιβεβλημένο, χρήσιμο είναι να υπάρχει η δυνατότητα απευθείας συνομιλίας. ¨Όμως τόσο δύσκολο είναι να μιλήσουν μεταξύ τους; Διαχρονικά θέτω το ίδιο ερώτημα. Η απάντηση από όλους είναι, κάθε φορά, η ίδια. Εμείς να καθίσουμε με αυτούς; Και όμως. Πρόκειται για αντίδραση που από κανένα δεν ακούω, όταν πρόκειται για συνομιλίες με την εξ ανατολών πολιτική ηγεσία. Δυσανεξία υπάρχει μόνο για τη μεταξύ μας συζήτηση.
9. Αποφεύγω, συστηματικά και συνειδητά, να εξωτερικεύω το θυμό μου. Έχω διδαχθεί από τα ίδια μου τα λάθη. Γνωρίζω ότι η στιγμιαία «εκτόνωση» του θυμικού δεν συμβάλει στη διόρθωση των κακώς κειμένων. Πολλοί όμως, γύρω μου, μετριοπαθείς συμπολίτες μας είναι θυμωμένοι. Δεν φωνάζουν, δεν δηλώνουν, δεν διαδηλώνουν. Ψηφίζουν -εκτός αν αποφασίσουν να μην ψηφίσουν. Δεν θα εκπλαγώ αν, τελικά, μείνουμε εμβρόντητοι από το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στις επερχόμενες εκλογές. Μία συνειδητή πράξη αποχής μπορεί να κινηθεί σε ιστορικά υψηλό επίπεδο. Τούτο δεν συνιστά απλά μία «τιμωρητική αντισυστημική ψήφο». Αποτελεί, δυστυχώς, μία αρνητική ψήφο κατά της ίδιας της λειτουργίας της αντιπροσωπευτικής μας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η αποχή είναι μία ισχυρή ψήφος αποδοκιμασίας. Μας αφορά όλους.
10. Ανησυχώ, λοιπόν, ακούοντας πολλούς σοβαρούς -συνειδητά μετριοπαθείς- φίλους που αναρωτιούνται αν πρέπει να ψηφίσουν. Υπάρχει χρόνος να μεταπεισθούν; Προς τούτο, αρκεί να πεισθούν. Να ανακτήσουν την κλονισμένη εμπιστοσύνη σε συγκεκριμένα πρόσωπα και σε πολιτικές πρακτικές. Κυρίως, όμως, στους θεσμούς. Η πολιτική επικοινωνία, την εποχή αυτή, παραπαίει, έχει αστοχήσει και, εν τέλει, ηττηθεί. Γίνεται τούτο αντιληπτό;
Τώρα απαιτείται προσοχή, σύνεση και συνεννόηση των λεγομένων «συστημικών» πολιτικών δυνάμεων. Μία πραγματική «ανάταξη» αντί της φθηνής και επιδερμικής πολιτικής, καθώς και της εντύπωσης ενός συμψηφισμού των λαθών. Χρειάζεται μια γενναία και ανιδιοτελής πρωτοβουλία. «Οι Ειδοί του Μαρτίου» δείχνουν ότι: έστω και αν ελπίζουν -με διαφορετικού βαθμού βεβαιότητα και πιθανότητες- και μάχονται για την εκλογική νίκη, την πολυπόθητη πρωτιά ή έστω ένα ενθαρρυντικό ποσοστό, δύσκολα μάλλον θα αποφύγουν μία κατ’ αναλογία επιμερισμό της σωρευμένης αποδοκιμασίας, αν δεν υπάρξει, από τώρα, μία ελάχιστη συνεννόηση. Η κυβέρνηση έχει απέναντί της μία «άσφαιρη», άστοχη και μη πειστική αξιωματική αντιπολίτευση. Πώς λοιπόν να πρωτοστατήσει και με τι περιεχόμενο; Μπορεί;
11. Μπορεί, προτάσσοντας τη «Συνεννόηση της Ελπίδας». Εξηγώντας ότι δεν μπορούν να πάνε χαμένες τόσες προσπάθειες και τόσα επιτεύγματα που έχουν γίνει, ιδίως, τα τελευταία χρόνια. Ότι το σύνθημα «ποτέ ξανά» το οποίο συχνά ακούμε στην Ευρώπη, αλλά και εντός συνόρων, έχει επιτέλους σοβαρά εχέγγυα να γίνει, αύριο, πραγματικότητα. Ότι δεν χρειάζεται ψυχανάλυση ούτε μαστίγωμα, για να αντιληφθούμε και να διορθώσουμε την εικόνα της σημερινής Ελλάδας των δύο άκρων. Είμαστε και ζούμε στην ίδια χώρα που:
-καταφέρνει να έχει αναστρέψει ριζικά την προβληματική της εικόνα στην οικονομία, σε βαθμό που να θεωρείται πρότυπο,
-έχει πετύχει, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, μία άνευ προηγουμένου ενίσχυση της διπλωματικής και αμυντικής της ισχύος και να διαθέτει, ταυτόχρονα, πρωτοφανή και πειστική «ήπια δύναμη» και τα πλέον υπερσύχρονα οπλικά συστήματα.
