Σάββατο, 27 Απρίλη, 2024 - 08:30

Τίποτα δεν χάθηκε…

Mέρες τέτοιες, μέρες Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, είναι καλύτερα τα λόγια της εμψύχωσης
 
Κάτι έχει στραβώσει, νομίζω, στην κοινωνία μας. Όπου κι αν πέσει η ματιά μου σκοντάφτει σε θαμπωμένα κρύσταλλα και σε ραγισμένους κόσμους. Κρύσταλλα θαμπωμένα από τα χρόνια μου που διαβήκανε σαν τα πουλιά; Από τις υστερόβουλες πράξεις των ανθρώπων; Κι αν το γενικεύσω, από τη βία που έχει εισβάλει παντού -στις οικογένειες, στα σχολεία, στον δρόμο, στα γήπεδα; Από την κυριαρχία της μετριότητας και της αγένειας σε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές εκδηλώσεις;  Από τον φόβο του απροσδόκητου που μας έχει κατακυριεύσει, μέσα σ’ ένα σύμπαν αβεβαιότητας στο οποίο μας έχουν εξωθήσει για να ζούμε; Από το ψεύτικο μέλλον που μας τάζουν οι ταγοί μας, χωρίς καθόλου να κοκκινίζουν από ντροπή για τα παραμύθια που μας λένε; 
 
Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να πω -εάν διαβιώνουμε ή όχι, σε μια κοινωνία πολύχρονης εκμηδένισης, έκπτωσης αξιών, ανταγωνισμού συμφερόντων και αψιμαχίας φτηνών εγωισμών. Ακόμη – ακόμη, εάν βαρεθήκαμε να αγαπάμε και τον ίδιο μας τον εαυτό και τους γύρω μας. Και επειδή τα έχω χαμένα, και επειδή μπορεί να τα βλέπω λάθος τα πράγματα, καλύτερα να μην συνεχίσω αυτή τη συζήτηση. Είναι άχαρη και στενάχωρη. Και μέρες τέτοιες, μέρες Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, είναι καλύτερα τα λόγια της εμψύχωσης. Και επειδή όλοι μας νομίζω πως θέλουμε να εγκαρδιωθούμε, να συνεχίσω τη γραφή αντιγράφοντας κάτι μικρό από το πνευματικό έργο του Γιώργου Θεοτοκά. Πιστεύω πως το έχουμε ανάγκη:
 
«Ο κόσμος έφυγε από τη θέση του. Παραπατά. Ο κόσμος πήγε και περιπλανήθηκε μες στα κολοσσιαία έργα του, μες στον πυρετό και τον πάταγο των επιστημών και των μηχανών, μες στην αφαίρεση και τον παραλογισμό, κι άφησε την ψυχή του να ξεραθεί. Τώρα έγινε Τιτάνας παντοδύναμος -έτσι τουλάχιστον νομίζει- μεθυσμένος από τις γνώσεις του και τα μεγαλεία του και, εντός του, αφαιρεμένος, παράλογος, κρύος, οργισμένος και στεγνός, χωρίς συμπόνια, χωρίς έλεος, χωρίς ελπίδα, χωρίς νόημα. Τώρα η ζωή του έγινε φόβος του ανθρώπου, των μηχανών, του κενού.
 
«Τούτος ο κόσμος δεν πάει καλά. Είναι κοινό μυστικό. Όσο μακριά, όσο ψηλά κι αν τον φέρει η άμετρη φιλοδοξία του, όσες τέχνες κι αν δοκιμάσει, όποιο σύστημα ζωής κι αν εφαρμόσει, χωρίς αγάπη δεν θα βρει πια άλλο τίποτα παρά το κενό, το φόβο και την κόλαση. Όμως δεν παραδέχομαι ότι ο κόσμος χάθηκε. Τίποτα δεν χάθηκε. Πάντα υπάρχει ελπίδα. Δεν το παραδέχομαι γιατί πιστεύω πως βρίσκεται κάποια πηγή, που δεν έχει στερέψει. Το πιστεύω. Αισθάνομαι πως αυτή είναι τώρα η δουλειά μας: να γυρνούμε τον κόσμο σαν ραβδοσκόποι και να δοκιμάζουμε όλα τα εδάφη, να ψάχνουμε ολοένα για να ανακαλύψουμε ξανά την πηγή. Να χτυπήσουμε κάπου τη γη και να ξεχειλίσει πάλι η πηγή, να ξανάρθει το πελώριο, το ακατανίκητο κύμα της αγάπης να γεμίσει το κενό, να σαρώσει το φόβο, να σώσει τον κόσμο. Κάπου βρίσκεται η πηγή, ξέρω, πιστεύω ακράδαντα πως υπάρχει κάπου, μα είναι κρυμμένη και δεν τη βλέπω. Μπορεί στη σιγή της φύσης ή στις απέραντες, έξαλλες, αστραποβόλες πολιτείες του δυτικού κόσμου, μπορεί μες στα μνημεία των πανάρχαιων πολιτισμών της Ανατολής ή ανάμεσα στους καινούριους λαούς, μπορεί στη ζούγκλα των τροπικών, μπορεί στις χώρες της οργανωμένης αθεΐας, κάπου τη νιώθω, την ακούω, την προσμένω».