-διεκδικεί, εν πολλοίς, την πρωτιά, ως προορισμός, στην επιλογή πάνω από 30 εκατομμύρια ξένων επισκεπτών.
-να δίνει με επιτυχία, ξεπερνώντας και τους πλέον αισιόδοξους υπολογισμούς, τη μάχη για την απλοποίηση των διαδικασιών μέσω του ψηφιακού εκσυγχρονισμού.
Από την άλλη μεριά, ή ίδια αυτή χώρα δίνει συχνά την εντύπωση ότι η κρατική μηχανή υπολειτουργεί ή, όταν λειτουργεί, τούτο οφείλεται στην τύχη, στην καλή σύμπτωση και στον ηρωισμό των ολίγων. Η δραματική δημόσια ομολογία των χρηστών των ελληνικών σιδηροδρόμων «ζούμε από σύμπτωση» δεν πρέπει και δεν αρμόζει να είναι χαρακτηριστικό της Ελλάδος. Έχουμε υποχρέωση να αναδείξουμε και να στηρίξουμε την άλλη Ελλάδα. Προϋπόθεση, τώρα, είναι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης που έχει κλονισθεί. Ο θυμός και η αγανάκτηση δεν πρέπει να καθοδηγούν την ψήφο μας.
12. Διάβασα, προ 50 ετών, το βιβλίο ενός δικαστού και ακαδημαϊκού που έγινε ο πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας μετά τη Μεταπολίτευση. Πρόκειται για τον Μιχαήλ Στασινόπουλο. Στο βιβλίο του «Το Πινάκιον Φακής και ο Νόμος των Λύκων-Δοκίμια για τη συμπεριφορά των ανθρώπων» (Εκδόσεις των Φίλων,1972) γράφει για τους ανάξιους και τις επιτυχίες τους: «…κατά ένα παράδοξο τρόπο, συμβαίνει το ίδιο και με το φαινόμενο εκείνων που φτάνουν ψηλά, χωρίς να το αξίζουν. Εφόσον έφτασαν εκεί χωρίς αξία, κανείς τους δεν είναι πιο ψηλά ή πιο χαμηλά. Αρχηγός και κλητήρας, είναι όλοι ίσοι. Τους ισοπεδώνει όλους η μέθοδος η κακή, η χρήση των «άλλων» μέσων. Ισοπεδώνονται, λοιπόν, όλα τα αξιώματα, γιατί ακριβώς τους αφήρεσε τη σημασία τους, την αρχική, η μέθοδος με την οποίαν αποκτήθηκαν. Γιατί η σημασία των αξιωμάτων είναι συνυφασμένη ηθικά με τον κανονικό και δίκαιο τρόπο κατάληψής των. Από την στιγμή που δεν καταλαμβάνονται επάξια, χάνουν και τη σημασία τους -και, άρα, μέσα σ’ αυτή την αποδυνάμωσή τους, ισοπεδώνονται…».